ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (Δέκατο Τμήμα)
15 Μαΐου 2025 ( * )
«Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 79/7/ΕΟΚ – Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης – Άρθρο 4(1) και (2) – Άρθρο 7(1) – Εθνική νομοθεσία που προβλέπει τη χορήγηση συμπληρώματος σύνταξης σε γυναίκες που λαμβάνουν ανταποδοτική σύνταξη γήρατος και έχουν ένα ή περισσότερα βιολογικά ή υιοθετημένα παιδιά – Δυνατότητα χορήγησης του συμπληρώματος αυτού σε άνδρες υπό πρόσθετες προϋποθέσεις – Άμεση διάκριση λόγω φύλου – Άρθρο 23 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Μέτρα θετικής δράσης»
Στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑623/23 [Melbán] i και C‑626/23 [Sergamo] ( i ),
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΔΥΟ ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 267 ΣΛΕΕ, Η ΠΡΩΤΗ ΑΠΟ ΤΟ JUZGADÓ DE LO SOCIAL NO. 3 DE PAMPLONA (ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΡΙΘ. 3 ΤΗΣ ΠΑΜΠΛΟΝΑΣ, ΙΣΠΑΝΙΑ), ΚΑΙ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΜΑΔΡΙΤΗΣ (ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΜΑΔΡΙΤΗΣ, ΙΣΠΑΝΙΑ), ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ 21ΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2023 ΚΑΙ ΤΗΣ 13ΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2023, ΠΟΥ ΠΑΡΑΛΑΒΗΚΑΝ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΣΤΙΣ 6 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2023 ΚΑΙ 12 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2023, ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ, ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΙΑΣ
UV (C‑623/23),
XXX (C‑626/23)
κατά
Εθνικό Ινστιτούτο Κοινωνικής Ασφάλισης (INSS),
παρουσία:
OP (C-623/23),
Υπουργείο Οικονομικών (C-623/23),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (Δέκατο Τμήμα),
αποτελούμενο από τον κ. Δ. Γρατσία, Πρόεδρο του Επιμελητηρίου, τον ΜΜ. Ε. Ρίγκαν και Β. Σμούλντερς (εισηγητές), δικαστές,
Γενικός Εισαγγελέας: κ. R. Norkus,
υπάλληλος: κ. A. Calot Escobar,
λαμβάνοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν:
– για το Instituto Nacional de la Seguridad Social (INSS), από την κα A. Álvarez Moreno και τον κ. A. R. Trillo García, ως letrados,
– για την Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Morales Puerta,
– για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους I. Galindo Martín και E. Schmidt,
έχοντας υπόψη την απόφαση που ελήφθη, μετά από ακρόαση του Γενικού Εισαγγελέα, να εκδικαστεί η υπόθεση χωρίς συμπεράσματα,
κάνει το παρόν
Στάση
1 Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, για την προοδευτική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001 1979, σ. 24), καθώς και των άρθρων 20, 21, 23 και του άρθρου 34, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).
2 Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δύο διαφορών μεταξύ, αφενός, του UV (C‑623/23), πατέρα δύο παιδιών, και, αφετέρου, του XXX (C‑626/23), πατέρα τριών παιδιών, και του Instituto Nacional de la Seguridad Social (INSS) (Εθνικού Ιδρύματος Κοινωνικής Ασφάλισης, Ισπανία) σχετικά με την άρνηση του τελευταίου να τους χορηγήσει συμπλήρωμα σύνταξης (στο εξής: το επίμαχο συμπλήρωμα σύνταξης), το οποίο προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία προς όφελος γυναικών και ανδρών που έχουν αποκτήσει ένα ή περισσότερα παιδιά, η χορήγηση του οποίου σε άνδρες υπόκειται σε πρόσθετες προϋποθέσεις.
δίκαιο της Ένωσης
3 Το άρθρο 1 της οδηγίας 79/7 ορίζει:
«Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην προοδευτική εφαρμογή, στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης και άλλων στοιχείων κοινωνικής προστασίας που προβλέπονται στο άρθρο 3, της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης, εφεξής καλούμενης «αρχή της ίσης μεταχείρισης».»
4 Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:
«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στον ενεργό πληθυσμό, συμπεριλαμβανομένων των αυτοαπασχολούμενων εργαζομένων, των εργαζομένων των οποίων η δραστηριότητα διακόπτεται λόγω ασθένειας, ατυχήματος ή ακούσιας ανεργίας και των ατόμων που αναζητούν εργασία, καθώς και των συνταξιούχων εργαζομένων και των εργαζομένων με αναπηρία.»
5 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:
«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε:
(α) σε νομικά καθεστώτα που παρέχουν προστασία έναντι των ακόλουθων κινδύνων:
– ασθένεια,
– αναπηρία,
– γήρας,
– εργατικό ατύχημα και επαγγελματική ασθένεια,
– ανεργία;
[…] »
6 Το άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας έχει ως εξής:
«1. Η αρχή της ίσης μεταχείρισης συνεπάγεται την απουσία οποιασδήποτε διάκρισης λόγω φύλου, είτε άμεσα είτε έμμεσα, με αναφορά, ιδίως, στην οικογενειακή κατάσταση, ιδίως όσον αφορά:
– το πεδίο εφαρμογής των προγραμμάτων και οι όροι πρόσβασης στα προγράμματα,
– η υποχρέωση καταβολής εισφορών και ο υπολογισμός των εισφορών,
– τον υπολογισμό των παροχών, συμπεριλαμβανομένων των αυξήσεων που οφείλονται σε συζύγους και εξαρτώμενα μέλη, και τους όρους για τη διάρκεια και τη διατήρηση του δικαιώματος σε παροχές.
2. Η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν αποκλείει διατάξεις που αφορούν την προστασία των γυναικών λόγω μητρότητας. »
7 Σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 79/7:
«1. Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής της:
[…]
(β) τα επιδόματα που χορηγούνται στην ασφάλιση γήρατος σε άτομα που έχουν αναθρέψει παιδιά· η απόκτηση δικαιωμάτων σε παροχές μετά από περιόδους διακοπής της απασχόλησης λόγω της εκπαίδευσης των παιδιών·
[…]
2. Τα κράτη μέλη επανεξετάζουν περιοδικά τα θέματα που εξαιρούνται βάσει της παραγράφου 1, προκειμένου να επαληθεύουν, υπό το πρίσμα των σχετικών κοινωνικών εξελίξεων, κατά πόσον δικαιολογείται η διατήρηση των εν λόγω εξαιρέσεων. »
ισπανικό δίκαιο
8 Με τίτλο «Επίδομα μητρότητας στις ανταποδοτικές συντάξεις του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης», το άρθρο 60 του Ley General de la Seguridad Social (Γενικού Νόμου περί Κοινωνικής Ασφάλισης), όπως εγκρίθηκε με το Real Decreto Legislativo 8/2015 (Βασιλικό Νομοθετικό Διάταγμα 8/2015), της 30ής Οκτωβρίου 2015 (BOE αριθ. 261 , της 31ης Οκτωβρίου 2015, σ. 103291) (εφεξής «πρώην LGSS»), όριζε, στην παράγραφο 1:
«Λαμβάνοντας υπόψη τη δημογραφική τους συμβολή στην κοινωνική ασφάλιση, χορηγείται συμπλήρωμα σύνταξης σε γυναίκες που έχουν αποκτήσει βιολογικά ή υιοθετημένα παιδιά και οι οποίες λαμβάνουν ανταποδοτικές συντάξεις γήρατος, χηρείας ή μόνιμης αναπηρίας στο πλαίσιο οποιουδήποτε συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.»
Το ποσό αυτού του συμπληρώματος, το οποίο από κάθε άποψη έχει τη νομική φύση μιας ανταποδοτικής δημόσιας σύνταξης, προκύπτει από την εφαρμογή στο αρχικό ποσό των εν λόγω συντάξεων ενός καθορισμένου ποσοστού, το οποίο είναι συνάρτηση του αριθμού των παιδιών, σύμφωνα με την ακόλουθη κλίμακα:
(α) σε περίπτωση δύο παιδιών: 5 τοις εκατό·
(β) σε περίπτωση τριών παιδιών: 10 τοις εκατό·
(γ) σε περίπτωση τεσσάρων ή περισσότερων παιδιών: 15 τοις εκατό.
[…] »
9 Μετά την υιοθέτηση του Βασιλικού Διατάγματος 3/2021, por el que se adoptan medidas para la reducucción de la brechá de género y otras materias en los ámbitos de la Seguridad Social y économique (Βασιλικό Διάταγμα-Νόμος 3/20, μειώνοντας τα μέτρα 3/20 στους τομείς της κοινωνικής ασφάλισης και της οικονομίας), της 2ας Φεβρουαρίου 2021 (BOE No. 29 , of 3 February 2021, p. 12268) (εφεξής «Βασιλικό Διάταγμα-Νόμος 3/2021»), τροποποιήθηκε το πρώην LGSS (εφεξής «τροποποιημένο LGSS»). Το άρθρο 60 του τροποποιημένου LGSS, με τίτλο «Συμπλήρωμα στις ανταποδοτικές συντάξεις με σκοπό τη μείωση του χάσματος μεταξύ ανδρών και γυναικών», ορίζει τα εξής:
«1. Οι γυναίκες που έχουν αποκτήσει ένα ή περισσότερα παιδιά και λαμβάνουν ανταποδοτική σύνταξη γήρατος, μόνιμης αναπηρίας ή χηρείας δικαιούνται συμπλήρωμα για κάθε παιδί, λόγω της γενικής επίπτωσης που έχει το χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών στο ποσό των ανταποδοτικών συντάξεων κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλονται στις γυναίκες. Το δικαίωμα στο συμπλήρωμα για κάθε παιδί χορηγείται ή διατηρείται σε σχέση με τη γυναίκα, υπό την προϋπόθεση ότι το συμπλήρωμα δεν ζητείται από τον άλλο γονέα και χορηγείται σε αυτήν, και εάν ο τελευταίος είναι επίσης γυναίκα, το συμπλήρωμα χορηγείται σε αυτήν που λαμβάνει τη δημόσια σύνταξη με το χαμηλότερο ποσό.»
