Αριθμός 83/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα – Εισηγητή, Κλεόβουλο – Δημήτριο Κοκκορό και Παναγιώτα Γκουδή – Νινέ, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 23 Οκτωβρίου 2023, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας – καλούσας: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “… που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Κουτρούμπα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσίβλητης – καθής η κλήση: Ζ. Μ. του Χ., συζύγου Θ. Μ., κατοίκου Λ. Α.. Παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Τσούνη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-1-2012 ανακοπή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3275/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 372/2016 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 4-10-2016 αίτησή της, επί της οποίας εκδόθηκε η 132/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, που κήρυξε τη συζήτηση περί αναιρέσεως της 372/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς απαράδεκτη. Την υπόθεση επανέφερε για συζήτηση η καλούσα με την από 14-5-2018 κλήση της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 44/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της από 4-10-2016 αίτησης για αναίρεση της 372/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με την από 5-6-2020 κλήση της καλούσας.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Το άρθρο 76 παρ.1 ΚΠολΔ ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι, όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση, οι ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται, με τους οποίους συνδέονται με το δεσμό της αναγκαστικής ομοδικίας. Περίπτωση δε αναγκαστικής ομοδικίας καθιερώνει και η διάταξη του άρθρου 933 παρ. 1 ΚΠολΔ, από την οποία προκύπτει ότι, αν η ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης εγείρεται μετά την κατακύρωση του εκπλειστηρισθέντος, πρέπει να απευθύνεται κατά του υπερθεματιστή και του επισπεύδοντος δανειστή, μεταξύ των οποίων δημιουργείται δεσμός αναγκαστικής ομοδικίας, γιατί η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση, αφού, εξαιτίας της πλήρους γι` αυτούς ταυτότητας του αντικειμένου της δίκης, δεν μπορεί να νοηθεί ουσιαστική κρίση ακυρότητας του πλειστηριασμού για τον ένα και κύρους για τον άλλο (ΟλΑΠ 11/1992, ΑΠ 44/2020, ΑΠ 546/2015, ΑΠ 1433/2012). Περαιτέρω, στο άρθρο 76 παρ. 4 ΚΠολΔ ορίζεται ότι η άσκηση των ενδίκων μέσων από κάποιον από τους ομοδίκους της παρ. 1 έχει αποτελέσματα και για τους άλλους. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αν κάποιος αναγκαίος ομόδικος άσκησε ένδικο μέσο, θεωρούνται από το νόμο ως ασκήσαντες αυτό και οι ομόδικοί του, παρόλο που αδράνησαν, έστω και αν έχει παρέλθει ως προς αυτούς η προθεσμία του ενδίκου μέσου (ΟλΑΠ 63/1981, ΑΠ 44/2020, ΑΠ 1433/2012). Στην περίπτωση δε αυτή (της πλασματικής ασκήσεως του ενδίκου μέσου) πρέπει οι μη ασκήσαντες ομόδικοι να καλούνται σε όλες τις συζητήσεις του ενδίκου μέσου (άρθρα 76 παρ. 3 και 110 παρ. 2 ΚΠολΔ), αλλιώς η συζήτηση αυτού κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους(ΟλΑΠ 63/1981, ΑΠ 51/2022, ΑΠ 44/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 5/6/2020 κλήση της, η αναιρεσείουσα “…”, για την οποία νόμιμα παρίσταται και συνεχίζει την δίκη η καθολική της διάδοχος ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “…” και τον διακριτικό τίτλο “…”, η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, λόγω διασπάσεως της αναιρεσείουσας με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δράστηριότητάς της και σύστασης της παραστάσας ανωτέρω τραπεζικής εταιρείας, νόμιμα επαναφέρει προς συζήτηση την από 4/10/2016 αίτηση αναίρεσης αυτής, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αρ. 372/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, μετά την έκδοση της υπ’ αρ. 44/2020 απόφασης του δικαστηρίου τούτου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης γιατί δεν είχε κληθεί ο αναγκαίος ομόδικος της αναιρεσείουσας Ε. Α. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, με την από 5-1-2012 ανακοπή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ήδη αναιρεσίβλητη ζήτησε, μεταξύ άλλων, να ακυρωθεί ο πλειστηριασμός ακινήτων της, που είχε επισπευσθεί από τον πιστωτή της Ε. Α. ( ) και αναδειχθεί υπερθεματίστρια η αναιρεσείουσα (πρώτη καθής η ανακοπή). Με την υπ’ αρ. 3275/2013 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, που δίκασε ερήμην του δεύτερου καθού η ανακοπή, το ανωτέρω αίτημα της αναιρεσίβλητης έγινε εν μέρει δεκτό και ο πλειστηριασμός ακυρώθηκε μόνο ως προς μία οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα ) εμβαδού 77,87 τ.μ.. Η αναιρεσείουσα άσκησε κατά της παραπάνω αποφάσεως έφεση, την οποία απηύθυνε κατά της αναιρεσίβλητης αντιδίκου της και κάλεσε νόμιμα τον ανωτέρω ομοδικό της Ε. Α. να παραστεί στην συζήτηση της έφεσης, η οποία ακολούθως απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη η αναιρεσείουσα, ως υπερθεματίστρια στον γενόμενο πλειστηριασμό των ακινήτων της αναιρεσίβλητης, συνδέεται με δεσμό αναγκαστικής ομοδικίας με τον επισπεύσαντα την αναγκαστική εκτέλεση δεύτερο καθού η ανακοπή Ε. Α.. Όμως, από τα νομίμως προσκομιζόμενα με επίκληση τους από την αναιρεσίβλητη έγγραφα, προκύπτει ότι ο ανωτέρω Ε. Α.ς απεβίωσε μετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης, στις 26/2/2018, (βλ. το υπ’ αριθμ.πρωτ…..2021 απόσπασμα Ληξιαρχικής Πράξης θανάτου του Ληξιαρχείου του … Αττικής) και μοναδικές νόμιμες εκ διαθήκης κληρονόμοι του είναι οι θυγατέρες του Χ. Α. και Χ. Α., όπως τούτο προκύπτει από α) το υπ’ αριθμ. πρωτ…..2018 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δήμου …, β) το με αριθμό ….2018 Πρακτικό Δημοσίευσης Ιδιόγραφης Διαθήκης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, δυνάμει του οποίου δημοσιεύθηκε η από 20.11.2017 ιδιόγραφη διαθήκη του άνω θανόντος, με την οποία ορίσθηκαν κληρονόμοι του οι ανωτέρω θυγατέρες του, γ) το υπ’ αριθμ…..2021 πιστοποιητικό του Ειρηνοδικείου Αθηνών και το υπ’ αριθμ…..2021 πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Αθηνών, από τα οποία προκύπτει ότι, πέραν της άνω αναφερόμενης διαθήκης δεν έχει δημοσιευθεί άλλη που να αφορά τον θανόντα, δ) το υπ’ αριθμ…..2021 πιστοποιητικό του Ειρηνοδικείου Αθηνών από το οποίο προκύπτει ότι οι Χ. και Χ. Α. δεν αποποιήθηκαν την κληρονομιά του θανόντος πατρός τους και ε) το υπ’ αριθμ. …-2021 πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Αθηνών, από το οποίο προκύπτει ότι δεν έχει κατατεθεί αγωγή αμφισβήτησης του κληρονομικού δικαιώματος των ως άνω αναφερομένων κληρονόμων του θανόντος. Στις ως άνω κληρονόμους επιδόθηκαν, με επιμέλεια της αναιρεσίβλητης, νόμιμα και εμπρόθεσμα ακριβή αντίγραφα α) της από 04.10.2016 κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, β) της από 05.06.2020 κλήσης της αναιρεσείουσας για συζήτηση αυτής στην ορισθείσα αρχική δικάσιμο της 11/10/2021, γ) της ανωτέρω υπ’ αριθμ.44/2020 απόφασης του Α-2 Τμήματος του Αρείου Πάγου και δ) της από 31.05.2023 βεβαίωσης αναβολής της γραμματέως του Αρείου Πάγου, από την οποία προκύπτει ότι η αίτηση αναίρεσης έχει προσδιοριστεί να δικαστεί, κατόπιν αναβολής, στις 23/10/2023 με αριθμό πινακίου 46, δηλαδή στην αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης δικάσιμο (βλ. αντιστοίχως α) την με αριθμό φακέλου 248268, από 20/07/2023, έκθεση επίδοσης του αρμοδίου Δικαστικού Επιμελητή D. L., στην κάτοικο Β. Β. στην διεύθυνση B.E.-1200 W. S. L., C. R. 15 Χ. Α., η οποία έκθεση φέρει τη νόμιμη επισημείωση της Σύμβασης της Χάγης στην οποία βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του Μ. Π. Φ., ο οποίος επικύρωσε την υπογραφή του διενεργήσαντα την κοινοποίηση άνω δικαστικού επιμελητή, και β) την υπ’ αριθμ.3102Γ/12.07.2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών Ελένης Πλεξίδα στην Χαρίκλεια Αποστολάκη) και συνεπώς αυτές νομίμως κλήθηκαν στην δίκη ως κληρονόμοι του ανωτέρω αποβιώσαντος αναγκαίου ομοδίκου της αναιρεσείουσας. Επομένως, αφού και κατά τα λοιπά η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 1, 3 ΚΠολΔ).
