ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)
της 30ής Απριλίου 2025 (*)
« Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων οι οποίες συνάπτονται με καταναλωτές – Σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως συνομολογηθείσα σε ξένο νόμισμα – Άρθρα 6 και 7 – Συμβατική ρήτρα η οποία μετακυλίει στον καταναλωτή τον συναλλαγματικό κίνδυνο – Αποτελέσματα εκ της αναγνωρίσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα της εν λόγω ρήτρας – Ακυρότητα της συμβάσεως – Αποτελέσματα εκ της ακυρώσεως της συμβάσεως στο σύνολό της »
Στην υπόθεση C‑630/23,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Kúria (Ανώτατο Δικαστήριο, Ουγγαρία) με απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Οκτωβρίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης
ZH,
KN
κατά
AxFina Hungary Zrt.,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),
συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο τμήματος, E. Regan και B. Smulders (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: D. Spielmann
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– οι ZH και KN, εκπροσωπούμενοι από τον L. Marczingós, ügyvéd,
– η AxFina Hungary Zrt., εκπροσωπούμενη από τον G. Stanka, ügyvéd,
– η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Z. Fehér και την K. Szíjjártó,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον P. Kienapfel και την Zs. Teleki,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 2, του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των ZH και KΝ (στο εξής από κοινού: οι δύο καταναλωτές) και, αφετέρου, της AxFina Hungary Zrt. (στο εξής: AxFina) σχετικά με τις έννομες συνέπειες της απαλοιφής ρήτρας περί συναλλαγματικού κινδύνου η οποία περιλαμβανόταν σε σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως σε ξένο νόμισμα μεταξύ AxFina και ZH (στο εξής: ρήτρα συναλλαγματικού κινδύνου).
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Η εικοστή πρώτη και η εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13 έχουν ως εξής:
«[Εκτιμώντας] ότι τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να αποφεύγεται η παρουσία καταχρηστικών ρητρών μέσα στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία· ότι, εάν παρ’ όλα αυτά εμφανίζονται στις συμβάσεις καταχρηστικές ρήτρες, δεν θα δεσμεύουν τον καταναλωτή, η δε σύμβαση θα εξακολουθεί να δεσμεύει τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με τους ίδιους όρους, εάν μπορεί να υφίσταται χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες·
[…]
ότι οι δικαστικές αρχές και τα διοικητικά όργανα πρέπει να διαθέτουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα ώστε να θέτουν τέρμα στην εφαρμογή των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές».
4 Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας:
«Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου καθώς και διατάξεις ή αρχές διεθνών συμβάσεων στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η [Ευρωπαϊκή] Κοινότητα, ιδίως στον τομέα των μεταφορών, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.»
5 Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»
6 Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας έχει ως εξής:
«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.»
Το ουγγρικό δίκαιο
Ο προϊσχύσας αστικός κώδικας
7 Το άρθρο 209/A του Polgári Törvénykönyvről szóló 1959. évi IV. törvény (νόμου IV του 1959 περί εισαγωγής αστικού κώδικα), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: προϊσχύσας αστικός κώδικας), προβλέπει ότι είναι άκυρες οι καταχρηστικές ρήτρες που περιλαμβάνονται ως γενικοί όροι σε καταναλωτικές συμβάσεις ή τις οποίες ο επαγγελματίας έχει διατυπώσει μονομερώς, εκ των προτέρων και χωρίς ατομική διαπραγμάτευση. Δυνάμει του άρθρου 209/A, η ακυρότητα μπορεί να προβληθεί μόνον προς το συμφέρον του καταναλωτή.
8 Δυνάμει του άρθρου 237, παράγραφος 1, του προϊσχύσαντος αστικού κώδικα, σε περίπτωση άκυρης συμβάσεως επιβάλλεται η επαναφορά των πραγμάτων στην προ της συνάψεως της συμβάσεως κατάσταση.
9 Κατά το άρθρο 237, παράγραφος 2, του κώδικα αυτού:
«Στην περίπτωση κατά την οποία δεν είναι δυνατή η επαναφορά των πραγμάτων στην προ της συνάψεως της συμβάσεως κατάσταση, ο δικαστής μπορεί να κρίνει ότι η σύμβαση παράγει αποτελέσματα για το χρονικό διάστημα έως την έκδοση της αποφάσεώς του. Επικύρωση της εν λόγω άκυρης συμβάσεως χωρεί στην περίπτωση κατά την οποία είναι δυνατή η άρση του λόγου ακυρώσεως, ιδίως, σε περίπτωση ασυμμετρίας μεταξύ των παροχών των συμβαλλομένων καθώς και σε περίπτωση τοκογλυφικής συμβάσεως, δια της εξαλείψεως του δυσανάλογου οφέλους. Στις περιπτώσεις αυτές διατάσσεται η επιστροφή τυχόν αχρεωστήτως καταβληθείσας παροχής.»
10 Από το άρθρο 361, παράγραφος 1, του εν λόγω κώδικα προκύπτει ότι όποιος έχει αποκτήσει περιουσιακό όφελος εις βάρος τρίτου υποχρεούται να το επιστρέψει.
11 Κατά το άρθρο 363 του ίδιου κώδικα, «[ο]ι κανόνες περί κατοχής άνευ τίτλου […] εφαρμόζονται στην απόδοση των περιουσιακών οφελών που συνδέονται με τον πλουτισμό· ο υπόχρεος προς επιστροφή μπορεί να απαιτήσει την επιστροφή των αναγκαίων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν για το πράγμα».
Ο νόμος DH1
12 Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, του Kúriának a pénzügyi intézmmyek fogyasztói kölcsönszerződéseire vonatkozó jogegységi határozatával kapcsolatos egyes kérdések rendezéséről szóló 2014. évi XXXVIII. Törvény [νόμου XXXVIII του 2014, για την επίλυση ορισμένων ζητημάτων σχετικών με την απόφαση που εξέδωσε το Kúria (Ανώτατο Δικαστήριο) προς εξασφάλιση της ομοιόμορφης ερμηνείας των διατάξεων του αστικού δικαίου σχετικά με τις δανειακές συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και καταναλωτών], όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος DH1), προβλέπει τα εξής:
«1. Σε σύμβαση δανείου συναφθείσα με καταναλωτή είναι άκυρη –εκτός αν πρόκειται για συμβατική ρήτρα που αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως– η ρήτρα βάσει της οποίας το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ορίζει ότι, για την εκταμίευση του ποσού το οποίο προορίζεται για την απόκτηση του αγαθού το οποίο αποτελεί αντικείμενο του δανείου ή της χρηματοδοτικής μισθώσεως, λαμβάνεται υπόψη η τιμή αγοράς, ενώ για την αποπληρωμή του δανείου λαμβάνεται υπόψη η τιμή πωλήσεως ή συναλλαγματική ισοτιμία διαφορετική από αυτήν η οποία ίσχυε κατά την εκταμίευση.
2. Η κατά την παράγραφο 1 άκυρη ρήτρα αντικαθίσταται, τόσο για τη χορήγηση του σχετικού χρηματικού ποσού όσο και για την αποπληρωμή του (συμπεριλαμβανομένης της πληρωμής των μηνιαίων δόσεων και κάθε επιβαρύνσεως, εξόδων και προμηθειών που εκφράζονται σε ξένο νόμισμα), από διάταξη βάσει της οποίας λαμβάνεται υπόψη η επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία που καθορίζεται από την Εθνική Τράπεζα της Ουγγαρίας για το αντίστοιχο ξένο νόμισμα.»
Ο νόμος DH2
13 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του Kúriának a pénzügyi intézmények fogyasztói kölcsönszerződéseire vonatkozó jogegységi határozatával kapcsolatos egyes kérdések rendezéséről szóló 2014. évi XXXVIII. törvényben rögzített elszámolás szabályairól és egyes egyéb rendelkezésekről szóló 2014. évi XL. törvény [νόμου XL του 2014, περί των κανόνων που διέπουν την εκκαθάριση λογαριασμών κατά τον νόμο XXXVIII του 2014 για τη ρύθμιση ορισμένων ζητημάτων σχετικά με την απόφαση που εξέδωσε το Kúria (Ανώτατο Δικαστήριο) προς εξασφάλιση της ενιαίας ερμηνείας διατάξεων του αστικού δικαίου σχετικά με συμβάσεις δανείου μεταξύ χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και καταναλωτών, καθώς και περί διαφόρων άλλων διατάξεων, στο εξής: νόμος DH 2] έχει ως εξής:
«Σε περίπτωση εκτελέσεως άκυρης ρήτρας του άρθρου 3, παράγραφος 1, του [νόμου DH1], πρέπει να αφαιρεθεί υπέρ του καταναλωτή, ως αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό που οφείλεται σε διαφορά συναλλαγματικής ισοτιμίας, η διαφορά μεταξύ του ποσού του δανείου που χορηγήθηκε κατ’ εφαρμογήν της ρήτρας αυτής και του ποσού που προκύπτει από μετατροπή σύμφωνη με την παράγραφο 2, και μεταξύ των ποσών της επιστροφής που καταβλήθηκαν κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω ρήτρας και εκείνων που προκύπτουν από μετατροπή σύμφωνη με την παράγραφο 2.»