Για να είναι οι άνδρες επιλέξιμοι για το συμπλήρωμα, πρέπει να πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) ο ενδιαφερόμενος δικαιούται σύνταξη χηρείας λόγω θανάτου του άλλου γονέα για τα κοινά τέκνα, υπό την προϋπόθεση ότι ένα από αυτά τα παιδιά δικαιούται σύνταξη ορφανού τέκνου·
(β) το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δικαιούται ανταποδοτικής σύνταξης γήρατος ή μόνιμης αναπηρίας και πρέπει να έχει διακόψει την επαγγελματική του σταδιοδρομία ή να έχει διακοπεί ή επηρεαστεί από γέννηση ή υιοθεσία, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
1) για παιδιά που γεννήθηκαν ή υιοθετήθηκαν έως τις 31 Δεκεμβρίου 1994, τα οποία δεν έχουν καταβάλει εισφορές για περισσότερες από 120 ημέρες μεταξύ των εννέα μηνών που προηγούνται της γέννησης και των τριών ετών που ακολουθούν τη γέννηση ή, σε περίπτωση υιοθεσίας, μεταξύ της ημερομηνίας της δικαστικής απόφασης που διαπιστώνει την υιοθεσία και των τριών επόμενων ετών, υπό την προϋπόθεση ότι το άθροισμα των ποσών των αναγνωρισμένων συντάξεων είναι μικρότερο από το άθροισμα των συντάξεων στις οποίες δικαιούται η γυναίκα·
2) για παιδιά που γεννήθηκαν ή υιοθετήθηκαν την 1η Ιανουαρίου 1995 ή μετά, το άθροισμα των βάσεων εισφορών για τους 24 μήνες που έπονται της γέννησης ή της δικαστικής απόφασης που διαπιστώνει την υιοθεσία πρέπει να είναι κατά περισσότερο από 15% χαμηλότερο από εκείνο των 24 μηνών που προηγούνται αμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι το άθροισμα των ποσών των αναγνωρισμένων συντάξεων είναι μικρότερο από το άθροισμα των συντάξεων που δικαιούται η γυναίκα.
[…]
3) Εάν και οι δύο γονείς είναι άνδρες και πληρούν και οι δύο τις παραπάνω προϋποθέσεις, το συμπλήρωμα χορηγείται σε αυτόν που λαμβάνει τη χαμηλότερη δημόσια σύνταξη.
[…]
2. Η χορήγηση του συμπληρώματος στον δεύτερο γονέα έχει ως αποτέλεσμα την κατάργηση του συμπληρώματος που είχε ήδη χορηγηθεί στον πρώτο γονέα και παράγει οικονομικές επιπτώσεις την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται του μήνα της απόφασης […]
Πριν από τη λήψη της απόφασης για την παραχώρηση του δικαιώματος στον δεύτερο γονέα, ακούγεται ο γονέας που λαμβάνει το συμπλήρωμα.
3. Το παρόν συμπλήρωμα έχει από κάθε άποψη τη νομική φύση μιας ανταποδοτικής δημόσιας σύνταξης.
Το ποσό του επιδόματος ανά παιδί ορίζεται στον αντίστοιχο νόμο για τον γενικό κρατικό προϋπολογισμό. Το ποσό που θα ληφθεί περιορίζεται στο τετραπλάσιο του μηνιαίου ποσού που ορίζεται ανά παιδί και αυξάνεται στην αρχή κάθε έτους κατά το ίδιο ποσοστό με αυτό που προβλέπεται από τον αντίστοιχο νόμο για τον γενικό κρατικό προϋπολογισμό για τις ανταποδοτικές συντάξεις. »
10 Σύμφωνα με την τριακοστή έβδομη πρόσθετη διάταξη του τροποποιημένου LGSS, η οποία φέρει τον τίτλο «Διαχρονικό πεδίο εφαρμογής του συμπληρώματος στις ανταποδοτικές συντάξεις με σκοπό τη μείωση του χάσματος μεταξύ ανδρών και γυναικών»:
«1. Το δικαίωμα στο συμπλήρωμα των ανταποδοτικών συντάξεων, προκειμένου να μειωθεί το χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών, που προβλέπεται στο άρθρο 60, διατηρείται εφόσον το χάσμα μεταξύ των συντάξεων γήρατος ανδρών και γυναικών που αποκτήθηκαν κατά το προηγούμενο έτος είναι μεγαλύτερο από 5%.»
2. Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, η διαφορά μεταξύ των συντάξεων γήρατος ανδρών και γυναικών σημαίνει το ποσοστό που αντιπροσωπεύει τη διαφορά μεταξύ του μέσου ποσού των ανταποδοτικών συντάξεων γήρατος που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια ενός έτους από άνδρες και γυναίκες.
3. Προκειμένου να διασφαλιστεί η επάρκεια του διορθωτικού μέτρου που θεσπίστηκε για τη μείωση του χάσματος μεταξύ των συντάξεων ανδρών και γυναικών, η ισπανική κυβέρνηση οφείλει, στο πλαίσιο του κοινωνικού διαλόγου, να διενεργεί περιοδική αξιολόγηση, ανά πέντε έτη, των αποτελεσμάτων αυτού του μέτρου.
4. Όταν το χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών σε διάστημα ενός έτους είναι μικρότερο από 5%, η Κυβέρνηση θα υποβάλει στο [Cortes Generales (Ισπανικό Κοινοβούλιο)] νομοσχέδιο για την κατάργηση του Άρθρου 60, μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους. »
11 Η τριακοστή τρίτη μεταβατική διάταξη του τροποποιημένου LGSS, με τίτλο «Προσωρινή διατήρηση του επιδόματος μητρότητας στις ανταποδοτικές συντάξεις του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης», ορίζει:
«Τα άτομα που, κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της τροποποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 60, έλαβαν το επίδομα μητρότητας στο πλαίσιο της δημογραφικής εισφοράς, θα συνεχίσουν να το λαμβάνουν.»
Η λήψη αυτού του επιδόματος μητρότητας είναι ασυμβίβαστη με το συμπλήρωμα στις ανταποδοτικές συντάξεις, προκειμένου να μειωθεί το χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών, το οποίο θα μπορούσε να οφείλεται στη χορήγηση νέας δημόσιας σύνταξης, εφόσον τα ενδιαφερόμενα άτομα μπορούν να επιλέξουν τη μία ή την άλλη.
Εάν ο άλλος γονέας ενός από τα παιδιά που έχει χορηγήσει δικαίωμα στο επίδομα μητρότητας βάσει της δημογραφικής εισφοράς ζητήσει το συμπλήρωμα στις ανταποδοτικές συντάξεις προκειμένου να μειωθεί το χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών και δικαιούται να το λάβει, σύμφωνα με το άρθρο 60 του παρόντος νόμου […], το μηνιαίο ποσό που του χορηγείται αφαιρείται από το επίδομα μητρότητας που λαμβάνει […]”
12 Το άρθρο 3 του οργανικού νόμου 3/2007 για την αποτελεσματική ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών, της 22ας Μαρτίου 2007 (BOE αριθ. 71 της 23ης Μαρτίου 2007, σ. 12611), έχει ως εξής:
«Η αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ γυναικών και ανδρών συνεπάγεται την απουσία οποιασδήποτε άμεσης ή έμμεσης διάκρισης λόγω φύλου, ιδίως εκείνων που προκύπτουν από τη μητρότητα, την ανάληψη οικογενειακών υποχρεώσεων και την οικογενειακή κατάσταση.»
13 Το άρθρο 11 παράγραφος 1 του εν λόγω νόμου ορίζει:
«Προκειμένου να καταστεί αποτελεσματικό το συνταγματικό δικαίωμα στην ισότητα, οι δημόσιες αρχές θεσπίζουν συγκεκριμένα μέτρα υπέρ των γυναικών που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση προφανών καταστάσεων πραγματικής ανισότητας σε σύγκριση με τους άνδρες. Τα μέτρα αυτά, τα οποία εφαρμόζονται για όσο διάστημα διαρκούν αυτές οι καταστάσεις, πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι εύλογα και αναλογικά σε σχέση με τον επιδιωκόμενο στόχο.»
Οι κύριες διαφορές, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
Υπόθεση C-623/23
14 Ο UV, πατέρας δύο παιδιών, έλαβε σύνταξη γήρατος από το INSS ύψους 1.637,08 ευρώ μηνιαίως, με ισχύ από 1η Ιουλίου 2021 .
15 Στις 16 Ιουνίου 2022, το UV ζήτησε να επωφεληθεί το INSS, από την 1η Ιουλίου 2021 , από το συμπλήρωμα σύνταξης που αποσκοπεί στη μείωση του χάσματος μεταξύ ανδρών και γυναικών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 60 του τροποποιημένου LGSS.
16 Με απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2022, το INSS απέρριψε το αίτημα αυτό, κρίνοντας ότι το UV δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 60.
