Αριθμός 673/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α3′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Κατσιάνη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Στέφανο-Σπυρίδωνα Πανταζόπουλο -Εισηγητή, Κορνηλία Πανούτσου, Χρυσούλα Πλατιά και Παναγιώτη Λυμπερόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 11 Μαρτίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Μ. Σ., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1.Ά. Α. του Α., κατοίκου … και 2.Σ. Α. του Α., κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ηλία Κοντογιάννη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου Ε.-Χ. Β. Τ., φερομένης και ως θυγατέρας Γ. Σ. του Ν., κατοίκου … και προσωρινά Αθηνών, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22.02.2006 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5032/2013 μη οριστική και 4010/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5107/2017 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 14.09.2019 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Aπό τις διατάξεις των άρθρων 108, 110 παρ. 2, 498 παρ. 1, 568 παρ. 1 και 2 και 576 παρ. 1-3 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν μετάσχει με τον προσήκοντα τρόπο σ’ αυτή κάποιος διάδικος, το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επέσπευσε τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης και αν τη συζήτησή της επέσπευσε εγκύρως ο απολειπόμενος διάδικος, κλητεύοντας νόμιμα και εμπρόθεσμα τους λοιπούς ή κλητεύθηκε ο ίδιος νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση άλλο διάδικο, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Στην προκειμένη περίπτωση από την υπ’ αριθμ. 7654/28-12-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Σ. Ν., που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι αναιρεσείοντες, προκύπτει, ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 14-9-2019 αναίρεσης με την πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, με τις κάτω απ’ αυτήν απόδειξη παραλαβής και βεβαίωση αποστολής θυροκολληθέντος εγγράφου, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως προς την αναιρεσίβλητη. Επομένως, αφού αυτή δεν εμφανίσθηκε κατά την παραπάνω δικάσιμο κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε κατέθεσε, κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, δήλωση μη παράστασης κατά τη δικάσιμο αυτή, πρέπει, παρά την απουσία της, η συζήτηση της υπόθεσης να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα.
Υπόκειται προς κρίση η από 14-9-2020 αίτηση για αναίρεση της εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων κατά την τότε ισχύουσα ειδική διαδικασία των σχέσεων γονέων και τέκνων (άρθρα 614επ. ΚΠολΔ) υπ’ αριθμ. 5107/2017 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε η από 4-10-2016 έφεση των εκκαλούντων-εναγόντων, ήδη αναιρεσειόντων, κατά της υπ’ αριθμ. 4010//2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία είχε απορρίψει ως απαράδεκτη την από 22-2-2006 αγωγή τους κατά της εναγομένης, ήδη αναιρεσίβλητου, για την προσβολή των υπ’ αριθμ. … και … συμβολαιογραφικών πράξεων των συμβολαιογράφων Αθηνών Ν. Σ. και Ε. συζ. Δ. Β. αντίστοιχα με την πρώτη από τις οποίες ο ετεροθαλής αδελφός των εναγόντων Γ. Σ. είχε αναγνωρίσει ως γνήσιο εκτός γάμου τέκνο του την εναγόμενη και με την δεύτερη αποδέχθηκε την ως άνω αναγνώριση η μητέρα της Β. Τ. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ.1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να εξεταστεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.