14 Κατά το άρθρο 37, παράγραφος 1, του νόμου DH2:
«Όσον αφορά τις συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου, ο διάδικος δεν δύναται να ζητήσει από το δικαστήριο να αναγνωρίσει την ακυρότητα της σύμβασης ή συγκεκριμένων συμβατικών ρητρών […] –ανεξαρτήτως του λόγου ακυρότητας τον οποίο προβάλλει– παρά μόνον αν ζητήσει επίσης να εφαρμοσθούν από το εν λόγω δικαστήριο οι έννομες συνέπειες της ακυρότητας, ήτοι να αναγνωρισθεί το κύρος ή η ισχύς της συμβάσεως έως την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως [περί κηρύξεως της ακυρότητας]. […]»
Ο νόμος DH7
15 Το άρθρο 3 του egyes fogyasztói kölcsönszerződésekből eredő követelések forintra átváltásával kapcsolatos kérdések rendezéséről szóló 2015. évi CXLV. törvény (νόμου CXLV του 2015, περί ρυθμίσεως ζητημάτων σχετικών με τη μετατροπή σε φιορίνια ορισμένων απαιτήσεων που απορρέουν από συμβάσεις δανείου συναφθείσες με καταναλωτές), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος DH7), προβλέπει τα εξής:
«Το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται
a) να μετατρέψει τις απαιτήσεις του από δανειακές συμβάσεις που έχουν συνομολογηθεί σε ξένο νόμισμα και εμπίπτουν στον παρόντα νόμο σε απαιτήσεις εκπεφρασμένες σε φιορίνια (στο εξής: μετατροπή σε φιορίνια) κατ’ εφαρμογήν του κεφαλαίου 4,
b) να μετατρέψει τις απαιτήσεις του από δανειακές συμβάσεις σε ξένο νόμισμα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου, οι οποίες έχουν συναφθεί με καταναλωτές και έχουν ήδη καταγγελθεί, σε απαιτήσεις εκπεφρασμένες σε φιορίνια κατ’ εφαρμογήν του κεφαλαίου 5.»
16 Το άρθρο 9, παράγραφος 1, του νόμου DH7 ορίζει:
«Δεν επιτρέπεται τροποποίηση συμβάσεως δανείου συνομολογηθείσας σε ξένο νόμισμα κατ’ εφαρμογήν του παρόντος κεφαλαίου εις βάρος του καταναλωτή όσον αφορά το ύψος των τόκων, των εξόδων και των εξόδων που συνδέονται με τη συναλλαγή.»
17 Κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, του ίδιου νόμου:
«Η συναλλαγματική ισοτιμία που εφαρμόζεται για τη μετατροπή σε φιορίνια είναι η συναλλαγματική ισοτιμία που καθορίσθηκε επίσημα για το νόμισμα από την Εθνική Τράπεζα της Ουγγαρίας στις 19 Αυγούστου 2015.»
18 Το άρθρο 15, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:
«Οι απαιτήσεις από δανειακές συμβάσεις σε ξένο νόμισμα που έχουν ήδη καταγγελθεί μετατρέπονται από το πιστωτικό ίδρυμα σε απαιτήσεις εκπεφρασμένες σε φιορίνια σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο και με τη συναλλαγματική ισοτιμία που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
19 Στις 21 Ιουνίου 2007 ο ZH συνήψε με την AxFina, για την αγορά αυτοκινήτου οχήματος, σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως συνομολογηθείσα σε ξένο νόμισμα, ήτοι σε ελβετικά φράγκα (CHF), ενώ ο KN εγγυήθηκε αλληλεγγύως και εις ολόκληρον την εκ μέρους του ZH εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών του. Οι διάδικοι συμφώνησαν ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη δάνειο έπρεπε να εξοφληθεί σε 120 σταθερές μηνιαίες δόσεις εκπεφρασμένες σε ουγγρικά φιορίνια (HUF). Η σύμβαση αυτή περιελάμβανε επίσης ρήτρα σχετικά με τον συναλλαγματικό κίνδυνο, δυνάμει της οποίας η διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ξένου αυτού νομίσματος θα εκκαθαριζόταν κατά τη λήξη της εν λόγω συμβάσεως, με αποτέλεσμα ο κίνδυνος που συνδεόταν με την εκτίμηση του εν λόγω ξένου νομίσματος σε σχέση με το ουγγρικό φιορίνι να βαρύνει εξ ολοκλήρου τους δύο καταναλωτές.
20 Στις 7 Μαΐου 2013 η AxFina προέβη σε άμεση καταγγελία της επίμαχης στην κύρια δίκη συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως λόγω καθυστερημένων πληρωμών με υπαιτιότητα των δύο καταναλωτών, οπότε το σύνολο της οφειλής βάσει της ανωτέρω συμβάσεως το οποίο υπολογίσθηκε σε ουγγρικά φιορίνια κατέστη αμέσως απαιτητό. Από την ανωτέρω οφειλή, η AxFina αφαίρεσε, μεταξύ άλλων, το ποσό που προέκυπτε από την εκκαθάριση που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του νόμου DH2, ως αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό λόγω συναλλαγματικής διαφοράς κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του νόμου DH1, καθώς και το ποσό από την πώληση του οικείου οχήματος.
21 Η AxFina άσκησε αγωγή με αίτημα, στην περίπτωση που διαπιστωνόταν ο καταχρηστικός χαρακτήρας της ρήτρας περί συναλλαγματικού κινδύνου και, κατά συνέπεια, η ακυρότητα της εν λόγω συμβάσεως, να επικυρωθεί η άκυρη σύμβαση αναδρομικώς από την ημερομηνία συνάψεώς της και να υποχρεωθούν αμφότεροι οι καταναλωτές να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον το ποσό των 1 637 682 HUF (περίπου 4 000 ευρώ) ως κεφάλαιο και τόκους υπερημερίας. Από το ποσό αυτό, 972 960 HUF (περίπου 2 250 ευρώ) φέρεται να οφείλονταν λόγω του συναλλαγματικού κινδύνου.
22 Με την απόφασή του, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, μολονότι διαπίστωσε την ακυρότητα της επίμαχης στην κύρια δίκη συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως λόγω του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας συναλλαγματικού κινδύνου, έκρινε ότι αμφότεροι οι καταναλωτές ήσαν υποχρεωμένοι να φέρουν τον κίνδυνο αυτόν σε περιορισμένο βαθμό. Προς τούτο, μείωσε την εκ της συμβάσεως αυτής απαίτηση της AxFina, σύμβαση την οποία αναγνώρισε ως έγκυρη, κατά το ποσό με το οποίο επιβαρύνθηκε ο ZH σε σύγκριση με την κατάσταση η οποία θα είχε διαμορφωθεί αν η εν λόγω σύμβαση είχε συνομολογηθεί σε ουγγρικά φιορίνια.
23 Το δικαστήριο που αποφάνθηκε επί της εφέσεως την οποίαν άσκησαν οι δύο καταναλωτές κατά της πρωτόδικης αποφάσεως την επικύρωσε. Κατά το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, η λύση που προκρίθηκε με την πρωτόδικη απόφαση καθιστούσε δυνατή την άρση της προσβολής των συμφερόντων των καταναλωτών αυτών εκ της ρήτρας συναλλαγματικού κινδύνου. Προσέτι, ο μη αναστρέψιμος χαρακτήρας των παροχών που προέβλεπε η εν λόγω σύμβαση απέκλειε την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση στην οποία θα ευρίσκοντο οι εν λόγω καταναλωτές αν δεν υπήρχε η ρήτρα συναλλαγματικού κινδύνου.
24 Οι δύο καταναλωτές άσκησαν αναίρεση κατά της αποφάσεως του εφετείου ενώπιον του Kúria (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ουγγαρία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου. Στο πλαίσιο αυτό, ζητούν, μεταξύ άλλων, την έκδοση αποφάσεως απορρίπτουσας την αρχική αγωγή που άσκησε η AxFina, υποστηρίζοντας, προς τούτο, ότι ο αποκλεισμός της λύσεως της επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση στην οποία οι ίδιοι θα ευρίσκοντο αν δεν υπήρχε η ρήτρα συναλλαγματικού κινδύνου είναι αντίθετος προς το δίκαιο της Ένωσης και ότι ο δικαστής δεν μπορεί, εξάλλου, να τροποποιήσει το περιεχόμενο της εν λόγω καταχρηστικής ρήτρας.
25 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι καλείται, επομένως, να αποφανθεί επί του κύρους συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως συνομολογηθείσας σε ξένο νόμισμα όταν ρήτρα της συμβάσεως, δυνάμει της οποίας ο καταναλωτής φέρει εξ ολοκλήρου τον συναλλαγματικό κίνδυνο, κρίνεται καταχρηστική λόγω ανεπαρκούς πληροφορήσεως του καταναλωτή όσον αφορά τη φύση του κινδύνου αυτού και ότι η ακύρωση της ρήτρας αυτής, η οποία καθορίζει το κύριο αντικείμενο της εν λόγω συμβάσεως, συνεπάγεται την ακυρότητα της συμβάσεως στο σύνολό της.