17 Επιπλέον, με απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2022, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 10 Δεκεμβρίου 2022, το INSS χορήγησε στη μητέρα των δύο εμπλεκομένων τέκνων σύνταξη πρόωρης συνταξιοδότησης ύψους 2.790,99 ευρώ μηνιαίως, προσαυξημένη κατά το επίμαχο επίδομα σύνταξης ύψους 56 ευρώ μηνιαίως.
18 Η UV άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως της 14ης Νοεμβρίου 2022 ενώπιον του Juzgado de lo Social No. 3 de Pamplona (Εργατικό Δικαστήριο Νο. 3 της Παμπλόνα, Ισπανία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C-623/23, υποστηρίζοντας ότι το άρθρο 60 του τροποποιημένου LGSS αντίκειται στην οδηγία 79/7, καθόσον εισάγει διακρίσεις λόγω φύλου.
19 Το INSS υπενθυμίζει ότι, με την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Instituto Nacional de la Seguridad Social (Συμπλήρωμα Συντάξεως για Μητέρες) (C‑450/18, EU:C:2019:1075), το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 60 του πρώην LGSS εισήγαγε διακρίσεις και θεωρεί ότι το άρθρο 60, το οποίο τροποποιήθηκε για να ληφθεί υπόψη η εν λόγω απόφαση, είναι πλέον σύμφωνο με τις απαιτήσεις της οδηγίας 79/7.
20 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, προκαταρκτικά, ότι το επίμαχο επίδομα σύνταξης προστίθεται στο ποσό της σύνταξης γήρατος, το οποίο υπολογίζεται βάσει των εισφορών που καταβάλλονται κατά τη διάρκεια του επαγγελματικού βίου, και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7, καθόσον αποτελεί μέρος ενός νομοθετικά προβλεπόμενου συστήματος προστασίας έναντι ενός από τους κινδύνους που απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.
21 Επισημαίνει περαιτέρω ότι, μολονότι ο UV είχε πράγματι αφιερωθεί στην εκπαίδευση των δύο παιδιών του, το INSS απέρριψε την αίτηση χορήγησης του επίμαχου συμπληρώματος σύνταξης με το σκεπτικό ότι η μη καταβολή εισφορών από τον UV στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης δεν θα είχε συμπληρώσει την ελάχιστη περίοδο που προβλέπεται για τους άνδρες στο άρθρο 60 του τροποποιημένου LGSS, δεδομένου ότι ο UV δεν είχε πράγματι παύσει να καταβάλλει εισφορές για περισσότερες από 120 ημέρες μεταξύ των εννέα μηνών που προηγήθηκαν της γέννησης και των τριών ετών που ακολούθησαν αυτήν.
22 Θεωρώντας, επομένως, ότι οφείλει να αποφανθεί επί του ζητήματος εάν το άρθρο 60 εισάγει διακρίσεις λόγω φύλου κατά παράβαση της οδηγίας 79/7, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, υπό το πρίσμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, το άρθρο 60 επιφυλάσσει λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση στους άνδρες από ό,τι στις γυναίκες, στο μέτρο που οι γυναίκες που λαμβάνουν σύνταξη γήρατος και έχουν αποκτήσει ένα ή περισσότερα παιδιά λαμβάνουν αυτομάτως το δικαίωμα στο επίμαχο συμπλήρωμα σύνταξης, ενώ οι άνδρες που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση πρέπει να πληρούν πρόσθετες προϋποθέσεις που αφορούν, ιδίως, την πραγματική διακοπή της σταδιοδρομίας τους και τις εισφορές τους στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.
23 Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, καταρχάς, αν μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση λόγω φύλου μπορεί να δικαιολογηθεί από το πασίγνωστο γεγονός ότι, στην Ισπανία, η εκπαίδευση των παιδιών παρέχεται κυρίως από γυναίκες, κάτι που απορρέει από ιστορικές και διαρθρωτικές διακρίσεις εις βάρος τους και έχει αρνητικές επιπτώσεις στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία και, ως εκ τούτου, στις συνεισφορές τους στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Το εν λόγω συμπλήρωμα σύνταξης, που προβλέπεται στο άρθρο 60 του τροποποιημένου LGSS, θα αποσκοπούσε επομένως στην αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους, όπως θα προέκυπτε από την αιτιολογική έκθεση του Βασιλικού Νομοθετικού Διατάγματος 3/2021.
24 Ωστόσο, το συμπλήρωμα αυτό θα χορηγείται αδιακρίτως σε όλες τις γυναίκες που έχουν αποκτήσει παιδιά, ανεξάρτητα από το αν έχουν πράγματι φροντίσει για την εκπαίδευση των παιδιών τους και ανεξάρτητα από το ποσό της σύνταξής τους, το οποίο θα μπορούσε να είναι υψηλότερο από το ποσό της μέσης σύνταξης ή ακόμη και να αντιστοιχεί στο μέγιστο ποσό συντάξεων που επιτρέπονται στην Ισπανία. Κατά το αιτούν δικαστήριο, επομένως, δεν φαίνεται ότι το μέτρο αυτό είναι πράγματι πιθανό να επιτύχει τον στόχο της μείωσης του χάσματος μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά τις συντάξεις γήρατος.
25 Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, ειδικότερα, αν, δεδομένης της ύπαρξης ενός τέτοιου κενού, η χορήγηση του επίμαχου συμπληρώματος σύνταξης μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο θετικής δράσης υπέρ των γυναικών.
26 Συναφώς, εγείρει το ενδεχόμενο το μέτρο που προβλέπεται στο άρθρο 60 του τροποποιημένου LGSS να εμπίπτει στα μέτρα που επιτρέπονται από το άρθρο 157, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ, υπό το πρίσμα, ιδίως, της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Instituto Nacional de la Seguridad Social (Συμπλήρωμα σύνταξης για μητέρες) (C‑450/18, EU:C:2019:1075), η οποία φαίνεται να το αποκλείει.
27 Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να θεωρηθεί ότι, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού που επιδιώκει το άρθρο 60 του τροποποιημένου LGSS, ο οποίος συνίσταται στην αντιστάθμιση των οικονομικών συνεπειών που προκαλούνται από την κατάσταση των γυναικών στην αγορά εργασίας, οι οποίες προκύπτουν από το γεγονός ότι ιστορικά έχουν αναλάβει πρωταρχικό ρόλο στην εκπαίδευση των παιδιών, οι άνδρες δεν βρίσκονται, στην πραγματικότητα, στην ίδια κατάσταση με τις γυναίκες, με αποτέλεσμα να αποκλείεται η ύπαρξη διακρίσεων μεταξύ τους.
28 Θεωρεί επίσης ότι το επίμαχο επίδομα σύνταξης που προβλέπεται στο άρθρο 60 δεν συνδέεται με την ειδική προστασία των γυναικών λόγω εγκυμοσύνης, τοκετού ή μητρότητας, επομένως δεν φαίνεται να εμπίπτει στην παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 79/7. Το ίδιο ισχύει και για την παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της εν λόγω οδηγίας, στο μέτρο που η χορήγηση του εν λόγω συμπληρώματος στις γυναίκες δεν θα εξαρτάται, ειδικά, από την εκπαίδευση των παιδιών τους.
29 Δεύτερον, εάν το άρθρο 60 του τροποποιημένου LGSS δεν ήταν σύμφωνο με την αρχή της ίσης μεταχείρισης, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ποιες θα ήταν οι συνέπειες της διαπίστωσης τέτοιας μη συμμόρφωσης με το άρθρο 60, το οποίο ορίζει ότι το επίμαχο συμπλήρωμα σύνταξης μπορεί να χορηγηθεί μόνο σε έναν γονέα, δηλαδή σε αυτόν του οποίου η ανταποδοτική σύνταξη είναι η χαμηλότερη.
30 Στην προκειμένη περίπτωση, η μητέρα των δύο εν λόγω παιδιών θα είχε ήδη λάβει το επίμαχο επίδομα. Συνεπώς, το INSS υποστήριξε ότι, σε περίπτωση που διαπιστωθεί διάκριση λόγω φύλου σύμφωνα με την οδηγία 79/7, η χορήγηση του εν λόγω συμπληρώματος σύνταξης υπέρ του πατέρα θα πρέπει να οδηγήσει στην παύση της καταβολής αυτού του συμπληρώματος που καταβαλλόταν προηγουμένως στη μητέρα, με το σκεπτικό ότι το ποσό της ανταποδοτικής σύνταξής της θα ήταν υψηλότερο από αυτό της σύνταξης του πατέρα.
31 Το αιτούν δικαστήριο, το οποίο αναφέρει ότι η μητέρα κλήθηκε να παραστεί ως παρεμβαίνουσα παρόλο που δεν εμφανίστηκε στη δίκη, είναι ωστόσο της άποψης ότι το γεγονός ότι αναγνωρίζεται αυτό το συμπλήρωμα μόνο στον συνταξιούχο που λαμβάνει τη σύνταξη με το χαμηλότερο ποσό θα ήταν τέτοιο ώστε να στερήσει κάθε χρήσιμο αποτέλεσμα από τη διαπίστωση της ύπαρξης διάκρισης στην περίπτωση που η σύνταξη γήρατος με το υψηλότερο ποσό είναι αυτή που λαμβάνει ο πατέρας. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι το άρθρο 60 του τροποποιημένου LGSS ορίζει ρητά ότι το εν λόγω συμπλήρωμα μπορεί να καταβληθεί μόνο σε έναν από τους δύο γονείς σε περίπτωση που και οι δύο γονείς πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις για τη χορήγησή του, επομένως η εν λόγω διάταξη του άρθρου 60 δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται όταν το εν λόγω συμπλήρωμα σύνταξης χορηγείται στον πατέρα που δεν πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται από εθνικό κανόνα που εισάγει διακρίσεις λόγω φύλου.