Από τη διάταξη του άρθρου 68 του ΚΠολΔ με την οποία ορίζεται ότι δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 216 παρ.1 στοιχ. α του ιδίου κώδικα, κατά την οποία το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, προκύπτει ότι η νομιμοποίηση των διαδίκων, τόσο η ενεργητική, όσο και η παθητική αναφορικά με την επίδικη έννομη σχέση καθορίζεται κατά κανόνα από το ουσιαστικό δίκαιο, τόσο ως προς το αντικείμενο αυτής, όσο και ως προς τους φορείς της (δικαιούχο και υπόχρεο). Κατά συνέπεια, η από το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένη κρίση ότι ο ενάγων νομιμοποιείται ενεργητικά και ο εναγόμενος νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση της αγωγής ελέγχεται από τον αριθμ. 1 του όρθρου 559 (ή τον αριθμό 1 του άρθρου 560) του ΚΠολΔ προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης, διότι προϋποθέτει παραβίαση από το ίδιο δικαστήριο κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 18/2005, ΑΠ 1002/2017, 1383/2010). Όταν όμως το δικαστήριο δεν εξετάζει την ουσία της υπόθεσης και απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη, επειδή από τα ιστορούμενα στην αγωγή και με μόνη την ανάγνωσή τους προκύπτει ότι ο ενάγων με βάση τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου δεν είναι ο φορέας του αγωγικού δικαιώματος, τότε η έλλειψη αυτής της διαδικαστικής προϋπόθεσης της ενεργητικής νομιμοποίησης ελέγχεται με τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (πρβλ ΑΠ 1642/2018, 255/2010, 1070/2006) αν παρά το νόμο κήρυξε ή μη απαράδεκτο. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1477 ΑΚ την εκούσια αναγνώριση τέκνου γεννηθέντος εκτός γάμου μπορούν να προσβάλλουν α) το τέκνο που αναγνωρίστηκε και σε περίπτωση θανάτου του ή κήρυξής του σε αφάνεια οι κατιόντες του, β) καθένας από τους γονείς της μητέρας, αν αυτή κατά την αναγνώριση είχε πεθάνει ή είχε κηρυχθεί σε αφάνεια ή δεν είχε δικαιοπρακτική ικανότητα, γ) ο παππούς ή η γιαγιά της πατρικής γραμμής που δεν είχε προβεί στην αναγνώριση κατ’ άρθρο 1475 παρ. 3 ΑΚ, διότι προφανώς διαφωνούσε (άρθρο 1477 παρ. 2 ΑΚ). Η προσβολή της ως άνω αναγνώρισης είναι δικαίωμα διαπλαστικό και προσωποπαγές και μπορούν να το ασκήσουν μόνον τα ως άνω πρόσωπα και δεν μεταβιβάζεται, ούτε ασκείται πλαγιαστικώς, εν όψει του σκοπού της ως άνω διάταξης που είναι η ανάγκη διασφάλισης της οικογενειακής γαλήνης και της προστασίας του τέκνου από την διαρκή αμφισβήτηση της προσωπικής του κατάστασης. Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι με την από 22-2-2006 αγωγή τους οι τρίτος και τέταρτος των εναγόντων (οι πρώτος και δεύτερος ενάγοντες παραιτήθηκαν νομοτύπως από το δικόγραφο αυτής) ετεροθαλείς αδελφοί του θανόντος αδελφού τους Γ. Σ., προσέβαλαν, μεταξύ των άλλων, την εκούσια αναγνώριση απ’ αυτόν της εναγομένης ως γνήσιου τέκνου του, η οποία έγινε με την υπ’ αριθμ. … συμβολαιογραφική πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών Ν. Σ. και την οποίαν (αναγνώριση) αποδέχθηκε η μητέρα της Β. Τ. με την υπ’ αριθμ. … συμβολαιογραφική πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών Ε. συζ. Δ. Β. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 4010/2014 οριστική απόφαση, η οποία απέρριψε αυτήν ως απαράδεκτη ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης των εναγόντων. Την ως άνω απόφαση προσέβαλαν οι τελευταίοι με την από 4-10-2016 έφεσή τους ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, η οποία επίσης απέρριψε την ως άνω έφεση με την ίδια ως άνω αιτιολογία ότι οι ενάγοντες ετεροθαλείς αδελφοί του προαναφερθέντος αναγνωρίσαντος την εναγόμενη ως γνήσιο τέκνο του δεν νομιμοποιούνται ενεργητικώς για την άσκηση της ως άνω αγωγής. Με αυτά που δέχθηκε και έκρινε το Εφετείο δεν κήρυξε, παρά το νόμο, απαράδεκτο της αγωγής, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα πρόταση, τα αντίθετα δε υποστηριζόμενα από τους αναιρεσείοντες με τον πρώτο λόγο της ένδικης αναίρεσης από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και κατ’ ορθή νοηματική εκτίμηση του προαναφερθέντος λόγου από τον αρ. 14 του ίδιου ως άνω άρθρου, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Κατά τα λοιπά, πρέπει να απορριφθούν και οι λοιποί λόγοι αναίρεσης από τους αρ. 8, 10 και 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ως προδήλως απαράδεκτοι, διότι αυτοί προσήκουν όταν το δικαστήριο έχει εισέλθει στην ουσία της υπόθεσης, ενώ εδώ η ένδικη αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.
Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η άνω αίτηση αναίρεσης. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί, κατά την παρ. 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η εισαγωγή του παραβόλου των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ, που καταβλήθηκε από τους αναιρεσείοντες, στο Δημόσιο Ταμείο. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται σε βάρος τους ελλείψει αιτήματος της αναιρεσίβλητης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης κατά της υπ’ αριθμ. 5107/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Απριλίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 13 Μαΐου 2024.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