Αριθμός 64/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Κλεόβουλο – Δημήτριο Κοκκορό και Βαρβάρα Πάπαρη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 29 Μαΐου 2023, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Κ. Ν. Κ., κατοίκου Σητείας. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Σπανουδάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Μ. του Γ. και 2) Ν. Μ. του Γ., αμφοτέρων κατοίκων …. Αττικής. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Χειρδάρη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6-7-2011 αγωγή του αρχικού διαδίκου Γ. Μ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λασιθίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 68/2014 του ίδιου Δικαστηρίου, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθ. 10/2015 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, και 1/2017 του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Κατά της τελευταίας απόφασης ασκήθηκε αναίρεση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 826/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την υπ’ αριθ. 1/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, κατά το μέρος που αναφέρεται στο αιτιολογικό και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Τριμελές Εφετείο Ανατολικής Κρήτης, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Στη συνέχεια εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 79/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 21-11-2021 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ’ αριθ. 79/2021 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Ο αρχικώς ενάγων Γ. Μ. άσκησε, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου, την από 6-7-2011 αγωγή του κατά του εναγομένου Κ. Κ.-ήδη αναιρεσείοντα, με την οποία εξέθεσε τα εξής: Ότι δυνάμει του υπ’ αριθ. 3087/2-7-1991 προσυμφώνου μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου εργολαβικού συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σ. Θ. Β., ανέθεσε στον εναγόμενο, ως εργολάβο, την ανέγερση πολυώροφης οικοδομής μέχρι το στάδιο του εξ οπλισμένου σκυροδέματος σκελετού στο περιγραφόμενο οικόπεδό του και συμφωνήθηκε στον μεν εναγόμενο να περιέλθει ως εργολαβικό αντάλλαγμα ποσοστό 583/1000 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου και λοιπών κοινόχρηστων μερών της οικοδομής, με τις αντιστοιχούσες στο ποσοστό αυτό οριζόντιες ιδιοκτησίες, στον ίδιο δε, ως οικοπεδούχο, να περιέλθει ως αντιπαροχή, ποσοστό 417/1000 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, που αντιστοιχεί στις οριζόντιες ιδιοκτησίες με στοιχεία Ι1, Α1 και Β1 (διαμερίσματα), οι οποίες συστήθηκαν με την 3465/5-6-1992 πράξη του αυτού συμβολαιογράφου. Ότι στη συνέχεια με το 3607/1.10.1992 προσύμφωνο πώλησης του ίδιου συμβ/φου, ο ίδιος οικοπεδούχος προσυμφώνησε να πωλήσει στον εργολάβο εναγόμενο το με στοιχείο Ι1 από τα παραπάνω διαμερίσματα της αντιπαροχής του, με την υποχρέωση ο τελευταίος να προβεί στις αναφερόμενες στην αγωγή εργασίες στα λοιπά διαμερίσματα της αντιπαροχής (Α1 και Β1), εργασίες που συμφωνήθηκε να αποπερατωθούν το αργότερο μέχρι και τις 30-6-1993, για κάθε δε ημέρα καθυστέρησης ο εναγόμενος θα υποχρεούτο να του καταβάλει τη συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα. Ότι, ακολούθως, δυνάμει του υπ’ αριθ. 3685/18-12-1992 συμβολαίου γονικής παροχής του ίδιου ως άνω συμβ/φου που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε κατά κυριότητα τις ως άνω οριζόντιες ιδιοκτησίες στα τέκνα του Ε. και Ν. Μ.-ήδη αναιρεσίβλητους και δη τη με στοιχείο Α1 στον πρώτο και τη με στοιχείο Β1 στο δεύτερο. Ότι ο εναγόμενος καθυστέρησε την εκτέλεση των εργασιών στα παραπάνω διαμερίσματα και την παράδοσή τους με τις εργασίες αυτές αποπερατωμένες, με συνέπεια να καταπέσει υπέρ αυτού η συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα συνολικού ύψους 10.300.000 δρχ. ή 30.227,44 ευρώ, ενώ το έργο που εκτέλεσε έως το έτος 1995, εμφάνιζε τα αναφερόμενα ουσιώδη πραγματικά ελαττώματα και ελλείψεις, τόσο στους κοινόχρηστους χώρους, όσο και στα ως άνω διαμερίσματα (Α1 και Β1), τα οποία, ειδικότερα, παρουσίαζαν ελλείψεις συνομολογηθεισών ιδιοτήτων ως προς το εμβαδόν, το ύψος, την κατασκευή εσωτερικών καπνοδόχων, το πλάτος των παραθύρων των λουτρών και τα εμφανή σκυροδέματα στους εξώστες αυτών, όπως ειδικότερα οι ελλείψεις αυτές αναλύονται στην αγωγή Με βάση τα παραπάνω ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος: α) ως προς τα ελαττώματα των κοινοχρήστων μερών να άρει τα αυθαίρετα κτίσματα στους κοινόχρηστους χώρους, δηλαδή να διαμορφώσει το διαμέρισμα της πυλωτής σε αποθήκες, να νομιμοποιήσει την αυθαίρετη πισίνα, να άρει το τοιχίο περίφραξης επί της δημοτικής οδού και να αποκαταστήσει την επιφάνεια του οικοπέδου, άλλως να παρασχεθεί σε αυτόν το δικαίωμα να προβεί στις πράξεις αυτές και να του επιδικαστεί το ποσό της σχετικής δαπάνης συνολικού ύψους 15.876,75 ευρώ, επιδικαζομένης σε αυτόν νομιμοτόκως, επικουρικά δε και σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι ο τελευταίος δεν υπέχει υποχρέωση διορθώσεως, να