32 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Juzgado de lo Social no. 3 de Pamplona (Εργατικό Δικαστήριο αριθ. 3 της Παμπλόνα) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«(1) Πρέπει η οδηγία [79/7] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εθνική νομοθεσία όπως αυτή που περιέχεται στο άρθρο 60 του [τροποποιημένου LGSS] αντίκειται στην αρχή της ίσης μεταχείρισης, η οποία απαγορεύει κάθε διάκριση λόγω φύλου, η οποία κατοχυρώνεται στα άρθρα 1 και 4 της [εν λόγω οδηγίας], η οποία, υπό τον τίτλο «Συμπλήρωμα στις ανταποδοτικές συντάξεις για τη μείωση του χάσματος μεταξύ ανδρών και γυναικών», παρέχει το δικαίωμα σε συμπλήρωμα στις ανταποδοτικές συντάξεις γήρατος και μόνιμης ανικανότητας στις γυναίκες που έχουν αποκτήσει βιολογικά ή υιοθετημένα παιδιά και οι οποίες λαμβάνουν τέτοιες συντάξεις, χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση και ανεξάρτητα από το ύψος των συντάξεών τους, και δεν παρέχει το δικαίωμα αυτό υπό τις ίδιες προϋποθέσεις σε άνδρες που βρίσκονται σε πανομοιότυπη κατάσταση, δεδομένου ότι απαιτεί, για να λάβουν το συμπλήρωμα στη σύνταξη γήρατος ή μόνιμης ανικανότητας, συγκεκριμένες περιόδους απουσίας εισφορών ή χαμηλότερες εισφορές μετά τη γέννηση ή την υιοθεσία παιδιών, δηλαδή, για παιδιά που γεννήθηκαν ή υιοθετήθηκαν έως τις 31 Δεκεμβρίου 1994, να μην έχουν καταβάλει εισφορές για περισσότερες από 120 ημέρες μεταξύ των εννέα μηνών που προηγούνται της γέννησης και των τριών ετών που έπονται της ημερομηνίας αυτής ή, σε περίπτωση υιοθεσίας, μεταξύ της ημερομηνίας της δικαστικής απόφασης που διαπιστώνει την υιοθεσία και των επόμενων τριών ετών, εφόσον το άθροισμα των ποσών των αναγνωρισμένων συντάξεων είναι μικρότερο από το άθροισμα των συντάξεων που δικαιούται η γυναίκα, και, για παιδιά που γεννήθηκαν ή υιοθετήθηκαν από την 1η Ιανουαρίου 1995 και μετά, ότι το άθροισμα των βάσεων εισφοράς για τους 24 μήνες που έπεται του μήνα γέννησης ή της δικαστικής απόφασης που διαπιστώνει την υιοθεσία είναι κατά περισσότερο από 15% χαμηλότερο από εκείνο των 24 μηνών που προηγούνται αυτής, εφόσον το άθροισμα των ποσών των αναγνωρισμένων συντάξεων είναι μικρότερο από το άθροισμα των συντάξεων που δικαιούται η γυναίκα;
2) Σε περίπτωση που διαπιστωθεί διάκριση λόγω φύλου, επιβάλλει η οδηγία 79/7, λόγω της διάκρισης που προκύπτει από τον αποκλεισμό του άνδρα συνταξιούχου, τη χορήγηση του συμπληρώματος σύνταξης γήρατος στον τελευταίο, παρά το γεγονός ότι το άρθρο 60 του [τροποποιημένου LGSS] ορίζει ότι το συμπλήρωμα μπορεί να χορηγηθεί μόνο σε έναν από τους γονείς και, ταυτόχρονα, δεν πρέπει η αναγνώριση του συμπληρώματος στον άνδρα συνταξιούχο, ως αποτέλεσμα της απόφασης του Δικαστηρίου και της μη συμμόρφωσης της εθνικής νομοθεσίας με την οδηγία [79/7], να οδηγήσει στην ανάκληση του συμπληρώματος που χορηγείται στη γυναίκα που λαμβάνει σύνταξη γήρατος επειδή πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις να είναι μητέρα ενός ή περισσότερων παιδιών; »
Υπόθεση C-626/23
33 Με απόφαση του INSS, η οποία κοινοποιήθηκε στον XXX στις 6 Απριλίου 2022, στον τελευταίο, πατέρα τριών παιδιών, χορηγήθηκε σύνταξη γήρατος με ισχύ από τις 11 Ιανουαρίου 2022.
34 Θεωρώντας ότι το ποσό αυτής της σύνταξης είχε υπολογιστεί εσφαλμένα και ότι αυτό το ποσό θα έπρεπε επίσης να περιλαμβάνει το εν λόγω συμπλήρωμα σύνταξης, η XXX υπέβαλε ένσταση κατά της εν λόγω απόφασης στο INSS.
35 Δεδομένου ότι η καταγγελία αυτή παρέμεινε αναπάντητη, η XXX, στις 16 Σεπτεμβρίου 2022, άσκησε έφεση ενώπιον του Juzgado de lo Social No. 4 της Μαδρίτης (Εργατικό Δικαστήριο No. 4 της Μαδρίτης, Ισπανία), η οποία, με απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2023, απορρίφθηκε στο σύνολό της.
36 Η XXX άσκησε έφεση κατά της εν λόγω απόφασης ενώπιον του Tribunal Superior de Justicia de Madrid (Ανώτατο Δικαστήριο Μαδρίτης, Ισπανία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C-626/23, υποστηρίζοντας ότι η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών που προκύπτει από το άρθρο 60 του παλαιού LGSS συνεχιζόταν βάσει του άρθρου 60 του τροποποιημένου LGSS όσον αφορά τη χορήγηση του επίμαχου συμπληρώματος σύνταξης, στο μέτρο που η απαίτηση «διακοπής της επαγγελματικής σταδιοδρομίας» απαιτείται μόνο για τους άνδρες, κατά παράβαση της οδηγίας 79/7.
37 Συνεπώς, το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι είναι απαραίτητο να καθοριστεί εάν το άρθρο 60 του τροποποιημένου LGSS είναι συμβατό με την εν λόγω οδηγία και με τα άρθρα 20, 21, 23 και το άρθρο 34, παράγραφος 1, του Χάρτη.
38 Συναφώς, το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 60 του πρώην LGSS τροποποιήθηκε ώστε να ληφθούν υπόψη τα διδάγματα που αντλήθηκαν από την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Instituto Nacional de la Seguridad Social (Συμπλήρωμα σύνταξης για μητέρες) (C‑450/18, EU:C:2019:1075). Η χορήγηση του συμπληρώματος σύνταξης, το οποίο θα προβλέπεται στο άρθρο 60 του τροποποιημένου LGSS και το οποίο δεν θα περιγράφεται πλέον ως «επίδομα μητρότητας στις ανταποδοτικές συντάξεις του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης», αλλά ως «συμπλήρωμα στις ανταποδοτικές συντάξεις με σκοπό τη μείωση του χάσματος μεταξύ ανδρών και γυναικών», θα εξαρτάται από την ύπαρξη ενός ή περισσότερων παιδιών και το ποσό αυτού του συμπληρώματος θα ποικίλλει ανάλογα με τον αριθμό των παιδιών.
39 Επιπλέον, στον τροποποιημένο LGSS, προβλεπόταν ότι το εν λόγω συμπλήρωμα δεν θα χορηγούνταν πλέον όταν το ποσοστό που αντιπροσωπεύει τη διαφορά μεταξύ του μέσου ποσού των ανταποδοτικών συντάξεων γήρατος που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια ενός έτους από άνδρες και γυναίκες έπαυε να είναι μεγαλύτερο από 5%.
40 Ωστόσο, σε αντίθεση με τις γυναίκες που λαμβάνουν σύνταξη γήρατος και έχουν αποκτήσει ένα ή περισσότερα παιδιά, οι οποίες απολαύουν αυτόματου δικαιώματος στο συμπλήρωμα σύνταξης που προβλέπεται στο άρθρο 60 του τροποποιημένου LGSS, οι άνδρες μπορούν να διεκδικήσουν αυτό το συμπλήρωμα μόνο εάν πληρούνται ορισμένες πρόσθετες προϋποθέσεις, οι οποίες αφορούν είτε τη λήψη σύνταξης χηρείας λόγω θανάτου του άλλου γονέα και τη χορήγηση σύνταξης ορφανού τέκνου σε ένα από τα παιδιά, είτε μειονέκτημα στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία και, ως εκ τούτου, στην περίοδο εισφοράς τους στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.
41 Κατά το αιτούν δικαστήριο, στην περίπτωση τέτοιων μέτρων, τα οποία θεμελιώνουν διαφορετική μεταχείριση λόγω φύλου, δεν αρκεί, για να δικαιολογηθούν, να διαπιστωθεί ότι τα μέτρα αυτά αποσκοπούν στην αποκατάσταση της ουσιαστικής ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών, αλλά πρέπει, επιπλέον, να αποδειχθεί ότι η προσβολή του τυπικού δικαιώματος ίσης μεταχείρισης που προκαλούν είναι ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.