26 Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, κατά πρώτον, ότι, κατά το ουγγρικό δίκαιο, οι έννομες συνέπειες εκ της ακυρότητας συμβάσεως στο σύνολό της διέπονται από το άρθρο 237, παράγραφοι 1 και 2, του προϊσχύσαντος αστικού κώδικα. Δυνάμει της διατάξεως αυτής, οι κύριες έννομες συνέπειες, «και της αυτής τυπικής ισχύος», εκ της ακυρότητας αυτής είναι η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση ή, αν ο λόγος ακυρότητας μπορεί να αρθεί, η επικύρωση της άκυρης συμβάσεως ex tunc, η δε επικύρωση γίνεται, μεταξύ άλλων, όταν είναι αδύνατη η επαναφορά των πραγμάτων στην προ της συνάψεως της συμβάσεως κατάσταση. Αν ούτε τοιαύτη επικύρωση είναι δυνατή, το επιληφθέν δικαστήριο κρίνει ότι η εν λόγω σύμβαση παρήγαγε αποτελέσματα μέχρι την έκδοση της αποφάσεώς του και διατάσσει την επιστροφή του αντιτίμου της αξίας των παροχών για τις οποίες δεν καταβλήθηκε αντιπαροχή.
27 Όσον αφορά, ειδικότερα, τις συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των νόμων DH1 και DH2, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως, το άρθρο 37, παράγραφος 1, του νόμου DH2 ορίζει ότι οι συνέπειες της ακυρότητας μιας τέτοιας συμβάσεως συνίστανται είτε στην επικύρωση της άκυρης συμβάσεως είτε στη διαπίστωση ότι παράγει αποτελέσματα μέχρι την έκδοση της αποφάσεως η οποία την ακυρώνει και, ως εκ τούτου, αποκλείει την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Ομοίως, στην ουγγρική θεωρία και νομολογία, θεωρείται ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των συμβάσεων πιστώσεως και των συμβάσεων χρηματοδοτικής μισθώσεως, δεν είναι νοητή, σε περίπτωση ακυρότητας τέτοιων συμβάσεων, η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.
28 Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, μολονότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως αποφανθεί, και ιδίως με τις αποφάσεις της 27ης Απριλίου 2023, AxFina Hungary (C‑705/21, EU:C:2023:352), και της 15ης Ιουνίου 2023, Bank M. (Συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης) (C‑520/21, EU:C:2023:478), επί των εννόμων συνεπειών, υπό το πρίσμα της οδηγίας 93/13, του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας της οποίας η ακύρωση συνεπάγεται την ακυρότητα της οικείας συμβάσεως, εντούτοις η νομολογία η οποία έχει διαμορφωθεί με τις αποφάσεις αυτές δεν αφορά όλα τα κρίσιμα ερμηνευτικά ζητήματα σε σχέση με την ουγγρική νομοθεσία και πρακτική και δεν μπορεί σε κάθε περίπτωση να εναρμονισθεί με αυτές.
29 Εν προκειμένω, η εφαρμογή των νόμων DH1 και DH2 έχει ως αποτέλεσμα ότι η αξία της παροχής που πρέπει να παρασχεθεί βάσει της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως εξακολουθεί να μπορεί να υπολογισθεί είτε σε ελβετικά φράγκα είτε σε ουγγρικά φιορίνια, έστω και αν η ρήτρα περί συναλλαγματικού κινδύνου είναι «ανενεργή», οπότε η εν λόγω σύμβαση συνεχίζει να παράγει τα αποτελέσματά της. Γενικότερα, κατά το ουγγρικό δίκαιο, η ακυρότητα της συμβάσεως δεν επιφέρει κατ’ ανάγκην την ακύρωση της, οπότε θα ήταν λογικά εσφαλμένο συμπέρασμα να θεωρηθεί η «restitutio in integrum» ως η μόνη δυνατή έννομη συνέπεια μιας τέτοιας ακυρότητας.
30 Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει, συναφώς, ότι δεν προκύπτει ότι η οδηγία 93/13, με την οποία πραγματοποιήθηκε ελάχιστη μόνον εναρμόνιση στον τομέα αυτόν, ρυθμίζει το ζήτημα των έννομων συνεπειών που επιβάλλονται στην περίπτωση άκυρης συμβάσεως. Επομένως, ο καθορισμός των συνεπειών αυτών εμπίπτει στη δικονομική αυτονομία των κρατών μελών, υπό την επιφύλαξη ότι ο εθνικός δικαστής έχει την υποχρέωση να μεριμνά ώστε ο οικείος καταναλωτής να ευρίσκεται τελικώς στην κατάσταση στην οποία θα ευρισκόταν αν ουδέποτε είχε υπάρξει η ρήτρα που κρίθηκε καταχρηστική.
31 Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν πρέπει να γίνει δεκτό ότι μια σύμβαση «μπορεί να υπάρξει και» χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, όταν, σε περίπτωση ακυρότητας της συμβάσεως στο σύνολό της κατόπιν της ακυρώσεως μιας από τις ρήτρες της που κρίθηκε καταχρηστική, ο εθνικός δικαστής μπορεί, κατ’ εφαρμογήν της εθνικής νομοθεσίας του, να επικυρώσει την εν λόγω άκυρη σύμβαση, με αναδρομική ισχύ από την ημερομηνία συνάψεώς της, κατά τρόπον ώστε η περιεχόμενη σε αυτήν καταχρηστική ρήτρα να μη συνεπάγεται καμία υποχρέωση για τον οικείο καταναλωτή, ενώ οι λοιπές, μη καταχρηστικές, ρήτρες της ίδιας συμβάσεως εξακολουθούν να δεσμεύουν τα συμβαλλόμενα μέρη κατά τον ίδιο τρόπο.
32 Η ανωτέρω λύση δεν συνεπάγεται τροποποίηση της συμβάσεως απαγορευόμενη κατά τη νομολογία, στο μέτρο που η ρήτρα περί συναλλαγματικού κινδύνου ακυρώνεται και η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως μπορεί να εξακολουθήσει να υπάρχει και χωρίς τη ρήτρα αυτή. Η φύση της συμβάσεως αυτής ωσαύτως δεν μεταβάλλεται, αφού η εκκαθάριση που γίνεται με βάση το ξένο νόμισμα στο οποίο έχει συνομολογηθεί το δάνειο εξακολουθεί να υφίσταται καθώς ο συναλλαγματικός κίνδυνος βαρύνει πλέον το πιστωτικό ίδρυμα.
33 Εξάλλου, το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που συνδέεται με την ακύρωση και μόνον της καταχρηστικής ρήτρας διασφαλίζεται, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας των κυρώσεων, ήτοι το οικείο δάνειο διατηρείται με επιτόκιο προσαρμοσμένο στο συμφωνηθέν ξένο νόμισμα και ευνοϊκό για τον οικείο καταναλωτή, χωρίς όμως τούτο να αντισταθμίζεται από την «αποζημίωση» για τον συναλλαγματικό κίνδυνο που φέρει ο καταναλωτής, δεδομένου ότι το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται στην περίπτωση αυτή να επιστρέψει στον εν λόγω καταναλωτή τα ποσά που εισέπραξε δυνάμει της ρήτρας περί συναλλαγματικού κινδύνου.
34 Αν θεωρηθεί ότι η ερμηνεία που προτείνει το αιτούν δικαστήριο δεν είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο καθοδήγηση ως προς το ποιες είναι οι έννομες συνέπειες που θα μπορούσε να αντλήσει απευθείας από το δίκαιο αυτό σε περίπτωση άκυρης συμβάσεως, στο μέτρο που εκτιμά ότι μπορεί, στην περίπτωση αυτή, να χρειασθεί να προβεί σε contra legem ερμηνεία του εσωτερικού του δικαίου.
35 Κατά δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως εμπίπτει επίσης στο πεδίο εφαρμογής του νόμου DH7. Κατ’ εφαρμογήν του νόμου αυτού, οι απαιτήσεις που απορρέουν από τη σύμβαση αυτή θα έπρεπε, για το μέλλον, να μετατραπούν σε απαιτήσεις εκπεφρασμένες σε ουγγρικά φιορίνια με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία που καθόρισε η Εθνική Τράπεζα της Ουγγαρίας στις 19 Αυγούστου 2015 για το συμφωνηθέν ξένο νόμισμα. Συναφώς, από τους κανόνες και την αιτιολογική έκθεση του νόμου DH7 δεν προκύπτει ότι σκοπός του νόμου αυτού είναι η θεραπεία οποιασδήποτε ακυρότητας, δεδομένου ότι, αντιθέτως, ο νομοθέτης θέλησε να απαλλάξει, γενικώς, τους οικείους καταναλωτές από την υποχρέωση να φέρουν, για μεγάλο αριθμό έγκυρων συμβάσεων, τον συναλλαγματικό κίνδυνο για το μέλλον.
36 Τούτου λεχθέντος, το αιτούν δικαστήριο κλίνει προς την άποψη ότι, μολονότι οι συμβατικές ρήτρες που απηχούν νομοθετικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, όπως οι προβλεπόμενες από τον νόμο DH7, δεν διέπονται από τις διατάξεις της οδηγίας 93/13, ο νόμος αυτός είναι εντούτοις αντίθετος προς την οδηγία, καθόσον έχει ως αποτέλεσμα να επιβαρύνει τον οικείο καταναλωτή με συναλλαγματικό κίνδυνο ορισμένου επιπέδου, ενώ ο καταναλωτής θα έπρεπε να απαλλάσσεται πλήρως από αυτόν, με αποτέλεσμα ο εν λόγω νόμος να πρέπει να μείνει ανεφάρμοστος.