του επιδικαστεί το παραπάνω ποσό ως αποζημίωση επίσης νομιμότοκα, β) ως προς τα ελαττώματα των διαμερισμάτων να άρει την καπνοδόχο που διέρχεται απ’ αυτά, αποκαθιστώντας το δάπεδο και την οροφή και να αποκαταστήσει την επιφάνεια του εμφανούς σκυροδέματος των εξωστών αυτών με την κατασκευή επιχρισμάτων, άλλως να παρασχεθεί σε αυτόν το δικαίωμα να προβεί στις πράξεις αυτές και να του επιδικαστεί το ποσό της σχετικής δαπάνης συνολικού ύψους 1.467,35 ευρώ, επιδικαζομένης σε αυτόν νομιμοτόκως, καθώς και να του καταβάλει ως αποζημίωση για τα λοιπά ελαττώματα και για την καταπεσούσα ποινική ρήτρα το ποσό των 72.258,25 ευρώ, νομιμότοκα μέχρις εξοφλήσεως και γ) να άρει το καταργηθέν σύστημα διάθεσης λυμάτων (βόθρων) και να μεταφέρει τα μπάζα από το γειτονικό του ακίνητο, άλλως να παρασχεθεί σε αυτόν το δικαίωμα να προβεί στις πράξεις αυτές και να του επιδικαστεί το ποσό της σχετικής δαπάνης συνολικού ύψους 660,31 ευρώ, επιδικαζομένης σε αυτόν νομιμοτόκως. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. 68/2014 απόφασή του, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθ 10/2015 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο: α) να προβεί στην κατασκευή των επιχρισμάτων στους εξώστες των υπό στοιχεία Α1 και Β1 διαμερισμάτων, να άρει το τοιχίο περίφραξης και να ανακατασκευάσει αυτό στα πραγματικά όρια του ακινήτου, αποδίδοντας στην κοινή χρήση πλάτους από 0,89 μ. και σε περίπτωση αρνήσεώς του να επιτραπεί αυτό στον ενάγοντα με την καταβολή εκ μέρους του της δαπάνης την οποία καθόρισε στο συνολικό ποσό των 2.054,29 ευρώ, β) να διαμορφώσει το διαμέρισμα των 60 τ.μ. του υπογείου σε αποθήκες και σε περίπτωση αρνήσεώς του να επιτραπεί αυτό στον ενάγοντα με καταβολή εκ μέρους του της δαπάνης την οποία καθόρισε στο ποσό των 4.402,25 ευρώ, γ) να νομιμοποιήσει την πισίνα στον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής και σε περίπτωση αρνήσεώς του να επιτραπεί αυτό στον ενάγοντα με την καταβολή εκ μέρους του της δαπάνης την οποία καθόρισε στο ποσό των 1 .760,82 ευρώ, δ) να άρει την καπνοδόχο που βρίσκεται στη νοτιοδυτική γωνία του καθιστικού και να αποκαταστήσει το δάπεδο και την οροφή και σε περίπτωση αρνήσεώς του να επιτραπεί αυτό στον ενάγοντα με την καταβολή εκ μέρους του της δαπάνης την οποία καθόρισε στο ποσό των 21.467,35 ευρώ και ε) να καταβάλει στον αρχικώς ενάγοντα το ποσό των 38.150,44 ευρώ με το νόμιμο τόκο από 26-3-1998 και μέχρις εξοφλήσεως. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εναγόμενος άσκησε την από 20-8-2014 έφεση, ενώ στη συνέχεια, στις 21-12-2014, ο ως άνω αρχικώς ενάγων Γ. Μ. απεβίωσε χωρίς ν’ αφήσει διαθήκη και, μετά την αποποίηση της κληρονομίας από την σύζυγό του, κληρονομήθηκε ως εξ αδιαθέτου από τα τέκνα του Ν. και Ε. Μ., οι οποίοι αποδέχθηκαν αυτήν (κληρονομία) επ’ ωφελεία απογραφής και άσκησαν κατά της ίδιας ως άνω αποφάσεως την από 12-5-2015 έφεση. Επί των εφέσεων αυτών εκδόθηκε, η με αριθ. 1/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, με την οποία αυτές έγιναν δεκτές, εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση και απορρίφθηκε η αγωγή στο σύνολό της. Κατά της απόφασης αυτής οι εκκαλούντες της δεύτερης από 12-5-2015 έφεσης άσκησαν αναίρεση, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμ.826/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε εν μέρει η ως άνω απόφαση του Εφετείου και δη μόνο κατά τα κεφάλαια της αγωγής Β1 και Β2, που αφορούν στα αιτήματα της αγωγής, με τα οποία ο αρχικώς ενάγων ζήτησε την αποκατάσταση των ελαττωμάτων και ελλείψεων συμφωνημένων ιδιοτήτων των κοινόχρηστων χώρων της πολυκατοικίας και των διαμερισμάτων Α1 και Β1, άλλως η αποζημίωση αυτών και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές. Ακολούθως, το Τριμελές Εφετείο Ανατολικής Κρήτης, ως δικαστήριο της παραπομπής, εξέδωσε την προσβαλλόμενη υπ’αριθμ. 79/2021 οριστική απόφασή του, με την οποία,κατά παραδοχή και των δύο εφέσεων, εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση και αφού δικάστηκε η αγωγή, έγινε δεκτή εν μέρει και ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στους εξ απογραφής κληρονόμους του αρχικώς ενάγοντος το συνολικό ποσό των 18.310 ευρώ νομιμοτόκως. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε από τον αναιρεσείοντα(εναγόμενο), νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), η κρινόμενη, από 21-11-2021, αίτηση αναίρεσης, η οποία είναι, συνεπώς, παραδεκτή (άρθρο 577 παρ.1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