42 Στην προκειμένη περίπτωση, από την αιτιολογική έκθεση του Βασιλικού Νομοθετικού Διατάγματος 3/2021 προκύπτει ότι η δικαιολόγηση της διαφορετικής μεταχείρισης που επιφέρει το άρθρο 60 του τροποποιημένου LGSS έγκειται στον στόχο της μείωσης του χάσματος μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση, κάτι που θα αντικατοπτρίζει την κατάσταση των γυναικών στην αγορά εργασίας που προκύπτει από το γεγονός ότι ιστορικά έχουν αναλάβει πρωταρχικό ρόλο στην ανατροφή των παιδιών. Το εν λόγω Άρθρο 60 θα καθιερώσει επομένως ένα μέτρο θετικής δράσης υπέρ των γυναικών, στο οποίο οι άνδρες θα έχουν ωστόσο πρόσβαση, εφόσον βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση.
43 Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς την επάρκεια αυτής της δικαιολογίας. Πράγματι, όχι μόνο οι όροι που διέπουν τη χορήγηση του εν λόγω συμπληρώματος σύνταξης θα εμπόδιζαν τους περισσότερους άνδρες να έχουν πρόσβαση σε αυτό το συμπλήρωμα, αλλά οι όροι αυτοί δεν θα εμπόδιζαν ούτε τη χορήγηση του εν λόγω συμπληρώματος σε γυναίκες των οποίων η επαγγελματική σταδιοδρομία δεν έχει επηρεαστεί από την εκπαίδευση των παιδιών τους. Επιπλέον, δεδομένου ότι το επίμαχο ποσό του συμπληρώματος σύνταξης θα αποτελούσε ποσοστό του ποσού της σύνταξης γήρατος, το εν λόγω συμπλήρωμα θα ωφελούσε περισσότερα άτομα με υψηλές συντάξεις γήρατος, ενώ, σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, τα άτομα αυτά είναι πιθανώς τα λιγότερο πιθανό να υποστούν ζημία στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία λόγω της εκπαίδευσης των παιδιών τους, καθώς διαθέτουν τα οικονομικά μέσα να προσλάβουν τρίτους για τον σκοπό αυτό.
44 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει τέλος ότι ο τροποποιημένος LGSS ορίζει πλέον ότι, σε περίπτωση που και οι δύο γονείς δικαιούνται το σχετικό συμπλήρωμα σύνταξης, μόνο η χαμηλότερη σύνταξη γήρατος των δύο γονέων συμπληρώνεται από το εν λόγω συμπλήρωμα. Συναφώς, μολονότι, στην προκειμένη περίπτωση, αμφισβητείται μόνο το δικαίωμα του πατέρα στο εν λόγω συμπλήρωμα, τίθεται ωστόσο το ερώτημα εάν, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της μείωσης του χάσματος μεταξύ γυναικών και ανδρών όσον αφορά τις συντάξεις γήρατος, όπως επιδιώκεται με τον τροποποιημένο LGSS, και να διασφαλιστεί η συμβατότητα του άρθρου 60 του εν λόγω νόμου με το άρθρο 23 του Χάρτη ή, κατά περίπτωση, με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β’, της οδηγίας 79/7, δεν θα αρκούσε η χορήγηση του συμπληρώματος σύνταξης μόνο στον γονέα που λαμβάνει τη χαμηλότερη σύνταξη γήρατος, ανεξαρτήτως φύλου.
45 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Superior de Justicia de Madrid (Ανώτατο Δικαστήριο Μαδρίτης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Πρέπει η οδηγία [79/7] και τα άρθρα 20, 21[, 23 και άρθρο] 34(1) του [Χάρτη] να ερμηνευθούν ως αντίθετα προς έναν εθνικό κανόνα, όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη, ο οποίος προβλέπει το δικαίωμα σε συμπλήρωμα σύνταξης για τους δικαιούχους ανταποδοτικών συντάξεων γήρατος που έχουν αποκτήσει βιολογικά ή υιοθετημένα παιδιά, συμπλήρωμα που χορηγείται αυτόματα στις γυναίκες, ενώ ο κανόνας αυτός απαιτεί, στην περίπτωση των ανδρών, είτε να λαμβάνουν σύνταξη χηρείας λόγω θανάτου του άλλου γονέα και το ένα από τα παιδιά να λαμβάνει σύνταξη ορφανού, είτε να έχουν υποστεί διακοπή ή μειονέκτημα στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία (σύμφωνα με τους όρους που ορίζει ο νόμος και περιγράφονται ανωτέρω) λόγω της γέννησης ή της υιοθεσίας του παιδιού;»
46 Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 2023, οι υποθέσεις C-623/23 και C-626/23 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και προφορικής διαδικασίας και της έκδοσης απόφασης.
Επί των προκαταρκτικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου ερωτήματος στην υπόθεση C-623/23 και του μοναδικού ερωτήματος στην υπόθεση C-626/23
47 Προκαταρκτικά, πρέπει να σημειωθεί ότι, στην υπόθεση C-626/23, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, με το ερώτημά του, την ερμηνεία όχι μόνο της οδηγίας 79/7, αλλά και των άρθρων 20, 21, 23 και του άρθρου 34, παράγραφος 1, του Χάρτη.
48 Όσον αφορά τα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη, το πρώτο κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου κάθε προσώπου και το δεύτερο την απαγόρευση κάθε διακρίσεως που βασίζεται, ιδίως, στο φύλο. Επιπλέον, το Άρθρο 34, παράγραφος 1, του Χάρτη αφορά, μεταξύ άλλων, την αναγνώριση και τον σεβασμό από την Ευρωπαϊκή Ένωση του δικαιώματος πρόσβασης σε παροχές κοινωνικής ασφάλισης.
49 Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι η οδηγία 79/7 συγκεκριμενοποιεί την αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης, επομένως τα κράτη μέλη οφείλουν να ενεργούν σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία όταν θεσπίζουν μέτρα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της. Συνεπώς, το ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C-626/23 πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της εν λόγω οδηγίας και όχι των εν λόγω διατάξεων του Χάρτη (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 24ης Σεπτεμβρίου 2020, YS (Εταιρικές συντάξεις για διευθυντικά στελέχη) , C‑223/19, EU:C:2020:753, σκέψεις 83 και 84, και της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, INPS (Επιδόματα γέννησης και μητρότητας για κατόχους ενιαίας άδειας) , C‑350/20, EU:C:2021:659, σκέψεις 46 και 47).
50 Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι, με το πρώτο ερώτημα στην υπόθεση C-623/23 και με το μοναδικό ερώτημα στην υπόθεση C-626/23, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, τα αιτούντα δικαστήρια ερωτούν, κατ’ ουσίαν, αν η οδηγία 79/7, και ιδίως το άρθρο 4 και το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, αυτής, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 23 του Χάρτη, πρέπει να ερμηνευθούν ως αντίθετες προς εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας, προκειμένου να μειωθεί το χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά τις παροχές κοινωνικής ασφάλισης που προκύπτουν από την ανατροφή τέκνων, χορηγείται συμπλήρωμα σύνταξης στις γυναίκες που λαμβάνουν ανταποδοτική σύνταξη και έχουν αποκτήσει ένα ή περισσότερα παιδιά, ενώ η χορήγηση του εν λόγω συμπληρώματος σε άνδρες που βρίσκονται σε πανομοιότυπη κατάσταση υπόκειται σε πρόσθετες προϋποθέσεις σχετικά με το γεγονός ότι η επαγγελματική τους σταδιοδρομία διακόπηκε ή επηρεάστηκε κατά τον χρόνο της γέννησης ή της υιοθεσίας των τέκνων τους.
51 Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 79/7, η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται στα νομοθετικά προβλεπόμενα συστήματα που παρέχουν προστασία, ιδίως, κατά του γήρατος. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, της εν λόγω οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης συνεπάγεται την απουσία οποιασδήποτε διακρίσεως λόγω φύλου, είτε άμεσα είτε έμμεσα, ιδίως σε σχέση με την οικογενειακή κατάσταση, όσον αφορά τον υπολογισμό των παροχών.
52 Όπως σημειώνουν τα αιτούντα δικαστήρια, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει, κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 39, 41, 66 και 67 της απόφασής του της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Instituto Nacional de la Seguridad Social (Συμπλήρωμα σύνταξης για μητέρες) (C‑450/18, EU:C:2019:1075), ότι η οδηγία 79/7 πρέπει να ερμηνευθεί ως αντίθετη προς εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει το δικαίωμα σε συμπλήρωμα σύνταξης για γυναίκες που έχουν αποκτήσει τουλάχιστον δύο βιολογικά ή υιοθετημένα παιδιά και οι οποίες λαμβάνουν ανταποδοτικές συντάξεις, ιδίως σε περίπτωση μόνιμης αναπηρίας, στο πλαίσιο συστήματος του εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, ενώ οι άνδρες που βρίσκονται σε πανομοιότυπη κατάσταση δεν έχουν δικαίωμα σε τέτοιο συμπλήρωμα σύνταξης, στο μέτρο που η νομοθεσία αυτή συνιστά άμεση διάκριση λόγω φύλου, κατά την έννοια του άρθρου 4(1)(3)(dash) της παρούσας οδηγίας.