Με το Ν. 3869/3-8-2010 “Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις”, (όπως αναφέρεται και στην Αιτιολογική Έκθεση αυτού), λόγω της αυξανόμενης υπερχρέωσης των νοικοκυριών και με σκοπό την επανένταξη του υπερχρεωμένου πολίτη στην κοινωνική και οικονομική ζωή και την επανάκτηση της οικονομικής του ελευθερίας δια της εξαλείψεως των χρεών, που αδυνατεί να αποπληρώσει, θεσπίστηκε πλαίσιο προστασίας των μη εχόντων πτωχευτική ικανότητα φυσικών προσώπων δια της ρυθμίσεως των χρεών τους και της απαλλαγής από το υπόλοιπο αυτών, με παράλληλη προστασία της κύριας κατοικίας τους. Έτσι, μεταξύ άλλων, ορίστηκε ότι τα φυσικά πρόσωπα, που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, δικαιούνται να υποβάλλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση, που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 4 για την ρύθμιση των οφειλών αυτών (άρθρο 1 παρ.1) και ότι κατά την διαδικασία ρευστοποίησης της περιουσίας τους, την οποία προβλέπει το άρθρο 9, μπορούν να υποβάλουν στο ανωτέρω δικαστήριο πρόταση εκκαθάρισης, ζητώντας να εξαιρεθεί από την εκποίηση βεβαρημένο ή μη με εμπράγματη ασφάλεια ακίνητο, που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία τους, εφόσον τούτο δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξημένο κατά πενήντα τοις εκατό (άρθρο 9 παρ. 2α’ ), ενώ κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 ορίστηκε ότι για έξι μήνες από την δημοσίευση του νόμου απαγορεύεται ο πλειστηριασμός του ακινήτου της παρ. 2 του άρθρου 9, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στους οφειλέτες να αξιοποιήσουν την διάταξη προστασίας της κύριας κατοικίας, με την εξαίρεσή της από την ρευστοποιήσιμη περιουσία, όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του νόμου. Με την τελευταία προσωρινής ισχύος μεταβατική διάταξη, λόγω και του ανωτέρω σκοπού της, θεσπίστηκε απαγόρευση διενέργειας πλειστηριασμού της κύριας κατοικίας του οφειλέτη, όπως αυτή ειδικότερα προσδιορίζεται στο άρθρο 9 παρ. 2 α’ του νόμου, ανεξαρτήτως εάν έχει υποβληθεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 4 του νόμου αίτηση ρύθμισης οφειλών και εάν ο επισπεύδων τον πλειστηριασμό δανειστής του υπερχρεωμένου οφειλέτη γνώριζε ή όχι ότι το ακίνητο, του οποίου επισπεύδει τον πλειστηριασμό, είχε τα χαρακτηριστικά ,που αναφέρονται στο άρθρο 9 παρ. 2α του νόμου, δηλαδή ήταν προστατευόμενη από πλειστηριασμό κύρια κατοικία του. Η ισχύς της ανωτέρω μεταβατικής διάταξης παρατάθηκε μέχρις τις 30 Ιουνίου 2011 με το άρθρο 36 Ν. 3910/2011, στη συνέχεια μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2011 με το άρθρο 46 παρ. 2 Ν. 3986/1-7-2011, με το οποίο προστέθηκε και εδάφιο στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 19 Ν. 3869/2010, που ορίζει ότι η μεταβατική διάταξη εφαρμόζεται για κάθε φυσικό πρόσωπο, ανεξαρτήτως εάν στερείται πτωχευτικής ικανότητας, ενώ ακολούθησαν και άλλες παρατάσεις της ισχύος της. Από τις συνεχείς παρατάσεις της ισχύος της μεταβατικής διάταξης, αλλά και από την επέκταση αυτής και στους έχοντες πτωχευτική ικανότητα οφειλέτες, για τους οποίους δεν έχει εφαρμογή ο Ν. 3869/2010, συνάγεται ότι ο νόμος θεσπίζει γενική απαγόρευση πλειστηριασμού της κατοικίας, που ορίζεται στο άρθρο 9 παρ. 2 α’ Ν. 3869/2010, ανεξάρτητα από το ποσό της οφειλής, την ιδιότητα του οφειλέτη (εμπόρου ή μη ) και την ιδιότητα του δανειστή (ακόμη και ιδιώτη φυσικού προσώπου), εφόσον πληρούνται οι διαγραφόμενες στο άρθρο αυτό προϋποθέσεις (ΑΠ 1082/2022, ΑΠ 1312/2020). Εξάλλου η παράγραφος 2 του άρθρου 1 του νόμου 1078/1980 “Περί απαλλαγής εκ του φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων της αγοράς πρώτης κατοικίας κλπ”, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 παρ. 1 του ν. 3842/2010 και ίσχυε κατά τον κατωτέρω κρίσιμο χρόνο, και στην οποία ουσιαστικά παραπέμπει το ανωτέρω άρθρο 9 παρ. 2 εδ. α’του Ν. 3869/2010, ορίζει ότι: “Η απαλλαγή που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο (ήτοι για αγορά πρώτης κατοικίας) παρέχεται: α) Για αγορά κατοικίας από άγαμο μέχρι ποσού αξίας διακοσίων χιλιάδων (200.000,00) ευρώ, από έγγαμο μέχρι ποσού αξίας διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000,00) ευρώ, ενώ από έγγαμο ο οποίος παρουσιάζει αναπηρία τουλάχιστον 67% από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία μέχρι ποσού αξίας διακοσίων εβδομήντα πέντε χιλιάδων (275.000,00) ευρώ. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000,00) ευρώ για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα αυτού και κατά τριάντα χιλιάδες (30.000,00) ευρώ για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα του. β)… Σε περίπτωση αγοράς κατοικίας, στο ποσό της απαλλαγής περιλαμβάνεται και η αξία μίας θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου και ενός αποθηκευτικού χώρου, για επιφάνεια εκάστου έως είκοσι (20) τ.μ., εφόσον βρίσκονται στο ίδιο ακίνητο και αποκτώνται ταυτόχρονα με το ίδιο συμβόλαιο αγοράς.” Επομένως, οι προϋποθέσεις αναστολής του πλειστηριασμού, που διενεργήθηκε εντός του κρίσιμου στην κρινόμενη περίπτωση χρονικού διαστήματος από την 1 Ιουλίου 2011 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2011, βάσει του άρθρου 19 του νόμου 3869/2010, που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς, είναι οι εξής: 1. Πλειστηριασμός ακινήτου κυριότητας του οφειλέτη, εφόσον αυτό το ακίνητο χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του, η έννοιά της οποίας προσδιορίζεται από το πραγματικό γεγονός ότι το ακίνητο χρησιμεύει ως μοναδική κυρία (σε αντιδιαστολή με τις δευτερεύουσες, εξοχικές κλπ) κατοικία του οφειλέτη και της οικογένειάς του ή ότι αποτελεί το μοναδικό ακίνητό του, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί γι` αυτό τον σκοπό (ΑΠ 1312/2020), αφού κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως ο νόμος επιτρέπει τη διάσωση και της δυνητικής κατοικίας, παρότι δεν χρησιμοποιείται πράγματι για κάποιους σοβαρούς λόγους, αλλά μπορεί στο μέλλον να χρησιμοποιηθεί, αρκεί να αποτελεί το μοναδικό ακίνητο του οφειλέτη, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία του (ΑΠ 486/2021, ΑΠ 632/2019) και 2. Η αξία του εκτιθέμενου σε πλειστηριασμό ακινήτου του οφειλέτη του χρησιμεύοντος ως κύρια κατοικία του, να μην υπερβαίνει τα ανωτέρω ποσά (ΑΠ 1082/2022). Σύμφωνα με όλα τα προεκτιθέμενα, εάν κατά την ως άνω περίοδο υποχρεωτικής απαγόρευσης πλειστηριασμών διενεργηθεί πλειστηριασμός προστατευόμενης υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις κύριας κατοικίας του οφειλέτη και προσβληθεί εμπροθέσμως με ανακοπή, αυτός ακυρώνεται από τα δικαστήρια ανεξαρτήτως βλάβης του οφειλέτη, χωρίς δηλαδή να απαιτείται αυτός να επικαλεσθεί και να αποδείξει τέτοια βλάβη. Αυτή η ακυρότητα δεν αποτελεί συνέπεια της ακυρότητας προγενέστερων πράξεων εκτέλεσης και ιδίως της έκθεσης κατάσχεσης του ακινήτου, αφού αυτές δεν απαγορεύονται με τις προπαρατιθέμενες διατάξεις και μπορεί να είναι έγκυρες, εάν δεν υφίσταται βάσει άλλων κανόνων αναστολή των ατομικών διώξεων και της εκτελέσεως εν γένει (ΑΠ 2036/2022, ΑΠ 1312/2020). Εξάλλου η ισχύς της ανωτέρω μεταβατικής διάταξης του άρθρου 19 παρ. 1 Ν. 3869/2010 παρατάθηκε περαιτέρω μέχρι τις 31-12-2012 με το άρθρο 1 παρ. 2 της από 16/12/2011 Π.Ν.Π., και τελικά μέχρι τις 31/12/2013 με το άρθρο 5 της από 18/12/2012 Π.Ν.Π., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 4128/2013, αφού στην συνέχεια εκδόθηκε ο Ν. 4224/2013, με το άρθρο 2 παρ. 1 α’ του οποίου ορίστηκε, ότι από 1.1.2014 και μέχρι 31.12.2014 απαγορεύονται οι πλειστηριασμοί ακινήτων οφειλετών, που χρησιμεύουν ως κύρια κατοικία τους δηλωθείσα ως τέτοια στην τελευταία δήλωση φόρου εισοδήματος τους, εφόσον τηρούνται οι αναφερόμενες στο άρθρο αυτό ειδικές προϋποθέσεις και, συνεπώς, για το χρονικό διάστημα από 1/1/2014 και εφεξής, δεν επηρεάζει την εφαρμογή της μεταβατικής αυτής διάταξης η τυχόν τροποποίηση του άρθρου 9 παρ. 2 εδ α’του Ν. 3869/2010, όπως είναι και η τροποποίηση της με το άρθρο 14 παρ.1 του Ν.4346/2015, η οποία, σύμφωνα με τη παρ.11 του αυτού άρθρου και νόμου, αρχίζει να εφαρμόζεται από 1.1.2016 και δεν καταλαμβάνει τις εκκρεμείς υποθέσεις, καθώς και τις αιτήσεις που έχουν κατατεθεί έως και 