37 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Kúria (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχει η έκφραση “η σύμβαση […] μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες” του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας [93/13] την έννοια ότι σύμβαση που συνάπτεται με καταναλωτή και συνομολογείται σε ξένο νόμισμα μπορεί να εξακολουθήσει να ισχύει χωρίς συμβατική ρήτρα που αφορά την κύρια παροχή της συμβάσεως και μετακυλίει τον συναλλαγματικό κίνδυνο στον καταναλωτή χωρίς περιορισμό, λαμβανομένου υπόψη ότι το δίκαιο του κράτους μέλους ρυθμίζει τη διαδικασία μετατροπής νομίσματος με [νομοθετικές] διατάξεις αναγκαστικού δικαίου;
Είναι συμβατή με το άρθρο 1, παράγραφος 2, το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, η νομολογία κράτους μέλους (βασιζόμενη σε ερμηνεία του εθνικού δικαίου βάσει της οδηγίας και σύμφωνη προς τις ερμηνευτικές αρχές του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης) κατά την οποία, λαμβανομένης υπόψη των αρχών που διέπουν τον αδικαιολόγητο πλουτισμό,
α) διατάσσεται η επιστροφή στον καταναλωτή (ή η εκκαθάριση προς όφελός του) των ποσών που εισέπραξε ο πιστωτικός φορέας βάσει της ρήτρας που κρίθηκε καταχρηστική, χωρίς ωστόσο να διατάσσεται restitutio in integrum (επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση), διότι ειδική διάταξη του εθνικού δικαίου αποκλείει την πιθανή αυτή έννομη συνέπεια της ακυρότητας, ούτε να εφαρμόζονται αυτοτελώς οι κανόνες του αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι το εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει την εν λόγω έννομη συνέπεια της ακυρότητας της συμβάσεως, αλλά, αντίθετα, ο καταναλωτής απαλλάσσεται από τις ιδιαίτερα βλαπτικές γι’ αυτόν συνέπειες και ταυτόχρονα αποκαθίσταται η ισορροπία της συμβάσεως μεταξύ των συμβαλλομένων μερών μέσω της εφαρμογής της κύριας έννομης συνέπειας που προβλέπει το δίκαιο του κράτους μέλους για την περίπτωση ακυρότητας, ήτοι της επικυρώσεως της άκυρης συμβάσεως κατά τρόπον ώστε οι καταχρηστικές ρήτρες να μην επιβάλλουν καμία υποχρέωση στον καταναλωτή, αλλά τα λοιπά (μη καταχρηστικά) στοιχεία της συμβάσεως (συμπεριλαμβανομένων αυτών που αφορούν συμβατικούς τόκους και λοιπά έξοδα) να εξακολουθούν να δεσμεύουν υπό τους ίδιους όρους τα συμβαλλόμενα μέρη;
β) σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η επικύρωση της άκυρης συμβάσεως, κηρύσσεται, ως έννομη συνέπεια της ακυρότητας και προς τον σκοπό εκκαθαρίσεως των λογαριασμών, η διατήρηση των αποτελεσμάτων αυτής μέχρι την έκδοση αποφάσεως και διενεργείται εκκαθάριση μεταξύ των μερών κατ’ εφαρμογήν της αρχής της απαγορεύσεως του αδικαιολόγητου πλουτισμού;
2) Κατά τον προσδιορισμό των εννόμων συνεπειών συμβάσεως που κρίνεται άκυρη για τον ανωτέρω λόγο, μπορεί να κριθεί ανεφάρμοστη διάταξη της νομοθεσίας κράτους μέλους, η οποία τέθηκε σε ισχύ μεταγενέστερα και εισήγαγε εφεξής την υποχρεωτική μετατροπή σε φιορίνια, για τον λόγο ότι η διάταξη αυτή, συνεπεία του καθορισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας, μετακυλίει ένα μέρος του συναλλαγματικού κινδύνου στον καταναλωτή, ο οποίος –λόγω της καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας– θα έπρεπε να απαλλαγεί πλήρως από τον κίνδυνο αυτό;
3) Σε περίπτωση που το δίκαιο της Ένωσης δεν παρέχει τη δυνατότητα επικυρώσεως της άκυρης συμβάσεως ή της διατηρήσεως των αποτελεσμάτων αυτής σε περίπτωση ακυρότητας, ποιες είναι οι έννομες συνέπειες, με την αντίστοιχη θεμελίωσή τους στη νομική θεωρία, οι οποίες θα πρέπει στην περίπτωση αυτή να επιβάλλονται contra legem, ανεξαρτήτως της εθνικής νομοθεσίας που διέπει τις έννομες συνέπειες και βάσει αποκλειστικά και μόνον του δικαίου της Ένωσης, λαμβανομένου υπόψη ότι η οδηγία 93/13 δεν ρυθμίζει τις έννομες συνέπειες της ακυρότητας;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος
38 Το πρώτο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα αφορούν τον τρόπο, όπως αυτός οριοθετείται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στο άρθρο 6, παράγραφος 1, και στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, με τον οποίο πρέπει να εκτιμάται η δυνατότητα να εξακολουθήσει να υφίσταται σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως συνομολογηθείσα σε ξένο νόμισμα, από την οποία δεν έχει εξαλειφθεί ως καταχρηστική η ρήτρα με την οποία ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής φέρει εξ ολοκλήρου τον συναλλαγματικό κίνδυνο που συνδέεται με το νόμισμα αυτό.
39 Πρέπει να διευκρινισθεί, προκαταρκτικώς, ότι, εφόσον τα ως άνω ερωτήματα αφορούν σύμβαση περιλαμβάνουσα ρήτρα η οποία κηρύχθηκε καταχρηστική βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, προϋποθέτουν κατ’ ανάγκην ότι η εν λόγω ρήτρα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και, επομένως, δεν εξαιρείται από αυτό κατ’ εφαρμογήν του άρθρου της 1, παράγραφος 2, το οποίο αποκλείει, μεταξύ άλλων, τις συμβατικές ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου.
40 Συναφώς, μολονότι το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται, στο πλαίσιο του πρώτου ερωτήματός του, σε «μηχανισμό μετατροπής συναλλάγματος [προβλεπόμενο] σε [νομοθετικές] διατάξεις αναγκαστικού δικαίου», εντούτοις από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η εν λόγω ρήτρα, η οποία αφορά τον συναλλαγματικό κίνδυνο αυτόν καθ’ εαυτόν και όχι τον τρόπο μετατροπής του συναλλάγματος, απηχεί το περιεχόμενο τέτοιων διατάξεων, το δε αιτούν δικαστήριο δεν εκθέτει εξάλλου τους λόγους για τους οποίους είναι εντούτοις αναγκαίο να προβεί το Δικαστήριο σε ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13.
41 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το πρώτο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, σε συνδυασμό με το άρθρο της 7, παράγραφος 1, έχει την έννοια ότι επιτρέπει να γίνει δεκτό ότι σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως συνομολογηθείσα σε ξένο νόμισμα, η οποία έπαυσε να ισχύει κατόπιν ακυρώσεως ως καταχρηστικής ρήτρας μετακυλίουσας τον οικείο καταναλωτή με τον συναλλαγματικό κίνδυνο που συνδέεται με το ξένο αυτό νόμισμα, μπορεί να «υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες», κατά την έννοια της πρώτης από τις διατάξεις αυτές, όταν η σύμβαση αυτή διέπεται από εθνική νομοθεσία η οποία επιβάλλει ως έννομη συνέπεια της ακυρότητας των συμβάσεων αυτών την πλήρη απαλλαγή του καταναλωτή από τα ζημιογόνα αποτελέσματα μόνον της καταχρηστικής ρήτρας και, συγχρόνως, προβλέπει τη διατήρηση του κύρους και του δεσμευτικού χαρακτήρα των λοιπών στοιχείων της οικείας συμβάσεως. Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί προσέτι διευκρινίσεις ως προς τις συνέπειες που θα πρέπει να συναγάγει από την ακυρότητα της ίδιας συμβάσεως, διευκρινιζομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, εκτιμά ότι μπορεί να χρειασθεί να προβεί σε contra legem ερμηνεία του εσωτερικού του δικαίου.