53 Εν προκειμένω, από τις εξηγήσεις που παρείχαν τα αιτούντα δικαστήρια προκύπτει ότι η εθνική νομοθεσία που οδήγησε στην εν λόγω απόφαση, δηλαδή αυτή που προέκυψε από το άρθρο 60, παράγραφος 1, του πρώην LGSS, έχει τροποποιηθεί, μεταξύ άλλων, υπό την έννοια ότι εφεξής, όχι μόνο οι γυναίκες αλλά και οι άνδρες δικαιούνται τέτοιου είδους συμπλήρωμα σύνταξης, υπό την προϋπόθεση ότι οι τελευταίοι πληρούν πρόσθετες προϋποθέσεις σχετικά με τη διακοπή ή την επηρέαση της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας λόγω της γέννησης ή της υιοθεσίας των τέκνων τους, ιδίως, όσον αφορά τις διαφορές της κύριας δίκης, την προϋπόθεση ότι δεν έχουν καταβάλει εισφορές για περισσότερες από 120 ημέρες μεταξύ των εννέα μηνών που προηγούνται της γέννησης των τέκνων τους και των τριών ετών που έπονται της γέννησης αυτής.
54 Όπως έχουν δηλώσει το INSS και η Ισπανική Κυβέρνηση, ο τροποποιημένος LGSS βασίζεται, όπως προκύπτει σαφώς από την αιτιολογική έκθεση του εν λόγω νόμου, στο τεκμήριο ότι η εκπαίδευση των παιδιών αναλαμβάνεται, καταρχήν, από τις γυναίκες, εις βάρος της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας, το δε τεκμήριο αυτό βασίζεται στην εμπειρική παρατήρηση ότι η εκπαίδευση των παιδιών από τη μητέρα τους έχει κυρίαρχη επίδραση στην επαγγελματική σταδιοδρομία της τελευταίας. Ένα τέτοιο τεκμήριο θα μπορούσε να ανατραπεί μόνο εάν αποδειχθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που ισχύουν για τους άνδρες, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 60, παράγραφος 1, του τροποποιημένου LGSS, και επομένως η εκπλήρωση αυτών των προϋποθέσεων καθιστά δυνατό να θεωρηθεί ότι στην πραγματικότητα ο άνδρας είναι αυτός που έχει αφιερωθεί στην εκπαίδευση των παιδιών.
55 Συναφώς, καταρχάς, πρέπει να σημειωθεί, αφενός, όπως και τα αιτούντα δικαστήρια και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ότι οι τροποποιήσεις που έγιναν στον παλαιό LGSS δεν έθεσαν τέλος στην ύπαρξη λιγότερο ευνοϊκής μεταχείρισης των ανδρών σε σύγκριση με τις γυναίκες.
56 Στην πραγματικότητα, μόνο οι άνδρες πρέπει, για να δικαιούνται το επίμαχο επίδομα σύνταξης, να πληρούν τις πρόσθετες προϋποθέσεις που αναφέρονται στη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως. Συνεπώς, η γονική ιδιότητα δεν επαρκεί για να επιτρέψει στους άνδρες που λαμβάνουν σύνταξη γήρατος να λάβουν τέτοιο συμπλήρωμα, ενώ ισχύει για τις γυναίκες με την ίδια ιδιότητα.
57 Αφετέρου, είναι σκόπιμο να ελεγχθεί εάν η διαφορά μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών που θεσπίζεται από την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία αφορά κατηγορίες προσώπων σε συγκρίσιμες καταστάσεις, σύμφωνα με τις σκέψεις που υπενθυμίζονται στις σκέψεις 42 έως 45 της απόφασης της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Instituto Nacional de la Seguridad Social (Συμπλήρωμα σύνταξης για μητέρες) (C‑450/18, EU:C:2019:1075).
58 Ειδικότερα, η συγκρισιμότητα των καταστάσεων πρέπει να αξιολογείται όχι σφαιρικά και αφηρημένα, αλλά συγκεκριμένα και με γνώμονα όλα τα στοιχεία που τις χαρακτηρίζουν, ιδίως υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού της εθνικής νομοθεσίας που θεσπίζει την εν λόγω διάκριση και, κατά περίπτωση, των αρχών και των στόχων του τομέα στον οποίο αναφέρεται η εν λόγω εθνική νομοθεσία (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Instituto Nacional de la Seguridad Social (Συμπλήρωμα σύνταξης για μητέρες), C-450/18, EU:C:2019:1075, σκέψη 45 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
59 Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο και από το ίδιο το γράμμα του εν λόγω κανονισμού προκύπτει σαφώς ότι ο σκοπός του είναι η μείωση του χάσματος μεταξύ των φύλων στην κοινωνική ασφάλιση, αντισταθμίζοντας την οικονομική ζημία που υφίστανται οι μητέρες στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία λόγω του κυρίαρχου ρόλου τους στην ανατροφή των παιδιών τους, ζημία που θα είχε ως αποτέλεσμα ιδίως την καταβολή χαμηλότερων εισφορών στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και, ως εκ τούτου, τη χορήγηση μειωμένων παροχών κοινωνικής ασφάλισης.
60 Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι, υπό το πρίσμα ενός τέτοιου σκοπού, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι οι εργαζόμενες γυναίκες και οι άνδρες που έχουν αναλάβει την ευθύνη για την εκπαίδευση των παιδιών τους βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση, στο μέτρο που αμφότεροι ενδέχεται να υποστούν, λόγω της συμμετοχής τους στην εκπαίδευση των παιδιών τους, τα ίδια μειονεκτήματα σταδιοδρομίας, εκτίμηση η οποία δεν αμφισβητείται από το γεγονός, το οποίο επισημαίνουν το INSS και η Ισπανική Κυβέρνηση, ότι τα καθήκοντα που συνδέονται με την εκπαίδευση των παιδιών αναλαμβάνονται, στην πράξη, κατά κύριο λόγο από γυναίκες (βλ., συναφώς, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Instituto Nacional de la Seguridad Social (Συμπλήρωμα σύνταξης για μητέρες), C‑450/18, EU:C:2019:1075, σκέψεις 50 έως 52).
61 Συνεπώς, εθνική νομοθεσία, όπως το άρθρο 60(1) του τροποποιημένου LGSS, θεσπίζει λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση των ανδρών σε σύγκριση με τις γυναίκες, ακόμη και αν τα εν λόγω άτομα ενδέχεται να βρεθούν σε συγκρίσιμες καταστάσεις.
62 Επομένως, η εν λόγω νομοθεσία συνιστά άμεση διάκριση λόγω φύλου, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7.
63 Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, παρέκκλιση από την απαγόρευση οποιασδήποτε άμεσης διάκρισης λόγω φύλου, την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7, είναι δυνατή μόνο στις περιπτώσεις που απαριθμούνται εξαντλητικά στις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας (βλ., συναφώς, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Instituto Nacional de la Seguridad Social (Συμπλήρωμα σύνταξης για μητέρες), C‑450/18, EU:C:2019:1075, σκέψη 54 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
64 Συναφώς, όσον αφορά, πρώτον, το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 79/7, σύμφωνα με το οποίο η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν αποκλείει διατάξεις σχετικά με την προστασία των γυναικών λόγω μητρότητας, πρέπει να σημειωθεί, όπως σημειώνει και το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C-623/23, ότι το άρθρο 60, παράγραφος 1, του τροποποιημένου LGSS δεν περιέχει κανένα στοιχείο που να συνδέει τη χορήγηση του επίμαχου συμπληρώματος σύνταξης με τη λήψη άδειας μητρότητας ή τα μειονεκτήματα που θα υφίστατο μια γυναίκα στην επαγγελματική της σταδιοδρομία λόγω της απουσίας της από την υπηρεσία κατά την περίοδο μετά τον τοκετό (βλ., συναφώς, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Instituto Nacional de la Seguridad Social (Συμπλήρωμα σύνταξης για μητέρες), C-450/18, EU:C:2019:1075, σκέψη 57).
65 Επιπλέον, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, το ίδιο το γεγονός ότι το επίμαχο επίδομα σύνταξης μπορεί πλέον, υπό την επιφύλαξη των πρόσθετων προϋποθέσεων που αναφέρονται στη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως, να χορηγείται και σε άνδρες επιβεβαιώνει τη διαπίστωση αυτή.
66 Συνεπώς, ένα επίδομα σύνταξης όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρέκκλισης από την απαγόρευση των διακρίσεων που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 79/7.
67 Επιπλέον, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της εν λόγω οδηγίας, δεν αποκλείει τη δυνατότητα των κρατών μελών να εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής της τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται στον τομέα της ασφάλισης γήρατος σε άτομα που έχουν αναθρέψει παιδιά και την απόκτηση δικαιωμάτων σε παροχές μετά από περιόδους διακοπής της απασχόλησης λόγω της ανατροφής παιδιών.
68 Συναφώς, ωστόσο, αρκεί να σημειωθεί ότι, μολονότι αληθεύει ότι το άρθρο 60, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, σημεία 1 και 2, του τροποποιημένου LGSS επιβάλλει στους άνδρες όρους που αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, στον περιορισμό της χορήγησης του επίμαχου συμπληρώματος σύνταξης στους άνδρες εργαζόμενους των οποίων η επαγγελματική σταδιοδρομία έχει διακοπεί ή επηρεαστεί λόγω της γέννησης ή της υιοθεσίας των παιδιών τους, από τις διευκρινίσεις που παρείχαν τα αιτούντα δικαστήρια προκύπτει ότι, όσον αφορά τις γυναίκες, η διάταξη αυτή εξακολουθεί να μην εξαρτά τη χορήγηση αυτή από την ανατροφή των παιδιών ή από την ύπαρξη περιόδων διακοπής της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας λόγω της ανατροφής των παιδιών τους (βλ., συναφώς, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Instituto Nacional de la Seguridad Social (Συμπλήρωμα σύνταξης για μητέρες) , C‑450/18, EU:C:2019:1075, σκέψη 62).