31.12.2015, και η οποία ορίζει ότι μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2018 ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο πρόταση εκκαθάρισης και σχέδιο διευθέτησης οφειλών ζητώντας να εξαιρεθεί από την εκποίηση βεβαρημένο ή μη με εμπράγματη ασφάλεια ακίνητο, εφόσον, στο πρόσωπο του οφειλέτη, πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) το συγκεκριμένο ακίνητο χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του, β) το μηνιαίο διαθέσιμο οικογενειακό του εισόδημα δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, όπως αυτές προσδιορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 5 του παρόντος, προσαυξημένες κατά εβδομήντα τοις εκατό (70%), γ) η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης δεν υπερβαίνει τις εκατόν ογδόντα χιλιάδες (180.000) ευρώ για τον άγαμο οφειλέτη, προσαυξημένη κατά σαράντα χιλιάδες ευρώ (40.000) ευρώ για τον έγγαμο οφειλέτη και κατά είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ ανά τέκνο και μέχρι τρία (3) τέκνα και δ) ο οφειλέτης είναι συνεργάσιμος δανειολήπτης, βάσει του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, όπου αυτός εφαρμόζεται. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη εφαρμογή (Ολ.ΑΠ 7/2006, Ολ.ΑΠ 4/2005). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να καθορίζονται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάσθηκε και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή της (Ολ.ΑΠ 20/2005, Ολ.ΑΠ 32/1996), αλλιώς ο λόγος αυτός είναι αόριστος και γι’ αυτό απορριπτέος ως απαράδεκτος. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζητήματα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου ,που εφαρμόσθηκε ή δεν εφαρμόσθηκε.
Συνεπώς ο λόγος αυτός προϋποθέτει την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και όχι την απόρριψη ισχυρισμού ως μη νόμιμου, αόριστου, απαράδεκτου ή για οποιοδήποτε άλλο τυπικό λόγο(ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 988/2021). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ,είτε αποκλείουν την εφαρμογή της. Αντίφαση δε στις αιτιολογίες υπάρχει, όταν τα πραγματικά περιστατικά ,που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων ,που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι τη κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Ελλείψεις όμως αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΑΠ 695/2020). Για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ή η αντίφαση των αιτιολογιών, δηλαδή ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση ή πού εντοπίζονται οι αντιφάσεις (Ολ.ΑΠ 20/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αριθ. 1502/12-7-2011 Β’ επαναληπτικής περιλήψεως κατασχετηρίου εκθέσεως της δικαστικής επιμελητρίας της περιφερείας του Πρωτοδικείου Αθηνών Ιφιγένειας Γκουλίου (επί τη βάσει του εκτελεστού τίτλου της υπ’ αριθ. 2191/2010 αποφάσεως ειδικής διαδικασίας μισθωτικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών διά κεφάλαιον 27.056 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων) ωρίσθη επιμελεία του επισπεύδοντος δανειστού Ε. Α. (ήδη αποθανόντος αρχικού δευτέρου των καθ’ ων η ανακοπή, για τον οποίο κλήθηκαν οι κληρονόμοι του, όπως προαναφέρθηκε) αναγκαστικός πλειστηριασμός οριζοντίων ιδιοκτησιών της εφεσιβλήτου (ήδη αναιρεσίβλητης) και δη του υπό στοιχεία “Γ-2” διαμερίσματος του τρίτου υπέρ το ισόγειον ορόφου (επιφάνειας 77,87 μ2), της υπό στοιχεία “ΑΠΟΘΗΚΗ 4” αποθήκης του υπογείου (επιφάνειας 3,77 μ2) και της υπό στοιχεία “Ρ1” περικλείστου θέσεως σταθμεύσεως (επιφάνειας 14,85 μ2) εντός οικοπέδου κειμένου επί της οδού … αριθ. 3 του δήμου Α. Ι. Ρ. νομού Αττικής… Ο πλειστηριασμός διηνεργήθη την 28η Σεπτεμβρίου 2011 και τα εκπλειστηριασθέντα ακίνητα κατεκυρώθησαν εις την εκκαλούσα (αρχική πρώτη καθής η ανακοπή- ήδη αναιρεσείουσα) αντί τιμής 109.960 (= 93.600 ευρώ + 3.350 ευρώ + 13.010) ευρώ αντιστοίχως, συνταγεισών της υπ’ αριθ. 22578/28-9- 2011 εκθέσεως αναγκαστικού πλειστηριασμού, της υπ’ αριθ. 22836/21-12-2011 περιλήψεως κατακυρωτικής εκθέσεως και της υπ’ αριθ. 23369/22-12-2011 