Επί του ενδεχόμενου να μπορεί μια σύμβαση να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες
42 Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, λαμβανομένης υπόψη της ασθενέστερης θέσεως στην οποία ευρίσκεται ο καταναλωτής έναντι του επαγγελματία, το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη ημιπερίοδος, της οδηγίας 93/13 προβλέπει ότι οι καταχρηστικές ρήτρες δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές. Η διάταξη αυτή είναι αναγκαστικού δικαίου και έχει ως σκοπό να αντικαταστήσει την τυπική ισορροπία που εισάγει η σύμβαση μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων με μια ουσιαστική ισορροπία, ικανή να αποκαταστήσει τη μεταξύ τους ισότητα [απόφαση της 9ης Απριλίου 2024, Profi Credit Polska (Επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με τελεσίδικη απόφαση), C‑582/21, EU:C:2024:282, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
43 Εξάλλου, δεδομένης της φύσεως και της σπουδαιότητας του δημοσίου συμφέροντος το οποίο συνίσταται στην προστασία των καταναλωτών, η οδηγία 93/13 επιβάλλει στα κράτη μέλη, όπως προκύπτει από το άρθρο της 7, παράγραφος 1, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με την εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της, την υποχρέωση να προβλέπουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα «προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές» [απόφαση της 9ης Απριλίου 2024, Profi Credit Polska (Επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με τελεσίδικη απόφαση), C‑582/21, EU:C:2024:282, σκέψη 73 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
44 Για την εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτής, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να μην εφαρμόζουν τις καταχρηστικές ρήτρες, ώστε αυτές να μην παράγουν δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή, εκτός εάν αντιτίθεται σε αυτό ο ίδιος (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Raiffeisen Bank και BRD Groupe Société Générale, C‑698/18 και C‑699/18, EU:C:2020:537, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
45 Κατά συνέπεια, συμβατική ρήτρα η οποία κρίνεται καταχρηστική πρέπει κατ’ αρχήν να θεωρείται ως μηδέποτε υπάρξασα και, επομένως, δεν δύναται να παράγει αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή. Ως εκ τούτου, η διαπίστωση με δικαστική απόφαση της καταχρηστικότητας μιας τέτοιας ρήτρας πρέπει, κατ’ αρχήν, να συνεπάγεται την αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής καταστάσεως στην οποία θα τελούσε ο καταναλωτής αν δεν υπήρχε η εν λόγω ρήτρα [απόφαση της 15ης Ιουνίου 2023, Bank M. (Συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης), C‑520/21, EU:C:2023:478, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
46 Η υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να αποκλείσει την εφαρμογή καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας, η οποία επιβάλλει την πληρωμή ποσών τα οποία κρίνονται μη οφειλόμενα, έχει, κατ’ αρχήν, αντίστοιχο αποτέλεσμα συνιστάμενο στην επιστροφή των ποσών αυτών, στο μέτρο που η απουσία ενός τέτοιου αποτελέσματος θα ήταν ικανή να διακυβεύσει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που επιδιώκει να προσδώσει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας, στη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών που περιλαμβάνονται σε συμβάσεις συναπτόμενες από επαγγελματία με καταναλωτές [απόφαση της 15ης Ιουνίου 2023, Bank M. (Συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης), C‑520/21, EU:C:2023:478, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
47 Προσέτι, μολονότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη ημιπερίοδος, της οδηγίας 93/13 διευκρινίζει ότι τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι καταχρηστικές ρήτρες δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, «τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας», η διαμόρφωση από το εθνικό δίκαιο του πλαισίου για την προστασία την οποία εγγυάται στους καταναλωτές η ανωτέρω οδηγία δεν επιτρέπεται εντούτοις να τροποποιήσει την έκταση ούτε, επομένως, την ουσία της προστασίας αυτής (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2024, Kutxabank, C‑300/23, EU:C:2024:1026, σκέψη 160 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
48 Ως εκ τούτου, καίτοι εναπόκειται στα κράτη μέλη, μέσω του εθνικού δικαίου τους, να καθορίζουν το λεπτομερές πλαίσιο για τη διαπίστωση της καταχρηστικότητας ρήτρας περιεχόμενης σε σύμβαση και για την επέλευση των συγκεκριμένων έννομων αποτελεσμάτων εκ της διαπιστώσεως αυτής, γεγονός παραμένει ότι η εν λόγω διαπίστωση πρέπει να καθιστά δυνατή την αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής καταστάσεως στην οποία θα τελούσε ο καταναλωτής αν δεν υπήρχε η καταχρηστική ρήτρα, ιδίως διά της θεμελιώσεως δικαιώματος προς επιστροφή του οφέλους που αποκόμισε αχρεωστήτως εις βάρος του ο επαγγελματίας κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω καταχρηστικής ρήτρας [απόφαση της 25 Απριλίου 2024, Caixabank (Προθεσμία παραγραφής), C‑484/21, EU:C:2024:360, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
49 Εν προκειμένω, από τις διευκρινίσεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι, όσον αφορά συμβάσεις χρηματοδοτικής μισθώσεως συνομολογηθείσες σε ξένο νόμισμα και περιλαμβάνουσες καταχρηστική ρήτρα συναλλαγματικού κινδύνου οι οποίες έπαυσαν να ισχύουν κατόπιν ακυρώσεως της ρήτρας αυτής, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, το ουγγρικό δίκαιο προβλέπει λύση συνιστάμενη σε «αναγνώριση του κύρους» ή σε «δήλωση κατά την οποία η σύμβαση παράγει αποτελέσματα μέχρι την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως [περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας]», κατά το γράμμα του άρθρου 37, παράγραφος 1, του νόμου DH2. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 3 του νόμου DH1 προβλέπει μηχανισμό μετατροπής συναλλάγματος δυνάμενο να διασφαλίσει ότι, μετά την ακύρωση της καταχρηστικής ρήτρας σχετικά με τον συναλλαγματικό κίνδυνο, εξακολουθεί να είναι εφικτός ο υπολογισμός της αξίας των παροχών που πρέπει να παρασχεθούν βάσει της οικείας συμβάσεως.
50 Το αιτούν δικαστήριο, όπως το ίδιο εκθέτει, εκκινεί από την παραδοχή ότι τοιαύτη λύση πληροί τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη ημιπερίοδος, της οδηγίας 93/13, όπως έχουν ερμηνευθεί με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 42 έως 48 της παρούσας αποφάσεως, καθόσον η λύση αυτή θα καθιστούσε δυνατή την πλήρη απαλλαγή των οικείων καταναλωτών από την καταχρηστική ρήτρα συναλλαγματικού κινδύνου στη σύμβαση που συνήψαν, διατηρώντας παράλληλα σε ισχύ το σύνολο των λοιπών ρητρών της συμβάσεως, και συγχρόνως θα διασφάλιζε το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που συνδέεται με την ακύρωση της καταχρηστικής ρήτρας. Συγκεκριμένα, με την εφαρμογή της εν λόγω λύσεως, οι προκληθείσες οικονομικές συνέπειες από την καταχρηστική ρήτρα δεν θα βάρυναν πλέον τους καταναλωτές, αλλά το οικείο πιστωτικό ίδρυμα, ενώ οι καταναλωτές θα εξακολουθούσαν να επωφελούνται από το ευνοϊκό επιτόκιο που συνδέεται με το προβλεπόμενο στη σύμβαση ξένο νόμισμα, τούτο δε χωρίς να απαιτείται καμία τροποποίηση της ρήτρας.
51 Πλην όμως, η δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν περιέχει στοιχεία ικανά να δημιουργήσουν αμφιβολίες ως προς το ότι ένα τέτοιο αποτέλεσμα είναι, κατ’ αρχήν, ικανό να διασφαλίσει την επιστροφή στους καταναλωτές των ποσών που εισέπραξε αχρεωστήτως το πιστωτικό ίδρυμα βάσει της ίδιας καταχρηστικής ρήτρας, σύμφωνα με τη διάταξη αυτήν.
52 Τούτου λεχθέντος, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 ορίζει, στη δεύτερη ημιπερίοδό του, ότι, μετά την ακύρωση των καταχρηστικών ρητρών της, η οικεία σύμβαση «εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις […] ρήτρες [αυτές]».
53 Συναφώς, είναι αληθές ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερη ημιπερίοδος, της οδηγίας 93/13 δεν ορίζει το ίδιο τα κριτήρια που διέπουν τη δυνατότητα ώστε η σύμβαση να «μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες», αλλά αφήνει στην εθνική έννομη τάξη τη μέριμνα να τα καθορίσει σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης. Συνεπώς, η δυνατότητα διατηρήσεως σε ισχύ μιας συμβάσεως της οποίας ορισμένες ρήτρες ακυρώθηκαν πρέπει να εξετάζεται κατ’ αρχήν, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης καταστάσεως, βάσει των κριτηρίων που προβλέπει το εθνικό δίκαιο (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, C‑260/18, Dziubak, EU:C:2019:819, σκέψη 40).
54 Προσέτι, ο σκοπός του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 συνίσταται στην αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών και στην κατ’ αρχήν διατήρηση του κύρους της συμβάσεως ως συνόλου και όχι στην ακύρωση όλων των συμβάσεων που περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες (απόφαση της 14ης Μαρτίου 2019, Dunai, C‑118/17, EU:C:2019:207, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
55 Εντούτοις, το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη όσον αφορά τον καθορισμό των κριτηρίων που διέπουν τη δυνατότητα διατηρήσεως του κύρους μιας συμβάσεως χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες της υπόκειται σε περιορισμούς.
56 Επομένως, αφενός, από το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερη ημιπερίοδος, της οδηγίας 93/13 προκύπτει ότι η οικεία σύμβαση πρέπει να εξακολουθήσει να υφίσταται, κατ’ αρχήν, χωρίς καμία άλλη τροποποίηση πλην εκείνης που προκύπτει από την ακύρωση των καταχρηστικών ρητρών της, στο μέτρο που, σύμφωνα με τους κανόνες του εθνικού δικαίου, η περαιτέρω ισχύς της συμβάσεως είναι νομικώς δυνατή, οπότε η μόνη υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων είναι να αφήνουν ανεφάρμοστες τις καταχρηστικές συμβατικές ρήτρες ώστε να μην παράγουν δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι των καταναλωτών, χωρίς ωστόσο τα δικαστήρια αυτά να έχουν την εξουσία να αναθεωρούν το περιεχόμενο των ως άνω ρητρών (πρβλ. απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito, C‑618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 65).