69 Κατά συνέπεια, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 79/7 δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε ένα τέτοιο συμπλήρωμα σύνταξης.
70 Τρίτον, είναι σκόπιμο να εξεταστεί εάν η διάκριση που αναφέρεται στη σκέψη 62 της παρούσας αποφάσεως, η οποία προκύπτει από το άρθρο 60, παράγραφος 1, του τροποποιημένου LGSS, μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 23 του Χάρτη.
71 Το εν λόγω Άρθρο 23 ορίζει, στη δεύτερη παράγραφο, ότι η αρχή της ισότητας δεν εμποδίζει τη διατήρηση ή τη θέσπιση μέτρων που παρέχουν συγκεκριμένα πλεονεκτήματα υπέρ του υποεκπροσωπούμενου φύλου. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η διάταξη αυτή αναπαράγει, «σε συντομευμένη μορφή», το άρθρο 157 παράγραφος 4 της ΣΛΕΕ, αλλά «δεν το τροποποιεί», όπως προκύπτει σαφώς από τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17).
72 Σύμφωνα με το άρθρο 157(4), προκειμένου να διασφαλιστεί η πλήρης ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών στην επαγγελματική ζωή, η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εμποδίζει ένα κράτος μέλος να διατηρεί ή να θεσπίζει μέτρα που προβλέπουν συγκεκριμένα πλεονεκτήματα που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας από το υποεκπροσωπούμενο φύλο ή στην πρόληψη ή την αντιστάθμιση μειονεκτημάτων στις επαγγελματικές σταδιοδρομίες.
73 Στο πλαίσιο αυτό, το INSS υποστηρίζει ότι το άρθρο 60, παράγραφος 1, του τροποποιημένου LGSS εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης, υπό την έννοια ότι πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί μέτρο θετικής δράσης που εντάσσεται στην επιδίωξη του στόχου, του οποίου η σημασία αναγνωρίζεται σε επίπεδο Ένωσης, της γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά τις συντάξεις γήρατος, ο οποίος προκύπτει από το γεγονός ότι οι γυναίκες ιστορικά αναλάμβαναν πρωταρχικό ρόλο στην ανατροφή των παιδιών. Το INSS προσθέτει ότι το επίμαχο επίδομα σύνταξης αποτελεί μέρος μιας δέσμης μέτρων που έλαβε το Βασίλειο της Ισπανίας, τα οποία περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, μηχανισμούς που αποσκοπούν στην προώθηση της κοινής ευθύνης μεταξύ των γονέων όσον αφορά τον συμβιβασμό της οικογενειακής και της επαγγελματικής ζωής και, ως εκ τούτου, στην επίτευξη των στόχων που ορίζονται στο άρθρο 157, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ. Έτσι, το άρθρο 60, παράγραφος 1, του τροποποιημένου LGSS θα καθιστούσε δυνατή τη συμπλήρωση αυτών των άλλων μέτρων αντισταθμίζοντας τα μειονεκτήματα που έχουν υποστεί οι γυναίκες στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία, λόγω της εκπαίδευσης των παιδιών τους και τα οποία αντικατοπτρίζονται, στο τέλος της σταδιοδρομίας τους, στις συντάξεις γήρατος.
74 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 65 της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Instituto Nacional de la Seguridad Social (Συμπλήρωμα σύνταξης για μητέρες) (C‑450/18, EU:C:2019:1075), ότι το άρθρο 157, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε εθνική νομοθεσία, όπως το άρθρο 60, παράγραφος 1, του πρώην LGSS, το οποίο απλώς χορηγεί στις γυναίκες συμπλήρωμα σύνταξης κατά τον χρόνο χορήγησης της σύνταξης, χωρίς να θεραπεύει τα προβλήματα που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας, δεδομένου ότι ένα τέτοιο συμπλήρωμα σύνταξης δεν φαίνεται να είναι ικανό να αντισταθμίσει τα μειονεκτήματα στα οποία θα εκτίθεντο οι γυναίκες βοηθώντας τες σε αυτήν τη σταδιοδρομία και, ως εκ τούτου, να διασφαλίσει στην πράξη την πλήρη ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών στην επαγγελματική ζωή.
75 Ωστόσο, οι σκέψεις που αναφέρονται στο προηγούμενο σημείο ισχύουν και για το άρθρο 60, παράγραφος 1, του τροποποιημένου LGSS. Συναφώς, το γεγονός ότι η εν λόγω διάταξη συμπληρώνει, κατά το μέτρο που έχει αποδειχθεί, άλλες διατάξεις οι οποίες, από την πλευρά τους, αποσκοπούν στην επίτευξη των στόχων που ορίζονται στο άρθρο 157, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ δεν είναι, αυτό καθαυτό, ικανό να επηρεάσει ένα τέτοιο συμπέρασμα.
76 Συνεπώς, επισημαίνεται ότι εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη δεν μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 23 του Χάρτη.
77 Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, η απάντηση στο πρώτο ερώτημα στην υπόθεση C-623/23 και στο μοναδικό ερώτημα στην υπόθεση C-626/23 είναι ότι η οδηγία 79/7, ιδίως το άρθρο 4 και το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, αυτής, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 23 του Χάρτη, πρέπει να ερμηνευθούν ως αντίθετες προς εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας, προκειμένου να μειωθεί το χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά τις παροχές κοινωνικής ασφάλισης που προκύπτουν από την ανατροφή παιδιών, χορηγείται συμπλήρωμα σύνταξης σε γυναίκες που λαμβάνουν ανταποδοτική σύνταξη και έχουν αποκτήσει ένα ή περισσότερα παιδιά, ενώ η χορήγηση του εν λόγω συμπληρώματος σε άνδρες που βρίσκονται σε πανομοιότυπη κατάσταση υπόκειται σε πρόσθετες προϋποθέσεις σχετικά με το γεγονός ότι η επαγγελματική τους σταδιοδρομία έχει διακοπεί ή επηρεαστεί από τη γέννηση ή την υιοθεσία των παιδιών τους.
Επί του δεύτερου ερωτήματος στην υπόθεση C-623/23
Σχετικά με το παραδεκτό
78 Το INSS και η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι το δεύτερο ερώτημα στην υπόθεση C-623/23, το οποίο αφορά τον αντίκτυπο που θα μπορούσε να έχει η χορήγηση του επίμαχου συμπληρώματος σύνταξης στον πατέρα στη διατήρηση του συμπληρώματος που έχει ήδη χορηγηθεί στη μητέρα, είναι απαράδεκτο, στο μέτρο που η πιθανή ανάκληση του εν λόγω συμπληρώματος από τη μητέρα των εν λόγω τέκνων δεν αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης.
79 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ των τελευταίων και των εθνικών δικαστηρίων, η οποία κατοχυρώνεται με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, εναπόκειται αποκλειστικά στο εθνικό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου επιλαμβάνεται η διαφορά και το οποίο πρέπει να αναλάβει την ευθύνη για την επακόλουθη δικαστική απόφαση, να εκτιμήσει, υπό το πρίσμα των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης, τόσο την αναγκαιότητα της προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση απόφασης όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, δεδομένου ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να αποφανθεί [απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2022, TGSS (Ανεργία οικιακών βοηθών) , C‑389/20, EU:C:2022:120, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].
80 Συνεπώς, τα ζητήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης τυγχάνουν τεκμηρίου λυσιτέλειας. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έχει υποβληθεί από εθνικό δικαστήριο μόνο εάν είναι προφανές ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης ή το αντικείμενο αυτής, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικό ή όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2022, TGSS (Ανεργία οικιακών βοηθών) , C-389/20, EU:C:2022:120, σκέψη 24 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
81 Εν προκειμένω, είναι αληθές ότι το ζήτημα της κατάργησης του συμπληρώματος σύνταξης που χορηγήθηκε στη μητέρα δεν φαίνεται, αυτό καθαυτό, να αποτελεί αντικείμενο της κύριας διαφοράς. Τούτου λεχθέντος, σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 2 του τροποποιημένου LGSS, «[η] χορήγηση του συμπληρώματος στον δεύτερο γονέα έχει ως αποτέλεσμα την κατάργηση του συμπληρώματος που είχε ήδη χορηγηθεί στον πρώτο γονέα», με αποτέλεσμα ο γονέας αυτός να πρέπει στη συνέχεια να ακουστεί «πριν [εκδοθεί η απόφαση που χορηγεί το δικαίωμα στον δεύτερο γονέα». Επιπλέον, από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει σαφώς ότι η μητέρα κλήθηκε να εμφανιστεί στην κύρια δίκη ως παρεμβαίνουσα.
82 Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι το αιτούν δικαστήριο πρέπει, προκειμένου να επιλύσει την κύρια δίκη σύμφωνα με τους εφαρμοστέους δικονομικούς κανόνες, να λάβει υπόψη τη δυνατότητα τέτοιας διαγραφής. Συνεπώς, δεν είναι σαφές ότι η συμβατότητα μιας τέτοιας διαγραφής με το δίκαιο της Ένωσης δεν έχει καμία επίπτωση στο αντικείμενο της κύριας δίκης.
83 Επιπλέον, η Ισπανική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η οδηγία 79/7 είναι εντελώς άσχετη με το αντικείμενο του δεύτερου ερωτήματος στην υπόθεση C-623/23, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο δεν διευκρίνισε ποιες από τις διατάξεις της οδηγίας αυτής θα παραβιάζονταν σε περίπτωση που η διαπίστωση ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία εισάγει διακρίσεις οδηγούσε στην ανάκληση του επίμαχου συμπληρώματος σύνταξης που χορηγήθηκε στη μητέρα.