πράξεως διορθώσεως περιλήψεως κατακυρωτικής εκθέσεως της Συμβολαιογράφου Αθηνών Κ. Π. Το προαναφερόμενο διαμέρισμα τυγχάνει το μοναδικό εις την κυριότητα της εφεσιβλήτου. Η διά των δικογράφων της ανακοπής και των πρωτοβαθμίων και δευτεροβαθμίων προτάσεων δήλωσις από την εφεσίβλητον της οδού … αριθ. 12 εν … Αττικής ως διευθύνσεως κατοικίας της, δεν καταδεικνύει αφ’ εαυτής τυχόν δικαίωμα κυριότητος της ιδίας επί του ως άνω ακινήτου, λαμβανομένου υπ’ όψιν, αφ’ ενός ότι βάσει της από 7-7-2014 αναλυτικής καταστάσεως μισθωμάτων “Ε2″ του Σ. Μ. (πατρός της εφεσιβλήτου) προς το Υπουργείο Οικονομικών η εφεσίβλητος δηλούται ως φιλοξενούμενη (μετά του συζύγου της) υπό του πατρός της εντός της ως άνω κατοικίας και αφ’ ετέρου ότι δεν προσεκομίσθη υπό της εκκαλούσης οιοσδήποτε συμβολαιογραφικός τίτλος κτήσεως ή πιστοποιητικόν οικείου υποθηκοφυλακείου, διά των οποίων να προκύπτει η κυριότης της εφεσιβλήτου επί του ως άνω ακινήτου. Ούτε διά μόνης της εις προγενέστερον χρόνον (εντός του από 26-8-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού περί μισθώσεως του εκπλειστηριασθέντος διαμερίσματος της εφεσιβλήτου και εντός του από 2-12-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού ρυθμίσεως οφειλής εκ δανείου μεταξύ των αντιδίκων) δηλώσεως ως διευθύνσεως κατοικίας της εφεσιβλήτου την οδόν … αριθ. 50 εν Α. Αττικής και την οδόν … αριθ. 36 εν … Αττικής αντιστοίχως, καταδεικνύεται ότι η ως άνω διάδικος είχε στην κυριότητά της τα ως άνω ακίνητα εγκατοικήσεώς της. Ούτε ο σύζυγός της τυγχάνει κύριος κάποιου ακινήτου, όπως προκύπτει διά της από 3-3- 2012 αποδείξεως υποβολής δηλώσεως στοιχείων ακινήτου περιουσίας της εφεσιβλήτου και του συζύγου της προς το Υπουργείο Οικονομικών. Ούτε αναιρείται η ιδιότης του εκπλειστηρασθέντος διαμερίσματος ως κυρίας κατοικίας της εφεσιβλήτου εκ του γεγονότος της φιλοξενίας της εις την οικίαν του … καθώς έπραξε τούτο προς τον σκοπόν εκμισθώσεως του εκπλειστηριασθέντος διαμερίσματος χάριν προσπορισμού εισοδήματος εκ μισθωμάτων προς αντιμετώπισιν της δεινής οικονομικής καταστάσεως της οικογένειας της. Επιπλέον, βάσει της δηλώσεως φόρου εισοδήματος του οικονομικού έτους 2013 τα δηλωθέντα εισοδήματα της ιδίας και του συζύγου της ανήλθαν σε 1.541,99 ευρώ και 5.094,96 ευρώ αντιστοίχως και συνακολούθως το διαθέσιμο μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβιώσεως, όπως αυτές προσδιορίζονται διά του άρθρου 53 Ν. 3869/2010, προσαυξημένες κατά 70%. Η δε αντικειμενική αξία του εκπλειστηριασθέντος διαμερίσματος δεν υπερβαίνει το ύψος των 180.000 ευρώ (πλέον 40.000 ευρώ διά τον έγγαμο οφειλέτη) και επίσης η εκκαλούσα είναι συνεργάσιμος δανειολήπτης. Βάσει των προαναφερομένων ουσιαστικών προϋποθέσεων ο πλειστηριασμός της οριζοντίου ιδιοκτησίας του προαναφερθέντος διαμερίσματος έγινε σε ημερομηνία εμπίπτουσαν εις την απαγόρευσιν του άρθρου 19§1 Ν. 3869/2010, όπως ίσχυε μετά την εφαρμογή των άρθρων 36 Ν. 3910/2011 και 46§2 Ν. 3986/2011, και είναι αυτοδικαίως άκυρος. Ορθώς, κατά συνέπειαν, έκρινε τις αποδείξεις το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και κατά παραδοχή του αντιστοίχου λόγου ανακοπής ακύρωσε την υπ’ αριθ. 22578/2011 έκθεσιν αναγκαστικού πλειστηριασμού της Συμβολαιογράφου Αθηνών Κ. Π., κατά το μέρος εκπλειστηριάσεως του προαναφερθέντος διαμερίσματος”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε τον μοναδικό λόγο έφεσης της δεύτερης των καθ’ ων η ανακοπή και ήδη αναιρεσείουσας, η οποία ήταν η υπερθεματίστρια, στην οποία κατακυρώθηκε το ακίνητο στον πλειστηριασμό, όπως και την έφεση στο σύνολό της, και επικύρωσε την εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η ανακοπή της αναιρεσίβλητης και είχε ακυρωθεί η ανωτέρω έκθεση πλειστηριασμού και κατακύρωσης, κατά το μέρος, που αφορούσε το διαμέρισμα εμβαδού 77, 87 τ.μ.
Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 9 παρ. 2 και 19 παρ. 1 Ν. 3869/2010, όπως η τελευταία τροποποιήθηκε διαδοχικά με τα άρθρα 36 Ν. 3910/2011 και 46 παρ. 2 Ν. 3986/2011,σε συνδυασμό με την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 Ν. 1078/1980, οι οποίες ήταν εφαρμοστέες στην προκειμένη περίπτωση, λόγω του χρόνου διενέργειας του πλειστηριασμού του επιδίκου διαμερίσματος, και επομένως ορθά επικύρωσε την εκκαλούμενη απόφαση, που είχε κάνει εν μέρει δεκτή την ανακοπή της αναιρεσίβλητης και είχε ακυρώσει τον πλειστηριασμό, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις ανέλεγκτες αναιρετικά ουσιαστικές παραδοχές της απόφασης, ο πλειστηριασμός αυτός, αφενός μεν αφορούσε στο μοναδικό ακίνητο της εγγάμου αναιρεσίβλητης, που μπορούσε να χρησιμεύσει ως κυρία κατοικία της και η αντικειμενική του αξία, δεν υπερέβαινε το όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, που ήταν (200.000 + 50.000 επειδή ήταν έγγαμη =) 250.000 ευρώ, προσαυξημένο κατά 50%, αφετέρου δε διενεργήθηκε σε χρόνο που απαγορευόταν αυτός και συνεπώς καταφάσκεται το αποδεικτικό του πόρισμα ότι ο πλειστηριασμός αυτός ήταν άκυρος και ότι πρέπει να γίνει δεκτή η ανακοπή κατά το σκέλος που ζητούσε την ακύρωσή του. Εξάλλου, με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον παρατίθενται στην απόφαση με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς αντιφατικές ή ενδοιαστικές διατυπώσεις τα, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο ως άνω αποδεικτικό του πόρισμα, με τις υποστηρίζουσες αυτό αναιρετικά ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές: α) ότι με επίσπευση του αρχικού δεύτερου των καθ’ ων η ανακοπή Ε. Α. και με εκτελεστό τίτλο την 2191/2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εκπλειστηριάστηκαν αναγκαστικά, στις 28/9/2011 τρεις οριζόντιες ιδιοκτησίες της αναιρεσίβλητης, που βρίσκονται σε οικοδομή κείμενη στην οδό … 3 στον … Αττικής, και συγκεκριμένα το Γ-2 διαμέρισμα του τρίτου ορόφου, εμβαδού 77,87 τ.μ., η αποθήκη του υπογείου με αριθμό 4, εμβαδού 3,77 τ.μ. και η περίκλειστη θέση στάθμευσης, με αριθμό Ρ-1, εμβαδού 14,85 τ.μ., και υπερθεματίστρια αναδείχθηκε η αναιρεσείουσα, στην οποία και κατακυρώθηκαν αυτά, β) ότι το εκπλειστηριασθέν διαμέρισμα αποτελούσε το μοναδικό ακίνητο ιδιοκτησίας της έγγαμης αναιρεσίβλητης, το οποίο μπορούσε να χρησιμεύσει ως κύρια κατοικία της και γ) ότι η αντικειμενική αξία του διαμερίσματος αυτού δεν υπερέβαινε το ποσό των 220.000 ευρώ. Εξάλλου, αντίθετα από ότι υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, η μη αναφορά του ακριβούς ποσού της αντικειμενικής αξίας του επιδίκου διαμερίσματος δεν αποτελεί ανεπαρκή αιτιολογία της απόφασης, αφού αρκεί για να στηρίξει το διατακτικό η αναφορά στην απόφαση ότι η αξία αυτή δεν υπερβαίνει τις (180.000 + 40.000 γιατί είναι έγγαμη =) 220.000 ευρώ, δεδομένου ότι, κατά τον χρόνο του επιδίκου πλειστηριασμού, το αφορολόγητο όριο για την απόκτηση πρώτης κατοικίας για τον έγγαμο, όπως η αναιρεσίβλητη, ήταν (200.000 + 50.000 =) 250.000 ευρώ και με την προσαύξηση του ποσοστού του 50%, που προέβλεπε η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010 το όριο για την προστασία του διαμερίσματος από πλειστηριασμό ανερχόταν σε 375.000 ευρώ και, συνεπώς, υπερέβαινε σε κάθε περίπτωση το ανώτατο ποσό των 220.000 ευρώ, που δέχθηκε το Εφετείο. Επίσης οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας ότι η απόφαση δεν έχει επαρκείς αιτιολογίες γιατί δεν αναφέρει τα εισοδήματα της αναιρεσίβλητης για το έτος 2011 και δεν λέει συγκεκριμένα περιστατικά για να δεχθεί ότι αυτή είναι συνεργάσιμος δανειολήπτης, είναι αβάσιμες, αφού στηρίζονται σε αναληθή προυπόθεση, γιατί οι αναφορές αυτές δεν ήταν αναγκαίες για να στηρίξουν το διατακτικό της απόφασης, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε και αντίθετα από ό,τι υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, οι ανωτέρω προϋποθέσεις στο άρθρο 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 τέθηκαν από 1/1/2016 και εφεξής με τον Ν. 4346/2016 και δεν εφαρμόζονται στην κρινόμενη υπόθεση, κατά την οποία τυγχάνει εφαρμογής το ανωτέρω άρθρο 9 παρ. 2, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο διενέργειας του πλειστηριασμού, για την εφαρμογή του οποίου δεν απαιτούντο τα ανωτέρω στοιχεία.