2. Κατά το άρθρο 681 ΑΚ “με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο, και ο εργοδότης, να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή”. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 688 – 690 ΑΚ που καθορίζουν λεπτομερώς την ευθύνη του εργολάβου αναλόγως με τη φύση των ελαττωμάτων και ελλείψεων, τα οποία φέρει το έργο που εκτελέστηκε από αυτόν, προκύπτει ότι ο εργοδότης δικαιούται να απαιτήσει: α) σε περίπτωση επουσιωδών ελαττωμάτων, είτε τη διόρθωση αυτών, είτε την ανάλογη μείωση της αμοιβής, β) σε περίπτωση ουσιωδών ελαττωμάτων, τα οποία καθιστούν το έργο άχρηστο, ή έλλειψης των συνομολογηθεισών ιδιοτήτων, είτε τη διόρθωση, είτε την ανάλογη μείωση της αμοιβής, είτε αντί αυτών να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση και γ) σε περίπτωση κατά την οποία οι ελλείψεις του έργου, οι οποίες ανάγονται, είτε σε ουσιώδη είτε σε επουσιώδη ελαττώματα, όσο και σε συμφωνημένες ιδιότητες, που οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργολάβου, ο εργοδότης δικαιούται, αντί υπαναχωρήσεως ή μειώσεως της αμοιβής, να απαιτήσει αποζημίωση για κάθε ζημία, η οποία προήλθε από το γεγονός ότι o εργολάβος δεν ανταποκρίθηκε υπαιτίως στις εκ της συμβάσεως υποχρεώσεις του να κατασκευάσει έργο που να φέρει τις συμφωνημένες ιδιότητες και χωρίς ελαττώματα (ΑΠ 162/2020). Έτσι, ο εργοδότης που επιδιώκει αποζημίωση με βάση το άρθρο 690 ΑΚ, όπως το τελευταίο ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 § 2 του ν.3043/2002, οφείλει να επικαλεστεί στην αγωγή του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 216 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ και να αποδείξει: α) την κατάρτιση της σύμβασης έργου, β) ότι το έργο εκτελέστηκε, γ) ότι το εκτελεσθέν έργο έχει ελλείψεις, που πρέπει να προσδιορίζονται, χωρίς να ενδιαφέρει η διάκρισή τους σε ουσιώδεις ή επουσιώδεις, και δ) τη ζημία που υπέστη από τις ελλείψεις του έργου, η οποία τελεί σε λογική ακολουθία με το ποσό της αποζημίωσης που ζητεί. Απαιτείται ακόμη για την ευθύνη του εργολάβου προς αποζημίωση και υπαιτιότητά του, την οποία όμως δεν υποχρεούται να επικαλεσθεί και αποδείξει ο εργοδότης, αλλά αρνητικά ο εργολάβος, επικαλούμενος έλλειψη υπαιτιότητας του ιδίου ή των προσώπων που χρησιμοποίησε για να εκτελέσει το έργο (ΑΠ 49/2022, ΑΠ 1273/2018, ΑΠ 985/2015, ΑΠ 156/2001). Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι η ενάσκηση της εκ του άρθρου 690 ΑΚ αξίωσης του εργολάβου, προϋποθέτει, εκτελεσθέν και παραδοθέν ή προσφερθέν προς παράδοση έργο, έστω και ελαττωματικό (ΑΠ 1263/2022, ΑΠ 162/2020, ΑΠ 203/2019, ΑΠ 345/2018, ΑΠ 1487/2017,ΑΠ 1273/2017, ΑΠ 361/2014,ΑΠ 1409/2010, ΑΠ 40/2010, ΑΠ 930/2004,ΑΠ 852/2003). Ως παράδοση του έργου νοείται η εκπλήρωση της κυρίας υποχρεώσεως του εργολάβου, συνισταμένη στην εκτέλεση και προσπόριση του έργου στον εργοδότη, στην περιέλευση δηλαδή αυτού στη σφαίρα εξουσιάσεως του τελευταίου, υπό την προϋπόθεση ότι το έργο είναι το προσήκον, ήτοι δεν είναι εντελώς διάφορο του συμφωνηθέντος, διότι τότε ο εργολάβος δεν θεωρείται ότι προεκπλήρωσε την παροχή του, ώστε να δικαιούται κατ’ άρθρο 694 Α.Κ. την συμφωνηθείσα αμοιβή του. Το ποσό της μείωσης προσδιορίζεται με τη μέθοδο του σχετικού υπολογισμού, δηλαδή, η διαφορά που υφίσταται ανάμεσα στην αξία του έργου, χωρίς την έλλειψη και στην αξία τούτου με την έλλειψη. Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της μείωσης είναι ο χρόνος παράδοσης του έργου (ΑΠ 1263/2022, ΑΠ 1327/2014, ΑΠ 423/1998). Στην απαλλαγή του εργολάβου από την ευθύνη του για ελλείψεις του έργου και συνεπώς στην κατάλυση του δικαιώματος του εργοδότη για αποζημίωση, οδηγεί, κατά το άρθρο 692 ΑΚ, και η έγκριση του έργου από τον εργοδότη, εκτός αν οι ελλείψεις δεν μπορούσαν να διαπιστωθούν με κανονική εξέταση, όταν έγινε η παραλαβή του έργου, ή αν ο εργολάβος τις απέκρυψε με δόλο. Έγκριση είναι η επιδοκιμασία του έργου από το εργοδότη, με την οποία αυτός αναγνωρίζει ότι το έργο δεν έχει ελλείψεις. Η έγκριση, που προϋποθέτει πραγματική παράδοση του έργου, μπορεί να είναι ρητή, με την έννοια ότι ο εργοδότης δήλωσε ότι το έργο εκτελέστηκε σύμφωνα με τους όρους και τις προδιαγραφές της εργολαβικής σύμβασης, ή σιωπηρή που μπορεί να συναχθεί από την ανεπιφύλακτη ή χωρίς διαμαρτυρία παραλαβή του έργου από τον εργοδότη, η οποία, περαιτέρω, προκύπτει και από τη μη έγερση αξίωσης κατά του εργολάβου εντός εύλογου χρόνου (ΑΠ 1254/2018, ΑΠ 1129/2017, ΑΠ 226/2012, ΑΠ 1199/2007). Προκύπτει έτσι όχι μόνο δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση του εργοδότη να εξετάσει το έργο, που του παραδίδεται και αναλόγως να το εγκρίνει ή να αρνηθεί την έγκρισή του, αν έχει ελλείψεις, διαφορετικά, αν δηλαδή παραλάβει το έργο χωρίς να το εξετάσει, φέρει αυτός τον κίνδυνο των ελλείψεων και υποχρεούται να καταβάλει στον εργολάβο τη συμφωνημένη αμοιβή του παρά την ύπαρξη ελλείψεων, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις παραπάνω εξαιρέσεις του άρθρο 692 ΑΚ. Η εξέταση του έργου θεωρείται κανονική, αν γίνει είτε από τον ίδιο τον εργολάβο ή από αντιπρόσωπό του ή και από τρίτο πρόσωπο στο οποίο ανατέθηκε η εξέταση και έγκριση του έργου, είτε από ειδικό που έχει τις αναγκαίες γνώσεις, αν κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών και την καλή πίστη οι ελλείψεις του συγκεκριμένου έργου δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές από οποιονδήποτε (ΑΠ 819/2019, ΑΠ 447/2016, ΑΠ 1511/2014). Παρά την έγκριση του εργοδότη ο εργολάβος ευθύνεται για τις ελλείψεις του έργου, αν αυτές δεν μπορούσαν να διαγνωσθούν με την παραπάνω εξέταση αυτού κατά την παραλαβή του και μάλιστα είτε έγινε η “κανονική” εξέταση