57 Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, εάν το εθνικό δικαστήριο μπορούσε να αναθεωρεί το περιεχόμενο των καταχρηστικών ρητρών που περιέχονται σε τέτοιες συμβάσεις, η ευχέρεια αυτή θα καθιστούσε ενδεχομένως δυσχερέστερη την επίτευξη του μακροπρόθεσμου σκοπού του άρθρου 7 της οδηγίας 93/13. Συγκεκριμένα, η ευχέρεια αυτή θα συνέβαλλε στην εκμηδένιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος που ασκεί στους επαγγελματίες η πλήρης απαγόρευση εφαρμογής τέτοιων καταχρηστικών ρητρών έναντι των καταναλωτών, στο μέτρο που οι επαγγελματίες θα εξακολουθούσαν να υπόκεινται στον πειρασμό να χρησιμοποιούν τέτοιες ρήτρες, γνωρίζοντας ότι, ακόμη και αν αυτές κηρύσσονταν άκυρες, η σύμβαση θα μπορούσε παρά ταύτα να συμπληρωθεί, κατά το αναγκαίο μέτρο, από το εθνικό δικαστήριο ώστε να εξασφαλισθεί το συμφέρον των εν λόγω επαγγελματιών (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Abanca Corporación Bancaria και Bankia, C‑70/17 και C‑179/17, EU:C:2019:250, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
58 Αφετέρου, εφόσον πληρούται η προϋπόθεση περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 56 της παρούσας αποφάσεως, η δυνατότητα διατηρήσεως σε ισχύ της επίμαχης συμβάσεως, σύμφωνα με τους κανόνες του εθνικού δικαίου, χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες της πρέπει να εξετάζεται βάσει αντικειμενικής προσεγγίσεως (απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2023, Provident Polska, C‑321/22, EU:C:2023:911, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, η κατάσταση στην οποία τελεί ο ένας από τους συμβαλλόμενους δεν μπορεί να θεωρηθεί ως το αποφασιστικό κριτήριο για τη μελλοντική τύχη της συμβάσεως (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, Pereničová και Perenič, C‑453/10, EU:C:2012:144, σκέψη 32).
59 Επομένως, τίθεται το ζήτημα αν η λύση που εκτίθεται στις σκέψεις 49 και 50 της παρούσας αποφάσεως είναι σύμφωνη με το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερη ημιπερίοδος, της οδηγίας αυτής, όπως έχει ερμηνευθεί στη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 53 έως 58 της παρούσας αποφάσεως.
60 Το αιτούν δικαστήριο κλίνει προς την άποψη ότι τούτο ισχύει στο μέτρο που, εν προκειμένω, η καταχρηστική ρήτρα σχετικά με τον συναλλαγματικό κίνδυνο απλώς εξαλείφεται, κατά την άποψή του, από την επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως, οπότε η ρήτρα αυτή δεν συνεπάγεται πλέον καμία υποχρέωση για τους δύο καταναλωτές. Επομένως, η σύμβαση θα μπορούσε «να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερη ημιπερίοδος, της οδηγίας 93/13, μέσω του μηχανισμού μετατροπής που προβλέπεται στους νόμους DH1 και DH2 και, ως εκ τούτου, να «εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.
61 Εντούτοις, μια τέτοια προσαρμογή του εθνικού δικαίου δεν αρκεί, αφ’ εαυτής, για να γίνει δεκτό ότι μια σύμβαση μπορεί «να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερη ημιπερίοδος, της οδηγίας 93/13.
62 Προς τούτο, πρέπει, πράγματι, να αποδειχθεί ότι τοιαύτη διατήρηση της οικείας συμβάσεως είναι νομικώς δυνατή και ότι δεν συνεπάγεται άλλη τροποποίηση πλην εκείνης που προκύπτει από την ακύρωση των ρητρών αυτών, όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 56 και 58 της παρούσας αποφάσεως, ειδάλλως η διατήρηση σε ισχύ της συμβάσεως θα ήταν αντίθετη προς την ως άνω διάταξη.
63 Πάντως, οσάκις, όπως εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο έχει ήδη διαπιστώσει ότι ρήτρα περί συναλλαγματικού κινδύνου καθορίζει το κύριο αντικείμενο της επίμαχης στην κύρια δίκη συμβάσεως και ότι η ακύρωσή της θα συνεπαγόταν την ακυρότητα της συμβάσεως, η διατήρηση σε ισχύ της συμβάσεως δεν είναι νομικώς δυνατή, όπερ εναπόκειται πάντως στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει (πρβλ. αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2019, GT, C‑38/17, EU:C:2019:461, σκέψη 43, και της 14ης Μαρτίου 2019, Dunai, C‑118/17, EU:C:2019:207, σκέψη 52).
64 Προσέτι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο εθνικός δικαστής δεν μπορεί να θεραπεύσει την ακυρότητα συμβάσεως λόγω του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας περιλαμβανόμενης σε αυτήν, αναγνωρίζοντας το κύρος της εν λόγω συμβάσεως και τροποποιώντας συγχρόνως το νόμισμα της συμβάσεως. Τοιαύτη παρέμβαση του δικαστή θα ισοδυναμούσε, εν τέλει, με αναθεώρηση του περιεχομένου της ρήτρας (απόφαση της 27ης Απριλίου 2023, AxFina Hungary, C‑705/21, EU:C:2023:352, σκέψη 41).
65 Αντιθέτως, όμως, προς ό,τι αφήνει να εννοηθεί το αιτούν δικαστήριο, η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται από τις συμπληρωματικές διευκρινίσεις, όπως συνοψίζονται στις σκέψεις 49 και 50 της παρούσας αποφάσεως, τις οποίες παρέσχε όσον αφορά τυχόν «αναγνώριση του κύρους», όπως προτίθεται να την εφαρμόσει και η οποία, όπως αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, μπορεί, ενδεχομένως, να υποκαταστήσει μια «δήλωση σύμφωνα με την οποία η σύμβαση παράγει αποτελέσματα μέχρι την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως [περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας]».
66 Πράγματι, δεδομένου ότι μια τέτοια λύση έχει εν τέλει ως συνέπεια, σύμφωνα με τις πρόσθετες αυτές διευκρινίσεις, το πιστωτικό ίδρυμα να φέρει πλέον τον συναλλαγματικό κίνδυνο και τις οικονομικές του συνέπειες, οι οποίες βάρυναν αρχικώς τους ενδιαφερόμενους καταναλωτές κατ’ εφαρμογήν της ρήτρας περί συναλλαγματικού κινδύνου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι εν λόγω συνέπειες συνεπάγονται κατ’ ανάγκην τροποποίηση της συγκεκριμένης ρήτρας.
67 Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η επίμαχη σύμβαση μπορεί «να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερη ημιπερίοδος, της οδηγίας 93/13.
68 Βεβαίως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 δεν αντιτίθεται, στην περίπτωση αυτήν, στην ακύρωση από το εθνικό δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή των αρχών του δικαίου των συμβάσεων, της καταχρηστικής ρήτρας συμβάσεως και στην υποκατάστασή της με εθνική διάταξη η οποία είναι ενδοτικού δικαίου ή είναι εφαρμοστέα σε περίπτωση συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών αυτής σε περιπτώσεις στις οποίες η ακύρωση της καταχρηστικής αυτής ρήτρας θα υποχρέωνε το εθνικό δικαστήριο να ακυρώσει τη σύμβαση στο σύνολό της, εκθέτοντας τοιουτοτρόπως τον καταναλωτή σε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες, με αποτέλεσμα η ενέργεια αυτή να λειτουργεί ως τιμωρία του (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Abanca Corporación Bancaria και Bankia, C‑70/17 και C‑179/17, EU:C:2019:250, σκέψεις 56, 59 και 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
69 Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι, για την εκτίμηση των συνεπειών επί της καταστάσεως του καταναλωτή που προκαλούνται από την ακύρωση συμβάσεως στο σύνολό της, όπως αυτές εξετάσθηκαν στη νομολογία αυτή, η βούληση που εξέφρασε συναφώς ο καταναλωτής έχει καθοριστική σημασία [απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2022, D.B.P. κ.λπ. (Ενυπόθηκο δάνειο σε ξένο νόμισμα), C‑80/21 έως C‑82/21, EU:C:2022:646, σκέψη 74 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
70 Εν προκειμένω, και μάλιστα ανεξαρτήτως της υπάρξεως ή μη στο ουγγρικό δίκαιο διατάξεως ενδοτικού δικαίου ή διατάξεως εφαρμοστέας επί της οικείας συμβάσεως όταν υφίσταται σχετική συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, κατά την έννοια της εν λόγω νομολογίας, οι δύο καταναλωτές εξέφρασαν σαφώς, τόσο ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου όσο και με τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου, την επιθυμία τους να ακυρωθεί η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως στο σύνολό της. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν πληρούται εν προκειμένω κατά τα φαινόμενα η προϋπόθεση κατά την οποία η ακύρωση της συμβάσεως στο σύνολό της πρέπει να εκθέτει τους οικείους καταναλωτές σε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες, προϋπόθεση της οποίας η συνδρομή είναι αναγκαία προκειμένου να επιτραπεί στο εθνικό δικαστήριο να αντικαταστήσει την ακυρωθείσα καταχρηστική ρήτρα με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου ή διάταξη εφαρμοστέα σε περίπτωση συμφωνίας των συμβαλλομένων μερών στην εν λόγω σύμβαση [πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2022, D.B. P. κ.λπ. (Ενυπόθηκο δάνειο σε ξένο νόμισμα), C‑80/21 έως C‑82/21, EU:C:2022:646, σκέψη 78].