Συνεπώς, οι πρώτος, κατά το πρώτο σκέλος, και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις ανωτέρω από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες, είναι αβάσιμοι.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 73 και 556 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι κύρια θετική προϋπόθεση για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης αποτελεί και η ύπαρξη έννομου συμφέροντος στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος. Το έννομο συμφέρον για την άσκηση αναίρεσης του διαδίκου που νίκησε ή νικήθηκε πρέπει να υπάρχει τόσο κατά τον χρόνο άσκησης όσο και κατά τον χρόνο της συζήτησής της και απαιτείται όχι μόνο γενικώς για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης, αλλά και ειδικώς για κάθε επιμέρους λόγο αναίρεσης. Ειδικότερα το έννομο συμφέρον προκύπτει από τη βλάβη που υπέστη ο διάδικος από την προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει δε να είναι ατομικό και άμεσο του διαδίκου ο οποίος υφίσταται τη βλάβη. Βλάβη υπάρχει όταν απορρίπτονται ολικά ή μερικά οι αιτήσεις του αναιρεσείοντος ή γίνονται ολικά ή μερικά έναντι αυτού οι αιτήσεις του αντιδίκου του, υπέρ του οποίου η προσβαλλόμενη περιέχει σχετική διάταξη (ΑΠ 1163/2019, ΑΠ 985/2015, ΑΠ 2134/2014). Η συνδρομή του εννόμου συμφέροντος, η οποία ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση. Εφόσον δε το έννομο συμφέρον δεν θεμελιώνεται στο δικόγραφο της αναίρεσης ή δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 263/2023, ΑΠ 319/2022, ΑΠ 1163/2019). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο, κατά το δεύτερο σκέλος, λόγο τη αίτησης αναίρεσης, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την ίδια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 1078/1980, το οποίο ήταν εφαρμοστέο, και έτσι εσφαλμένα, για την εξεύρεση του ορίου αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, δεν συνυπολόγισε στην αξία του διαμερίσματος και τις αξίες της αποθήκης και της θέσης στάθμευσης, που εκπλειστηριάστηκαν μαζί του. Ο λόγος αυτός είναι, προεχόντως, αόριστος και γι’ αυτό απαράδεκτος, καθόσον η αναιρεσείουσα δεν αναφέρει σε αυτόν, ότι η αποθήκη και η θέση στάθμευσης αποκτήθηκαν με το ίδιο συμβόλαιο με το επίδικο διαμέρισμα, όπως απαιτεί η ανωτέρω διάταξη για την εφαρμογή της, σε κάθε δε περίπτωση είναι απαράδεκτος, διότι η αναιρεσείουσα δεν επικαλείται, ούτε και προκύπτει άλλωστε, έννομο συμφέρον της για την προβολή της ανωτέρω πλημμέλειας, αφού, ειδικότερα, αυτή δεν επικαλείται ότι, αν συνυπολογιζόταν στην αντικειμενική αξία του διαμερίσματος και η αντικειμενική αξία της αποθήκης και της θέσης στάθμευσης, το σύνολο υπερβαίνει το όριο των (200.000 + 50.000 =) 250.000 ευρώ προσαυξημένο κατά ποσοστό 50%, ήτοι το ποσό των 375.000 ευρώ, και ότι, συνεπώς, θα έπρεπε να απορριφθεί η ανακοπή λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 19 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, δεδομένου ότι, σε διαφορετική περίπτωση, κατά την οποία δηλαδή το σύνολο δεν υπερβαίνει το όριο αυτό, ο σχετικός ισχυρισμός της καθίσταται αλυσιτελής, διότι δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την εγκυρότητα του πλειστηριασμού του διαμερίσματος και την απόρριψη της ανακοπής, αφού, όπως προαναφέρθηκε, η έγγαμη αναιρεσίβλητη προστατευόταν από τον πλειστηριασμό του αποτελούντος την μοναδική κύρια κατοικία διαμερίσματος της, εφόσον η αξία του ήταν μέχρι του ποσού αυτού των 375.000 ευρώ.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου αυτής στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4/10/2016 αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία”…”, για την οποία νόμιμα παρίσταται και συνεχίζει την δίκη η καθολική της διάδοχος ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “… … Α. Ε.”, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 372/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Δεκεμβρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Ιανουαρίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 83/2024 Ακύρωση πλειστηριασμού προστατευόμενης κύριας κατοικίας βάσει Ν. 3869/2010
Πηγή :