84 Συναφώς, αρκεί να σημειωθεί ότι οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτουν από το γεγονός ότι αυτό εκτιμά ότι μια τέτοια διαγραφή θα μπορούσε να στερήσει από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα τη διαπίστωση περί του μεροληπτικού χαρακτήρα της εν λόγω εθνικής νομοθεσίας, η οποία έγινε υπό το πρίσμα της οδηγίας 79/7. Επομένως, είναι δυνατόν να κατανοηθεί η σχέση που δημιουργεί η παρούσα δικαιοδοσία μεταξύ της κατάργησης του εν λόγω συμπληρώματος σύνταξης που χορηγήθηκε στη μητέρα και των απαιτήσεων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία.
85 Συνεπώς, το δεύτερο ερώτημα στην υπόθεση C-623/23 είναι παραδεκτό.
Στο κάτω μέρος
86 Με το δεύτερο ερώτημά του στην υπόθεση C-623/23, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν η οδηγία 79/7 πρέπει να ερμηνευθεί ως αντίθετη, όταν αίτηση για συμπλήρωμα σύνταξης που υποβάλλεται από πατέρα απορρίπτεται βάσει εθνικής νομοθεσίας που θεωρείται ότι συνιστά άμεση διάκριση λόγω φύλου, κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας, και όταν, ως εκ τούτου, στον πατέρα πρέπει να χορηγηθεί το εν λόγω συμπλήρωμα υπό τις προϋποθέσεις που ισχύουν για τις μητέρες, η χορήγηση αυτή οδηγεί στην ανάκληση του συμπληρώματος σύνταξης που έχει ήδη χορηγηθεί στη μητέρα, δεδομένου ότι, βάσει της νομοθεσίας αυτής, το εν λόγω συμπλήρωμα μπορεί να χορηγηθεί μόνο στον γονέα που λαμβάνει τη χαμηλότερη σύνταξη γήρατος και ο εν λόγω γονέας είναι ο πατέρας.
87 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, εφόσον διαπιστωθεί διάκριση αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης και εφόσον δεν έχουν ληφθεί μέτρα για την αποκατάσταση της ίσης μεταχείρισης, η τήρηση της αρχής της ισότητας μπορεί να διασφαλιστεί μόνο με την παροχή στα άτομα που ανήκουν στην μειονεκτούσα κατηγορία των ίδιων πλεονεκτημάτων με αυτά που απολαμβάνουν τα άτομα που ανήκουν στην προνομιούχα κατηγορία. Σε μια τέτοια περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να ακυρώσει κάθε εθνική διάταξη που εισάγει διακρίσεις, χωρίς να χρειάζεται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη κατάργηση της εν λόγω διάταξης από τον νομοθέτη, και να εφαρμόσει στα μέλη της μειονεκτούσας ομάδας το ίδιο καθεστώς με αυτό που απολαμβάνουν τα άτομα της άλλης κατηγορίας (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2023, TGSS (Άρνηση του επιδόματος μητρότητας) , C-113/22, EU:C:2023:665, σκέψη 41 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
88 Εν προκειμένω, εάν, όσον αφορά το επίμαχο συμπλήρωμα σύνταξης, η εφαρμογή στον πατέρα του ίδιου καθεστώτος με αυτό που ισχύει για τη μητέρα έχει ως αποτέλεσμα τη χορήγηση του εν λόγω συμπληρώματος στον εν λόγω πατέρα και, ταυτόχρονα, την ανάκληση του συμπληρώματος που έχει ήδη χορηγηθεί στη μητέρα αυτή, υπό την έννοια ότι, αφενός, η εθνική νομοθεσία ορίζει ότι το εν λόγω συμπλήρωμα μπορεί να χορηγηθεί μόνο σε έναν γονέα, δηλαδή σε αυτόν που λαμβάνει τη σύνταξη του χαμηλότερου ποσού, και, αφετέρου, η μητέρα λαμβάνει την υψηλότερη σύνταξη, η ανάκληση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι στερεί από την πρακτική αποτελεσματικότητα τη διαπίστωση ότι η εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας οι πατέρες στερήθηκαν το εν λόγω συμπλήρωμα εισήγαγε διακρίσεις.
89 Πράγματι, η εν λόγω απομάκρυνση είναι απλώς συνέπεια της εφαρμογής, στον πατέρα, των ίδιων όρων με αυτούς που ισχύουν για τις μητέρες όσον αφορά τη χορήγηση του εν λόγω συμπληρώματος σύνταξης.
90 Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση, την οποία αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, στην οποία ο πατέρας λαμβάνει την υψηλότερη σύνταξη και η οποία, για τον λόγο αυτό, χορηγείται μόνο στη μητέρα.
91 Στο δικαστήριο αυτό εναπόκειται να ερμηνεύσει το εθνικό του δίκαιο και να εκτιμήσει εάν το δίκαιο αυτό επιτρέπει τη διατήρηση του συμπληρώματος σύνταξης που έχει ήδη χορηγηθεί στη μητέρα, όταν ο πατέρας μπορεί να διεκδικήσει το εν λόγω συμπλήρωμα σύνταξης υπό τους ίδιους όρους με αυτούς που ισχύουν για τις μητέρες, διευκρινίζοντας ότι το δικαστήριο αυτό φαίνεται να θεωρεί ότι η προϋπόθεση ότι το εν λόγω συμπλήρωμα χορηγείται μόνο στον γονέα που λαμβάνει τη χαμηλότερη σύνταξη δεν εφαρμόζεται «όταν [το εν λόγω] συμπλήρωμα χορηγείται στον πατέρα που δεν πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται από εθνικό κανόνα που εισάγει διακρίσεις λόγω φύλου».
92 Εάν το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι το εθνικό του δίκαιο επιτρέπει τέτοια διατροφή, δεν υπάρχει καμία διάταξη στο δίκαιο της Ένωσης που να απαιτεί η κατηγορία των προσώπων που την λαμβάνουν ήδη να στερούνται συνταξιοδοτικού συμπληρώματος όπως αυτό που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή (βλ., συναφώς, απόφαση της 22ας Ιουνίου 2011, Landtová , C‑399/09, EU:C:2011:415, σκέψη 53).
93 Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-623/23 είναι ότι η οδηγία 79/7 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε αυτό, όταν αίτηση για συμπλήρωμα σύνταξης που υποβάλλεται από πατέρα απορρίπτεται βάσει εθνικής νομοθεσίας που θεωρείται ότι συνιστά άμεση διάκριση λόγω φύλου, κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας, και όταν, ως εκ τούτου, στον πατέρα πρέπει να χορηγηθεί το εν λόγω συμπλήρωμα υπό τις προϋποθέσεις που ισχύουν για τις μητέρες, η χορήγηση αυτή συνεπάγεται την ανάκληση του συμπληρώματος σύνταξης που έχει ήδη χορηγηθεί στη μητέρα, δεδομένου ότι, βάσει της νομοθεσίας αυτής, το εν λόγω συμπλήρωμα μπορεί να χορηγηθεί μόνο στον γονέα που λαμβάνει τη χαμηλότερη σύνταξη γήρατος και ο εν λόγω γονέας είναι ο πατέρας.
Σχετικά με το κόστος
94 Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον των αιτούντων δικαστηρίων, στα δικαστήρια αυτά εναπόκειται να αποφανθούν επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν για την υποβολή παρατηρήσεων στο Δικαστήριο, πλην εκείνων των εν λόγω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (Δέκατο Τμήμα) αποφαίνεται:
1) Οδηγία 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, για την προοδευτική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης, ιδίως το άρθρο 4 και το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο β), ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 23 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
πρέπει να ερμηνευθεί ως εξής:
Αντιτίθεται στην εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας, προκειμένου να μειωθεί το χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών στις παροχές κοινωνικής ασφάλισης λόγω της ανατροφής παιδιών, χορηγείται συμπλήρωμα σύνταξης σε γυναίκες που λαμβάνουν ανταποδοτική σύνταξη και έχουν αποκτήσει ένα ή περισσότερα παιδιά, ενώ η χορήγηση αυτού του συμπληρώματος σε άνδρες που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση υπόκειται σε πρόσθετες προϋποθέσεις σχετικά με τη διακοπή ή την επήρεια της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας λόγω της γέννησης ή της υιοθεσίας των παιδιών τους.
2) Οδηγία 79/7
πρέπει να ερμηνευθεί ως εξής:
δεν αποκλείει το γεγονός ότι, σε περίπτωση που αίτηση για συμπλήρωμα σύνταξης που υποβάλλεται από πατέρα απορριφθεί βάσει εθνικής νομοθεσίας που θεωρείται ότι συνιστά άμεση διάκριση λόγω φύλου, κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας, και εφόσον, ως εκ τούτου, στον πατέρα πρέπει να χορηγηθεί το εν λόγω συμπλήρωμα υπό τις προϋποθέσεις που ισχύουν για τις μητέρες, η χορήγηση αυτή συνεπάγεται την ανάκληση του συμπληρώματος σύνταξης που έχει ήδη χορηγηθεί στη μητέρα, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία, το εν λόγω συμπλήρωμα μπορεί να χορηγηθεί μόνο στον γονέα που λαμβάνει τη χαμηλότερη σύνταξη γήρατος και ο εν λόγω γονέας είναι ο πατέρας.
Υπογραφές