71 Δεύτερον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να προβλέπουν με νομοθετική ρύθμιση την παύση της χρήσεως καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από επαγγελματία με καταναλωτές, διαφυλάσσοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το κύρος των συμβάσεων αυτών, υπό την επιφύλαξη ότι ο εθνικός νομοθέτης τηρεί, στο πλαίσιο αυτό, τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2019, Dunai, C‑118/17, EU:C:2019:207, σκέψεις 40 και 42, και της 29ης Απριλίου 2021, Bank BPH, C‑19/20, EU:C:2021:341, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
72 Εντούτοις, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν φαίνεται να προκύπτει ότι υφίσταται, εν προκειμένω, τοιαύτη νομοθεσία όσον αφορά τη ρήτρα συναλλαγματικού κινδύνου, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει, στο πλαίσιο αυτό, μόνο σε εθνικές νομοθεσίες οι οποίες αφορούν ρήτρες σχετικές με τη διαφορά συναλλαγματικής ισοτιμίας οι οποίες αποσκοπούν στην «απαλλαγή των καταναλωτών από την υποχρέωση να φέρουν, για μεγάλο αριθμό έγκυρων συμβάσεων, τον συναλλαγματικό κίνδυνο για το μέλλον».
73 Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ύπαρξη νομοθεσίας για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που συνδέονται με τις ρήτρες οι οποίες αφορούν τη διαφορά συναλλαγματικής ισοτιμίας δεν θίγει τον έλεγχο που πρέπει να διενεργείται, υπό το πρίσμα της οδηγίας 93/13, επί άλλων ρητρών των οικείων συμβάσεων, όπως είναι οι σχετικές με τον συναλλαγματικό κίνδυνο (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2019, Dunai, C‑118/17, EU:C:2019:207, σκέψη 46, και της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, OTP Jelzálogbank κ.λπ., C‑932/19, EU:C:2021:673, σκέψη 45).
Επί των συνεπειών που πρέπει να συναχθούν εκ του λόγου ότι η σύμβαση δεν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες
74 Όσον αφορά τις συνέπειες εκ της διαπιστώσεως ότι σύμβαση περιλαμβάνουσα καταχρηστική ρήτρα δεν μπορεί να υπάρξει και χωρίς την εν λόγω ρήτρα, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερη ημιπερίοδος, της οδηγίας 93/13, υπενθυμίζεται ότι είναι αληθές ότι η οδηγία 93/13 δεν ρυθμίζει ρητώς τις συνέπειες εκ της ακυρότητας συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή μετά την ακύρωση των καταχρηστικών ρητρών που αυτή περιέχει. Ως εκ τούτου, εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν τις συνέπειες εκ της ανωτέρω διαπιστώσεως, εξυπακουομένου ότι οι κανόνες τους οποίους θεσπίζουν προς τούτο πρέπει να είναι συμβατοί με το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, με τους σκοπούς που επιδιώκει η εν λόγω οδηγία [απόφαση της 15ης Ιουνίου 2023, Bank M. (Συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης), C‑520/21, EU:C:2023:478, σκέψη 64].
75 Εντούτοις, στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο υπενθύμισε επίσης το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που πρέπει να έχει η πλήρης απαγόρευση εφαρμογής καταχρηστικών ρητρών στους καταναλωτές, αυτή δε η πλήρης απαγόρευση εφαρμογής πρέπει να συνεπάγεται το δικαίωμα του καταναλωτή να του επιστραφεί το όφελος που αποκόμισε αχρεωστήτως ο οικείος επαγγελματίας βάσει των ρητρών αυτών. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, στο μέτρο που η απουσία ενός τέτοιου αποτελέσματος επιστροφής του οφέλους θα μπορούσε να διακυβεύσει το ως άνω αποτρεπτικό αποτέλεσμα, πρέπει να αναγνωρίζεται παρόμοιο αποτέλεσμα επιστροφής του οφέλους όταν ο καταχρηστικός χαρακτήρας ρητρών σύμβασης συναφθείσας μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία συνεπάγεται όχι μόνον την ακυρότητα των ρητρών αυτών, αλλά και την ακυρότητα της συμβάσεως στο σύνολό της [απόφαση της 15ης Ιουνίου 2023, Bank M. (Συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης), C‑520/21, EU:C:2023:478, σκέψεις 65 και 66].
76 Επομένως, η συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης εθνικών κανόνων που διέπουν τις πρακτικές συνέπειες της ακυρότητας συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου λόγω της υπάρξεως καταχρηστικών ρητρών εξαρτάται από το αν οι κανόνες αυτοί, αφενός, καθιστούν δυνατή την αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής καταστάσεως στην οποία θα τελούσε ο καταναλωτής αν δεν είχε συναφθεί η σύμβαση αυτή και, αφετέρου, από το αν δεν διακυβεύουν το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που επιδιώκει η οδηγία 93/13 [απόφαση της 15ης Ιουνίου 2023, Bank M. (Συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης), C‑520/21, EU:C:2023:478, σκέψη 68].
77 Προς τον σκοπό της αποκαταστάσεως της νομικής και πραγματικής καταστάσεως στην περίπτωση συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, αφενός, οι καταναλωτές πρέπει να δικαιούνται, τουλάχιστον, την επιστροφή των μηνιαίων δόσεων και των εξόδων που κατέβαλαν για την εκτέλεση της συμβάσεως αυτής, καθώς και την καταβολή νόμιμων τόκων υπερημερίας από την ημερομηνία οχλήσεως [πρβλ. όσον αφορά σύμβαση ενυπόθηκου δανείου, απόφαση της 15ης Ιουνίου 2023, Bank M. (Συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης), C‑520/21, EU:C:2023:478, σκέψη 74].
78 Επομένως, δεν αρκεί, εν προκειμένω, να επιστραφούν στους δύο καταναλωτές μόνον τα ποσά που έλαβε το οικείο πιστωτικό ίδρυμα βάσει της ρήτρας περί συναλλαγματικού κινδύνου, όπως προτείνει το αιτούν δικαστήριο, δεδομένου ότι οι καταναλωτές αυτοί πρέπει, αντιθέτως, να δικαιούνται την επιστροφή του συνόλου των μηνιαίων δόσεων και εξόδων που καταβλήθηκαν βάσει της επίμαχης στην κύρια δίκη συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως.
79 Όσον αφορά, αφετέρου, τον οικείο επαγγελματία, ήτοι, εν προκειμένω, το πιστωτικό ίδρυμα, δεν μπορεί να του αναγνωρισθεί το δικαίωμα να ζητήσει από τους καταναλωτές αποζημίωση επιπλέον της επιστροφής του αγαθού που τέθηκε στη διάθεσή τους προς εκτέλεση της συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως ή επιπλέον της επιστροφής της αντίστοιχης αξίας καθώς και, ενδεχομένως, την καταβολή τόκων υπερημερίας. Πράγματι, η παροχή στο πιστωτικό ίδρυμα ενός τέτοιου δικαιώματος και, ως εκ τούτου, του δικαιώματος να λάβει αμοιβή για τη χρήση του αγαθού αυτού από τους εν λόγω καταναλωτές θα συνέβαλλε στην εξάλειψη του αποτρεπτικού αποτελέσματος που έχει για τους επαγγελματίες η ακύρωση της εν λόγω συμβάσεως [πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουνίου 2023, Bank M. (Συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης), C‑520/21, EU:C:2023:478, σκέψεις 76 και 78].
80 Η ερμηνεία αυτή δεν αναιρείται από την ανάγκη, την οποία αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, να διασφαλισθεί ότι η «επιβληθείσα κύρωση είναι […] αναλογική». Πράγματι, αφενός, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η κήρυξη ως άκυρης συμβάσεως λόγω της διαπιστώσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα μίας εκ των ρητρών της δεν συνιστά κύρωση προβλεπόμενη από την οδηγία 93/13 (διάταξη της 30ής Μαΐου 2024, Deutsche Bank Polska, C‑325/23, EU:C:2024:453, σκέψη 74 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
81 Αφετέρου, μολονότι ο σκοπός της επαναφοράς, από νομικής και πραγματικής απόψεως, της καταστάσεως στην οποία θα τελούσε ο καταναλωτής αν δεν υπήρχε η καταχρηστική ρήτρα στη σύμβαση την οποία αυτός συνήψε πρέπει να επιδιώκεται τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, εντούτοις η αρχή αυτή μπορεί να αποκλείσει τη διαπίστωση περί της ακυρότητας της συμβάσεως στο σύνολό της μόνον αν ο καθορισμός, βάσει αντικειμενικής προσεγγίσεως, των συνεπειών που πρέπει να συναχθούν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, από τη διαπίστωση της καταχρηστικότητας ρήτρας όσον αφορά τη διατήρηση ή μη διατήρηση σε ισχύ της συμβάσεως στην οποία η εν λόγω ρήτρα εντάσσεται καταλείπει ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως ή ερμηνείας στο εθνικό δικαστήριο (πρβλ. απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2023, Provident Polska, C‑321/22, EU:C:2023:911, σκέψεις 85 και 86).