είτε όχι (ΑΠ 361/2014, ΑΠ 226/2012, ΑΠ 46/2012, ΑΠ 1804/2001), είτε όταν ο εργολάβος απέκρυψε τις ελλείψεις αυτές με δόλο (ΑΠ 1216/2020). Περαιτέρω, η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παραβίαση από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, εάν το δικαστήριο για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσης του αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος προς θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκέστηκε σε λιγότερα, ενώ η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν αναφέρονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής, ελέγχεται ως παραβίαση από τους αριθμούς 14 ή 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 1273/2018). Σε κάθε όμως περίπτωση, η αοριστία του δικογράφου της αγωγής πρέπει να προτείνεται στο δικαστήριο της ουσίας για να δημιουργείται λόγος αναιρέσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ο σχετικός ισχυρισμός δεν είναι από εκείνους οι οποίοι κατ’εξαίρεση λαμβάνονται υπόψη και χωρίς να προταθούν στο δικαστήριο της ουσίας και ειδικώς δεν αφορά τη δημόσια τάξη. Όπως δε προκύπτει από την ανωτέρω διάταξη, το καθιερούμενο απαράδεκτο αναφέρεται σε όλους τους λόγους του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 192/2022,ΑΠ 978/2020, ΑΠ 673/2020, ΑΠ 344/2019, ΑΠ 279/2019, ΑΠ 966/2017). Ο ισχυρισμός για αοριστία της αγωγής, προτεινόμενος ή επαναφερόμενος ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί να αναφέρει ότι η αγωγή είναι αόριστη, αλλά πρέπει να αναφέρει τις συγκεκριμένες αοριστίες σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά που είναι απαραίτητα για τη στήριξη του αγωγικού δικαιώματος, εξ αιτίας των οποίων δεν παρέχεται η δυνατότητα στον εναγόμενο να αμυνθεί (ΑΠ 571/2004). Η καθυστερημένη προβολή του ισχυρισμού αυτού (περί αοριστίας του δικογράφου της αγωγής) σε μεταγενέστερο στάδιο της συζήτησης, θεωρείται παραδεκτή, καθόσον πρόκειται για δικονομικά προνομιακό ισχυρισμό (άρθ.527 αρ.3 ΚΠολΔ). Τέλος, ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθμ.8 ΚΠολΔ για λήψη ή μη υπόψη προταθέντος και έχοντος ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης πράγματος, προϋποθέτει “πράγμα” παραδεκτώς προταθέν, αφού διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υποχρεούται να το λάβει υπόψη. “Πράγματα” δε, θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος καθώς και οι κύριοι ή πρόσθετοι λόγοι έφεσης που αφορούν αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, ενώ δεν αποτελούν πράγματα και άρα δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναίρεσης αν δεν ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί που αποτελούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, καθώς και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ.ΑΠ3/1997, ΑΠ 1588/2017). Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 431/2019, ΑΠ 250/2014).
3. Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο, δεν έλαβε υπόψη του και δεν εξέτασε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος (ένσταση) περί αοριστίας της στηριζόμενης στις διατάξεις των άρθρων 688-690 ΑΚ αγωγικής αξίωσης, τον οποίο πρότεινε τόσο ως εκκαλών με την έφεσή του κατά της υπ’αριθμ.68/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου, όσο και ως εφεσίβλητος στην έφεση των αναιρεσιβλήτων κατά της ίδιας απόφασης με τις προτάσεις του και επανέφερε ως εφεσίβλητος με τις από 8-4-2021 προτάσεις του στο δικαστήριο της παραπομπής Τριμελές Εφετείο Ανατολικής Κρήτης, παραπονούμενος για την μη απόρριψη αυτής ως αόριστης, λόγω μη αναφοράς σ’ αυτή (αγωγή) ότι παραδόθηκε και παραλήφθηκε το εκτελεσθέν έργο και λόγω μη αναφοράς των ελλείψεων του έργου, καθώς και του μέτρου μείωσης της αξίας αυτού λόγω των παραπάνω ελλείψεων. Ο λόγος αυτός παραδεκτά προτείνεται από τον αναιρεσείοντα, ενόψει του ότι αυτός προέβαλε ως εφεσίβλητος, με τις μετ’αναίρεση προτάσεις του στο δικαστήριο της παραπομπής, ισχυρισμό περί αοριστίας κατ’αρθ. 527 αρ.3 ΚΠολΔ, είναι, όμως, αβάσιμος, διότι το Εφετείο με το να προχωρήσει στην έρευνα της ουσίας της ένδικης αγωγής του αρχικώς ενάγοντος και να την κρίνει βάσιμη κατ’ ουσίαν κατά ένα μέρος, δεχόμενο ως βάσιμο τους λόγους των εφέσεων περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και περί κακής εκτίμησης των αποδείξεων, κατά λογική αναγκαιότητα δέχθηκε και ότι η αγωγή κατά το επίδικο αίτημά της είναι ορισμένη και, συνεπώς, εκ του πράγματος έλαβε υπόψη και απέρριψε σιωπηρά τον πιο πάνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί αοριστίας ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν. Περαιτέρω, η αγωγή, κατά το ίδιο ως άνω αίτημα, με βάση το περιεχόμενο που προεκτέθηκε, είναι ορισμένη, καθόσον περιέχει όλα τα απαιτούμενα από τον νόμο στοιχεία, όπως αυτά αναλύθηκαν στην αρχή, ήτοι την κατάρτιση της σχετικής συμβάσεως, το εκτελεσθέν έργο, την ύπαρξη σ’ αυτό ουσιωδών ελαττωμάτων και τη ζημία του αρχικώς ενάγοντος. Αρκούσε δε η αναφορά για εκτέλεση και προσπόριση του έργου στον αρχικώς ενάγοντα εργοδότη, χωρίς ν’απαιτείται να εμπεριέχεται στην αγωγή ,για την πληρότητα και το ορισμένο αυτής, η πανηγυρική αναφορά για παράδοση και παραλαβή του έργου. Περαιτέρω, αναφέρονται στην αγωγή οι ελλείψεις του συμφωνηθέντος έργου (καθαρό ύψος διαμερισμάτων 2,45 μέτρα αντί 2,60 μέτρων των σχεδίων τομής του κτιρίου, πλάτος παραθύρων και λουτρών 0,43 μέτρα αντί των 0,75 μέτρων της οικοδομικής άδειας και των σχεδίων, εγκλωβισμός τους-των παραθύρων-από δοκό του οπλισμένου σκυροδέματος που έχει κατασκευασθεί στην εξωτερική πλευρά τους), το εμβαδόν κάθε διαμερίσματος 101,60 τετ.μέτρα, η μείωση της αξίας καθενός τούτων από τα παραπάνω ελαττώματα, ανερχόμενη κατά τον χρόνο παράδοσης του έργου σε 17.608,22 ευρώ για το καθένα, λόγω των ελαττωμάτων των λουτρών και η υποχρέωση εκτέλεσης του παραπάνω έργου χωρίς τα ελαττώματα, βάσει των σχετικών προσυμφώνων, των σχεδιαγραμμάτων και της οικοδομικής άδειας. Επομένως, εφόσον το Εφετείο δέχθηκε ότι η αγωγή είναι ορισμένη και ερεύνησε κατ’ ουσίαν αυτήν, ορθώς δεν εκήρυξε ακυρότητα και ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με το οποίο αποδίδεται στο Εφετείο και η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ,είναι αβάσιμος.
4. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ αναίρεση επιτρέπεται: “αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών”. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 14/2015, ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 27/1998). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση χωρεί αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/2008, ΟλΑΠ 15/2006). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 686/2021,ΑΠ 50/2020, ΑΠ 2/2019, ΑΠ 708/2017). 5. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα: “Με τις υπ’αριθμ.179/2004 και 58/2011 τελεσίδικες αποφάσεις του Εφετείου Κρήτης, που εκδόθηκαν μεταξύ των αυτών διαδίκων, κρίθηκαν τα ακόλουθα, που αποτελούν προδικαστικό ουσιαστικό ζήτημα κατά τη διάταξη του άρθρου 331 ΚΠολΔ στην παρούσα υπόθεση: Με το υπ’ αριθ. 3087/2-7-1991 προσύμφωνο του συμβολαιογράφου Σ. Θ. Β. Γ. Μ., κύριος οικοπέδου έκτασης 381,10 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση Ξ. Σ. Λ., ανέθεσε στον εναγόμενο εργολάβο (αναιρεσείοντα) την ανέγερση σε αυτό πολυώροφης οικοδομής σύμφωνα με τα συνημμένα στο προσύμφωνο αυτό σχεδιαγράμματα του αρχιτέκτονα- μηχανικού Α. Κ.. Ως αμοιβή του εναγομένου ορίστηκε η μεταβίβαση σε αυτόν των οριζόντιων αυτοτελών ιδιοκτησιών που στη συνέχεια καθορίστηκαν με το 3465/5-6-1992 συμβόλαιο σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας του συμβολαιογράφου Σ. Θ. Β., που μεταγράφηκε νόμιμα. Ειδικότερα, ο ως άνω οικοπεδούχος ανέλαβε την υποχρέωση (όρος με αριθμό 14 του παραπάνω προσυμφώνου) να μεταβιβάσει στον εργολάβο ή στα πρόσωπα που θα υποδείξει αυτός, (ο εργολάβος), όλα τα ποσοστά εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο που συμφωνήθηκαν με το εργολαβικό αυτό ή να προσυμφωνήσει την πώλησή τους, αμέσως μόλις εκδοθεί η άδεια ανέγερσης της οικοδομής και μόλις του το ζητήσει ο εργολάβος, τις οκτώ αποθήκες του υπογείου, το υπό στοιχείο Ι2 διαμέρισμα του ισογείου, το υπό στοιχείο Α2 διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, το υπό στοιχείο Β2 διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου και τα υπό στοιχεία Γ1 και Γ2 διαμερίσματα του τρίτου ορόφου, όπως αυτά περιγράφονται στην πιο πάνω πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, με τα αναλογούντα ποσοστά επί του εδάφους. Ο ενάγων-οικοπεδούχος θα κρατούσε τα με στοιχεία Ι1, Α1 και Β1 διαμερίσματα του ισογείου, δευτέρου ορόφου αντίστοιχα, έκτασης του καθενός 101,60 τμ με αντιστοιχούντα για το καθένα ποσοστά επί του εδάφους 139/1000. Με τη σύμβαση αυτή προβλεπόταν η κατασκευή της οικοδομής μέχρι το μπετόν, δηλαδή το σκελετό αυτής. Ο εναγόμενος μέχρι τον Οκτώβριο του 1992 είχε κατασκευάσει το έργο που του ανατέθηκε σύμφωνα και με την 1/13-1-1992 οικοδομική άδεια της πολεοδομίας Σητείας. Μετά από αυτά, με το 3607/1-10-1992 προσύμφωνο πώλησης του συμβολαιογράφου Σ. Θ. Β., ο ενάγων οικοπεδούχος υποσχέθηκε να μεταβιβάσει λόγω πωλήσεως στον εναγόμενο εργολάβο το με στοιχείο Ι1 διαμέρισμα του ισογείου, που, κατά τη σύμβαση αντιπαροχής, θα παρέμενε σε αυτόν, με την υποχρέωση του εργολάβου να προβεί στις εργασίες εσωτερικής και εξωτερικής τοιχοποιίας, εξωτερικών και εσωτερικών ασβεστοκονιαμάτων, υδραυλικών, ηλεκτρικών και αποχετευτικών εγκαταστάσεων, των εξωτερικών κουφωμάτων, των άλλων δύο διαμερισμάτων που λάμβανε από την αντιπαροχή στον πρώτο και δεύτερο όροφο της οικοδομής, καθώς και των κουφωμάτων του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου αξίας 500.000 δραχμών και να καταβάλει τις εισφορές του ΙΚΑ και άλλα ταμεία και τους φόρους. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, οι εν λόγω εργασίες έπρεπε να παραδοθούν στον οικοπεδούχο μέχρι την 30-6-1993. Περαιτέρω, συμφωνήθηκε ότι η δαπάνη των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων μερών της οικοδομής που αναλογούσε στα διαμερίσματα που παρέμεναν στον οικοπεδούχο θα βάρυνε εξ ολοκλήρου τον ίδιο τον οικοπεδούχο. Τον Δεκέμβριο του 1992 ο ενάγων οικοπεδούχος με το 3685/18-12-1992 συμβόλαιο γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Σ. Θ. Β. μεταβίβασε τα δυο πιο πάνω διαμερίσματα με τα αναλογούντα ποσοστά επί του εδάφους στα τέκνα του και ειδικότερα Ε. Μ. (πρώτο αναιρεσίβλητο) το με στοιχείο Α1 διαμέρισμα του πρώτου ορόφου και στον Ν. Μ. (δεύτερο αναιρεσίβλητο) το με στοιχείο Β1 διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου, παρέμενε ωστόσο ο ίδιος ο αντισυμβαλλόμενος του εναγομένου εργολάβου και φορέας των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη μεταξύ τους σύμβαση. Σε εκτέλεση της τελευταίας μεταξύ του πρώτου ενάγοντος και του εναγομένου συμβάσεως, ο εναγόμενος προέβη στις συμφωνηθείσες εργασίες, για τις οποίες ο ενάγων ισχυρίζεται ότι υπάρχουν ελλείψεις και ελαττώματα στους κοινόχρηστους χώρους και στα διαμερίσματα Α1 και Β1. Με την αριθμ.58/2011 απόφαση απορρίφθηκε στη συνέχεια η αγωγή ως προς τον ενάγοντα Γ. Μ. ως απαράδεκτη λόγω της επικουρικής εναγωγής για τις ίδιες αξιώσεις σε σχέση με τους ομοδίκους του Ν. και Ε. Μ.. Ο ενάγων (Γ. Μ.), άσκησε κατά του εναγομένου την κρινόμενη αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία έκανε δεκτή κατά ένα μέρος την αγωγή και υποχρέωσε τον τελευταίο να του καταβάλει το ποσό των 38.150,44€ με το νόμιμο τόκο από 26.3.1998 (χρόνο επίδοσης της προαναφερόμενης αγωγής), μέχρι την εξόφληση. Μετά την άσκηση εφέσεων από τους διαδίκους κατά της απόφασης αυτής εκδόθηκε η με αριθμ. 1/2017 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού η οποία εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και απέρριψε την αγωγή. Ειδικότερα ως προς τα αιτήματα αποζημίωσης για τις ελλείψεις και τα ελαττώματα στους κοινόχρηστους χώρους και στα διαμερίσματα απέρριψε αυτά, δεχόμενη ότι έχουν υποκύψει στη δεκαετή παραγραφή του άρθρου 693 ΑΚ. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε αναίρεση από τους ενάγοντες (ενν.τους εξ απογραφής κληρονόμους του αρχικώς ενάγοντος) και επ’ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 826/2021 [ορθόν: 2020] απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την απόφαση αυτή (1/2017) ως προς την προναφερόμενη διάταξη, δεχόμενο ότι η άσκηση της πρώτης αγωγής, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω της απαγορευμένης διαζευκτικής εναγωγής περισσοτέρων προσώπων, δεν επιφέρει ακυρότητα και ως εκ τούτου ισχύουν οι έννομες συνέπειές της άσκησής της, μεταξύ των οποίων και η διακοπή της παραγραφής….. Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα στη συνέχεια αναφορικά με τις ελλείψεις και ελαττώματα των διαμερισμάτων Α1 και Β1 αποδείχθηκαν τα εξής: Το μικτό ύψος των διαμερισμάτων (από το κάτω μέρος κάτω πλάκας μέχρι κάτω μέρος πάνω πλάκας, δηλαδή μπετόν και επικαλύψεις δαπέδου) είναι 2,80 μέτρα, όσο δηλαδή προβλέπεται από το με αριθμ 3087/2.7.991 προσύμφωνο μεταβίβασης ποσοστών και εργολαβική σύμβαση και το με αριθ.3465/5.6.1992 συμβόλαιο σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και αναφέρεται στο σχέδιο της τομής του κτιρίου (το καθαρό ύψος δεν αναφέρεται). Το καθαρό ύψος του διαμερίσματος είναι 2,45 μέτρα, ύψος που απέχει κατά πολύ (0,15) από το καθαρό ύψος που αναφέρεται στο σχέδιο της τομής του κτιρίου, όπου το μικτό ύψος αναλύεται σε 2,60 μέτρα (καθαρό ύψος+0,20 μ. (μπετόν και επικαλύψεις δαπέδου)=2,80 μέτρα μείωσης αυτής το ύψος των διαμερισμάτων θεωρείται μικρό (βλ.σχετ.την από Οκτώβριο 2001 πραγματογνωμοσύνη του πολιτικού μηχανικού Γ.Τ. καθώς και τη με χρονολογία 4.12.1997 τεχνική έκθεση του πολιτικού μηχανικού Χ.Λ.) και η εμπορική τους αξία μειώνεται κατά την κρίση του Δικαστηρίου σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής στο 8% της αξίας τους. Επομένως λαμβάνοντας υπόψη ότι η αξία κάθε διαμερίσματος εκτάσεως 101 τ.μ. ανερχόταν χωρίς το ελάττωμα στο ποσό των 89.273,66€ η μείωση της αξίας τους ανέρχεται σε 7.155€ για το κάθε διαμέρισμα και συνολικά σε 14.310€. Ο ισχυρισμός του εναγομένου σύμφωνα με τον οποίο η διαφορά στο ύψος προέκυψε από την τοποθέτηση εκ μέρους του ενάγοντος μαρμάρων αντί πλακιδίων, γεγονός που συντέλεσε στη μείωση του ύψους του διαμερίσματος, πρέπει ν’απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος καθώς δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το πλάτος των παραθύρων στα λουτρά των διαμερισμάτων είναι 0,43μ., ενώ σύμφωνα με τα σχέδια και την οικοδομική άδεια έπρεπε να είναι 0,75μ. και 0,50μ. αντίστοιχα, επιπροσθέτως δε στην εξωτερική τους πλευρά έχει κατασκευαστεί δοκός από οπλισμένο σκυρόδεμα με αποτέλεσμα αυτά να εγκλωβίζονται και να μη λειτουργούν ως μέσο φωτισμού και αερισμού των διαμερισμάτων όπως προβλεπόταν από την εργολαβική σύμβαση. Λόγω δε του ελαττώματος αυτού η αξία κάθε διαμερίσματος μειώθηκε σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά το ποσό των 2.000€ για κάθε διαμέρισμα και συνολικά το ποσό των 4.000€. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε διαφορετικά και επιδίκασε στον ενάγοντα το ποσό των 4.000 ευρώ συνολικά (ενν. 2.934 ευρώ) έσφαλε και συνεπώς πρέπει να γίνουν δεκτοί ως ουσιαστικά βάσιμοι οι 1ος και 2ος λόγοι της με αριθμ.247/2015 έφεσης (ενν. των εξ απογραφής κληρονόμων του αρχικώς ενάγοντος) και οι αντίστοιχοι των πρόσθετων λόγων και v’ απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι της με αριθμ 486/2014 έφεσης(ενν. του εναγομένου)….”. Με βάση τις άνω παραδοχές το Εφετείο, αφού δέχθηκε και τις δύο αντίθετες εφέσεις και τους πρόσθετους λόγους της δεύτερης έφεσης, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, κράτησε και δίκασε την υπόθεση και έκανε δεκτή την από 6.7.2001 αγωγή του αρχικώς ενάγοντος ως προς τα Β1 και Β2 αιτήματά της κατά ένα μέρος και ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τον αναιρεσίβλητο να καταβάλει στους αναιρεσείοντες, ως εξ απογραφής κληρονόμους του αρχικώς ενάγοντος, το ποσό των 18.310 € ( 14.310 +4.000 €), με το νόμιμο τόκο από 26.3.1998.
6. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 690 και 297-298 ΑΚ, καθόσον τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά πληρούσαν το πραγματικό των διατάξεων αυτών και δικαιολογούσαν την παραδοχή της ένδικης αγωγής, δεδομένου ότι, ειδικότερα, σύμφωνα με τις ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αναιρεσείων εργολάβος εκτέλεσε και παρέδωσε στον αρχικώς ενάγοντα το συμφωνηθέν έργο, το οποίο όμως κατά το χρόνο παράδοσης εμφάνιζε, από υπαιτιότητά του, τα ανωτέρω αναλυτικώς αναφερόμενα πραγματικά ελαττώματα ως προς το καθαρό ύψος των διαμερισμάτων και το πλάτος των παραθύρων στα λουτρά αυτών, στην εξωτερική πλευρά των οποίων κατασκευάστηκε δοκός από οπλισμένο σκυρόδεμα, που παρεμπόδιζε τη λειτουργία τους ως μέσου φωτισμού και αερισμού, με αποτέλεσμα να μειωθεί η αξία των διαμερισμάτων και να υποστούν οι αναιρεσίβλητοι, εξ αιτίας των ελαττωμάτων αυτών, ισόποση προς την αναφερόμενη μείωση της αξίας των διαμερισμάτων ζημία, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται αυτοί αποζημίωσης από τον εναγόμενο. Περαιτέρω το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν στέρησε την προσβαλλομένη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σ’ αυτήν την απαιτούμενη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής εφαρμογής αυτών, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, καθόσον αναφέρονται στην απόφαση, με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό της πόρισμα. Ειδικότερα, το δευτεροβάθμιο διέλαβε στην απόφασή του α) την κατάρτιση της σύμβασης έργου, σύμφωνα με την οποία ο αναιρεσείων εργολάβος ανέλαβε την υποχρέωση της ανέγερσης, σε οικόπεδο του αρχικώς ενάγοντος, πολυώροφης οικοδομής, σύμφωνα με τα συνημμένα στο σχετικό συμβολαιογραφικό προσύμφωνο σχεδιαγράμματα και την οικοδομική άδεια, και ειδικότερα της κατασκευής των υπό στοιχεία Α1 και Β1 οριζόντιων ιδιοκτησιών, που είχαν περιέλθει στον αρχικώς ενάγοντα (εργοδότη) με συμβολαιογραφική πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, β) την κατάρτιση του 3607/1-10-1992 προσύμφωνου πώλησης του συμβολαιογράφου Σ. Θ. Β., με το οποίο ο ενάγων οικοπεδούχος υποσχέθηκε να μεταβιβάσει λόγω πωλήσεως στον εναγόμενο εργολάβο το με στοιχείο Ι1 διαμέρισμα του ισογείου, που κατά τη σύμβαση αντιπαροχής θα παρέμενε σε αυτόν, με την υποχρέωση του εργολάβου να προβεί στις εργασίες εσωτερικής και εξωτερικής τοιχοποιίας, εξωτερικών και εσωτερικών ασβεστοκονιαμάτων, υδραυλικών, ηλεκτρικών και αποχετευτικών εγκαταστάσεων, των εξωτερικών κουφωμάτων, των άλλων δύο διαμερισμάτων που λάμβανε από την αντιπαροχή στον πρώτο και δεύτερο όροφο της οικοδομής, καθώς και των κουφωμάτων του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου, με χρόνο παράδοσης των εργασιών αυτών μέχρι τις 30-6-1993, γ) την εκτέλεση του έργου και την παράδοση αυτού το έτος 1995 στον αρχικώς ενάγοντα, δ) την ύπαρξη των ελαττωμάτων που παρουσιάζει το εκτελεσθέν και παραδοθέν έργο, και ειδικότερα ότι το καθαρό ύψος του διαμερίσματος είναι 2,45 μέτρα, που απέχει κατά πολύ (0,15) από το καθαρό ύψος που αναφέρεται στο σχέδιο της τομής του κτιρίου, όπου το μικτό ύψος αναλύεται σε 2,60 μέτρα (καθαρό ύψος)+0,20 μ. (μπετόν και επικαλύψεις δαπέδου)=2,80 μέτρα, ώστε το ύψος των διαμερισμάτων να θεωρείται μικρό, και ότι “το πλάτος των παραθύρων στα λουτρά των διαμερισμάτων είναι 0,43μ., ενώ σύμφωνα με τα σχέδια και την οικοδομική άδεια έπρεπε να είναι 0,75μ. και 0,50μ. αντίστοιχα, επιπροσθέτως δε στην εξωτερική τους πλευρά έχει κατασκευαστεί δοκός από οπλισμένο σκυρόδεμα με αποτέλεσμα αυτά να εγκλωβίζονται και να μη λειτουργούν ως μέσο φωτισμού και αερισμού των διαμερισμάτων όπως προβλεπόταν από την εργολαβική σύμβαση, ε) την ζημία που υπέστη ο αρχικώς ενάγων, η οποία τελεί σε λογική ακολουθία με το ποσό της αποζημίωσης, που περιλαμβάνει το ποσό της μείωσης της αξίας των Α1 και Β1 οριζόντιων ιδιοκτησιών (διαμερισμάτων), λόγω των ελαττωμάτων κατά τον χρόνο παράδοσης του έργου και στ) την υπαιτιότητα του αναιρεσείοντος με τη μορφή της αμέλειας, που συνίσταται στο ότι δεν προέβη, ως όφειλε, στην κατασκευή των διαμερισμάτων, όπως προβλέπονταν από την σύμβαση, και επιπλέον κατασκεύασε στην εξωτερική πλευρά των παραθύρων πλευρά την προαναφερόμενη δοκό, παρεμποδίζοντας το φωτισμό και αερισμό των διαμερισμάτων. Οι παραπάνω παραδοχές αποτελούν πλήρη και σαφή αιτιολογία που στηρίζει επαρκώς το διατακτικό της αποφάσεως, δηλαδή την έννομη συνέπεια που το δικαστήριο της ουσίας δέχτηκε, χωρίς να καταλείπονται λογικά κενά, η παραδοχή δε ότι η διαφορά στο ύψος δεν προέκυψε από την τοποθέτηση εκ μέρους του αρχικώς ενάγοντος μαρμάρων αντί πλακιδίων, αποτελεί συμπέρασμα του δικαστηρίου της ουσίας που προέκυψε από την εκτίμηση των αποδείξεων.