82 Ωστόσο, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, αποκλείεται η ύπαρξη τέτοιου περιθωρίου, όπως προκύπτει από τη σκέψη 67 της παρούσας αποφάσεως.
83 Στο μέτρο που το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι αδυνατεί, βάσει του εσωτερικού του δικαίου, να προβεί σε επαναφορά των πραγμάτων στη νομική και πραγματική κατάσταση στην οποία θα τελούσαν οι οικείοι καταναλωτές αν δεν είχε συναφθεί η σύμβαση, εκτός αν προβεί σε contra legem ερμηνεία του δικαίου αυτού, υπενθυμίζεται ότι, όταν η νομολογία του Δικαστηρίου έχει παράσχει σαφή απάντηση σε ερώτημα περί της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η ερμηνεία αυτή θα εφαρμοσθεί (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2022, Grossmania, C‑177/20, EU:C:2022:175, σκέψη 42).
84 Πάντως, όσον αφορά, εν προκειμένω, τις διατάξεις οδηγίας, είναι αληθές ότι οι διατάξεις αυτές δεν μπορούν, αυτές καθ’ εαυτές, να δημιουργήσουν υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και, επομένως, δεν χωρεί επίκλησή τους κατ’ αυτού ενώπιον εθνικού δικαστηρίου (απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2022, Thelen Technopark Berlin, C‑261/20, EU:C:2022:33, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
85 Τούτου λεχθέντος, η αρχή της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου είναι εγγενής στο σύστημα των Συνθηκών, καθόσον παρέχει στα εθνικά δικαστήρια τη δυνατότητα να διασφαλίζουν, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης οσάκις αποφαίνονται επί των διαφορών των οποίων έχουν επιληφθεί [απόφαση της 9ης Απριλίου 2024, Profi Credit Polska (Επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με τελεσίδικη απόφαση), C‑582/21, EU:C:2024:282, σκέψη 61].
86 Συναφώς, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι εθνικό δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται διαφοράς ανακύπτουσας αποκλειστικώς μεταξύ ιδιωτών υποχρεούται, όταν εφαρμόζει τις διατάξεις του εσωτερικού του δικαίου που θεσπίσθηκαν προς μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των υποχρεώσεων που προβλέπει οδηγία, να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των κανόνων του εθνικού δικαίου και να τους ερμηνεύει, στο μέτρο του δυνατού, υπό το πρίσμα του γράμματος και του σκοπού της οδηγίας προκειμένου να καταλήξει σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που αυτή επιδιώκει (απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2022, Thelen Technopark Berlin, C‑261/20, EU:C:2022:33, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
87 Βεβαίως, η αρχή της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου υπόκειται σε ορισμένα όρια. Συγκεκριμένα, η υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να ανατρέχει στο περιεχόμενο της οδηγίας όταν ερμηνεύει και εφαρμόζει τους σχετικούς κανόνες του εθνικού του δικαίου οριοθετείται από τις γενικές αρχές του δικαίου και δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου (απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai, C‑26/13, EU:C:2014:282, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
88 Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι η υποχρέωση σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να μεταβάλουν, εφόσον τούτο παρίσταται αναγκαίο, μια πάγια νομολογία εάν αυτή στηρίζεται σε ερμηνεία του εσωτερικού τους δικαίου μη συμβατή προς τους σκοπούς μιας οδηγίας και να μην ακολουθούν, αυτεπαγγέλτως, κάθε εκ μέρους ανώτερου δικαστηρίου ερμηνεία που τους επιβάλλεται βάσει του δικαίου αυτού, εφόσον η ερμηνεία αυτή δεν συνάδει προς την οδηγία αυτή (πρβλ. απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Popławski, C‑573/17, EU:C:2019:530, σκέψη 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
89 Ως εκ τούτου, δεν θα ήταν ορθή η κρίση εθνικού δικαστηρίου ότι αδυνατεί να ερμηνεύσει διάταξη του εθνικού δικαίου σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης για τον λόγο και μόνον ότι η διάταξη αυτή έχει ερμηνευθεί παγίως κατά τρόπο μη συνάδοντα προς το δίκαιο αυτό (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Popławski, C‑573/17, EU:C:2019:530, σκέψη 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
90 Εντούτοις, σε περίπτωση που αποδειχθεί τοιαύτη αδυναμία, οι δύο καταναλωτές θα πρέπει, ως ζημιωθέντες λόγω της μη συμβατότητας του εθνικού δικαίου προς το δίκαιο της Ένωσης, να μπορούν να επικαλεσθούν τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1991, Francovich κ.λπ. (C‑6/90 και C‑9/90, EU:C:1991:428), προκειμένου να επιτύχουν, ενδεχομένως, την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2022, Thelen Technopark Berlin, C‑261/20, EU:C:2022:33, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
91 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, σε συνδυασμό με το άρθρο της 7 παράγραφος 1, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει να γίνει δεκτό ότι σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως συνομολογηθείσα σε ξένο νόμισμα, η οποία πάσχει ακυρότητα κατόπιν ακυρώσεως, ως καταχρηστικής, ρήτρας η οποία μετακυλίει στον καταναλωτή τον συναλλαγματικό κίνδυνο που συνδέεται με το ξένο αυτό νόμισμα, μπορεί να «υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες», κατά την έννοια της πρώτης από τις διατάξεις αυτές, οσάκις η εν λόγω σύμβαση διέπεται από εθνική νομοθεσία η οποία, ως έννομη συνέπεια της ακυρότητας μιας τέτοιας συμβάσεως, επιβάλλει την πλήρη απαλλαγή του καταναλωτή από τα ζημιογόνα αποτελέσματα μόνον της καταχρηστικής ρήτρας και, συγχρόνως, προβλέπει τη διατήρηση του κύρους και του δεσμευτικού χαρακτήρα των λοιπών στοιχείων της συμβάσεως. Εν τοιαύτη περιπτώσει, δεδομένου ότι η σύμβαση δεν μπορεί να εξακολουθήσει να ισχύει χωρίς την εν λόγω ρήτρα, οι ανωτέρω διατάξεις επιβάλλουν την επαναφορά της νομικής και της πραγματικής καταστάσεως στην οποία θα τελούσε ο εν λόγω καταναλωτής αν δεν είχε συναφθεί η σύμβαση.
Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος
92 Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν η οδηγία 93/13 επιτρέπει σε εθνικό δικαστήριο να μην εφαρμόσει εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει, όσον αφορά τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μισθώσεως που έχουν συνομολογηθεί σε ξένο νόμισμα και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, ότι το ποσό της οικείας πιστώσεως μετατρέπεται σε εθνικό νόμισμα από ημερομηνία καθοριζόμενη από την εν λόγω νομοθεσία, με σκοπό την απαλλαγή, για το μέλλον, των καταναλωτών οι οποίοι συνήψαν τέτοιες συμβάσεις από τις οικονομικές συνέπειες που συνδέονται με την περιλαμβανόμενη στις συμβάσεις αυτές ρήτρα περί συναλλαγματικού κινδύνου, ανεξαρτήτως του αν οι συμβάσεις είναι έγκυρες ή όχι, οσάκις η συγκεκριμένη νομοθεσία μετακυλίει κατ’ αποτέλεσμα ένα μέρος του συναλλαγματικού κινδύνου στους καταναλωτές.
93 Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι, λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.
Επί των δικαστικών εξόδων
94 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, σε συνδυασμό με το άρθρο της 7, παράγραφος 1,
έχει την έννοια ότι:
δεν επιτρέπει να γίνει δεκτό ότι σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως συνομολογηθείσα σε ξένο νόμισμα, η οποία πάσχει ακυρότητα κατόπιν ακυρώσεως, ως καταχρηστικής, ρήτρας η οποία μετακυλίει στον καταναλωτή τον συναλλαγματικό κίνδυνο που συνδέεται με το ξένο αυτό νόμισμα, μπορεί να «υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες», κατά την έννοια της πρώτης από τις διατάξεις αυτές, οσάκις η εν λόγω σύμβαση διέπεται από εθνική νομοθεσία η οποία, ως έννομη συνέπεια της ακυρότητας μιας τέτοιας συμβάσεως, επιβάλλει την πλήρη απαλλαγή του καταναλωτή από τα ζημιογόνα αποτελέσματα μόνον της καταχρηστικής ρήτρας και, συγχρόνως, προβλέπει τη διατήρηση του κύρους και του δεσμευτικού χαρακτήρα των λοιπών στοιχείων της συμβάσεως. Εν τοιαύτη περιπτώσει, δεδομένου ότι η σύμβαση δεν μπορεί να εξακολουθήσει να ισχύει χωρίς την εν λόγω ρήτρα, οι ανωτέρω διατάξεις επιβάλλουν την επαναφορά της νομικής και της πραγματικής καταστάσεως στην οποία θα τελούσε ο εν λόγω καταναλωτής αν δεν είχε συναφθεί η σύμβαση.
(υπογραφές)