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, κατά το οικείο σκέλος του, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από το αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της παραβίασης των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, διότι επιδίκασε αποζημίωση χωρίς να δεχθεί ότι το συμφωνηθέν έργο παραδόθηκε ή προσφέρθηκε στον αρχικώς ενάγοντα, καθώς και ο δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης, κατά το οικείο σκέλος του, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από το αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών, καθόσον α) ενώ δέχεται ότι το μικτό ύψος των Α1 και Β1 διαμερισμάτων συμφωνήθηκε στα 2,80 μέτρα, δεν διαλαμβάνει παραδοχές για την αιτία διαμόρφωσης του καθαρού ύψους στα 2,45 μέτρα και β) απέρριψε την ένσταση του αναιρεσείοντος εκ του άρθρου 690 ΑΚ περί ελλείψεως υπαιτιότητάς του στην διαμόρφωση του καθαρού ύψους των ως άνω διαμερισμάτων χωρίς αιτιολογία, είναι αβάσιμοι. 7. Με το ίδιο ως άνω, δεύτερο, λόγο της αίτησης αναίρεσης, αποδίδεται στην προβαλλόμενη απόφαση η από τον αρ. 8α του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα δέχθηκε ότι το εμβαδόν εκάστου των παραπάνω διαμερισμάτων ήταν 101,60 τ.μ., ότι η αξία καθενός διαμερίσματος, χωρίς το ανωτέρω ελάττωμα του μειωμένου ύψους τους, ανέρχεται σε 89.273,66 ευρώ και ακόμη ότι η μείωση της αξίας τους, εξαιτίας του παραπάνω ελαττώματος, ανέρχεται σε ποσοστό 8%, καίτοι δεν περιέχονταν σχετικοί ισχυρισμοί στην ένδικη αγωγή. Ο λόγος αυτός είναι, προεχόντως, απαράδεκτος, διότι τα παραπάνω αναφερόμενα περιστατικά, δεν συνιστούν “πράγματα”, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 8 του ΚΠολΔ, αλλά αποτελούν πραγματικά γεγονότα, τα οποία, χωρίς να αποτελούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, προέκυψαν από τις αποδείξεις, αναφορικά με την ιστορική βάση της αγωγής, στην οποία, όπως προεκτέθηκε, αναφέρονται τα στοιχεία βάσει των οποίων προσδιορίζεται η μείωση της αξίας των διαμερισμάτων, εξαιτίας του παραπάνω ελαττώματος, το δε δικαστήριο της ουσίας, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη, ως συναγόμενη από τις αποδείξεις, κρίση του, δέχτηκε, αντί των παραπάνω επικληθέντων στοιχείων, ότι προέκυψαν τα γεγονότα, τα οποία αναφέρει στην προσβαλλόμενη απόφασή του, βάσει των οποίων, κατά μερική παραδοχή της ανωτέρω αγωγής, επιδίκασε τα ως άνω ποσά. 8. Με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθ.8β του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον αυτοτελή ισχυρισμό του για έγκριση και ανεπιφύλακτη παραλαβή του έργου από τον αρχικώς ενάγοντα εργοδότη που έλαβε χώρα στις 1-10-1992 και τον Απρίλιο του 1993, που τον απαλλάσσει από την ευθύνη για τις ελλείψεις του έργου και καταλύει το δικαίωμα του αρχικώς ενάγοντος για αποζημίωση, ισχυρισμό που προέβαλε πρωτοδίκως και επανέφερε με τους έβδομο και όγδοο λόγους της εφέσεώς του, αλλά και με τις προτάσεις του ως εφεσίβλητος στην έφεση των αναιρεσιβλήτων, επανέλαβε δε με τις προτάσεις του ως εφεσίβλητος στο δικαστήριο της παραπομπής κατά τη μετ’αναίρεση συζήτηση. Ο λόγος αυτός τυγχάνει αβάσιμος, καθόσον, όπως προκύπτει από το προεκτιθέμενο περιεχόμενο αυτής (προσβαλλομένης), το Εφετείο έλαβε υπόψη τον προβληθέντα ως άνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος και τον απέρριψε, εκ του πράγματος, δεχόμενο, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη, ως συναγόμενη από τις αποδείξεις, κρίση του, ότι σε εκτέλεση της μεταξύ του αρχικώς ενάγοντος και του αναιρεσείοντος συμβάσεως (3607/1-10-1992 προσυμφώνου πωλήσεως), ο αναιρεσείων προέβη στις συμφωνηθείσες εργασίες, τις οποίες παρέδωσε το έτος 1995, με ελαττώματα (μικρό ύψος των διαμερισμάτων Α1 και Β1, μικρότερο πλάτος των παραθύρων στα λουτρά τους, ύπαρξη στην εξωτερική τους πλευρά δοκού από οπλισμένο σκυρόδεμα που εγκλωβίζει τα παράθυρα), δεχόμενο έτσι, εμμέσως πλην σαφώς, ότι δεν υπήρξε από την πλευρά της εργοδότη οποιαδήποτε ενέργεια που να υποδηλώνει και να μπορεί να εκληφθεί από τον αναιρεσείοντα ως έγκριση του έργου.
9. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11γ` του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή ισχυρισμών, δηλαδή λυσιτελών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 42/2002), το οποίο θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη. Κατά την έννοια αυτή ο ισχυρισμός, για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου έγινε η προσκόμιση και η επίκληση του κρισίμου αποδεικτικού μέσου, πρέπει να είναι νόμιμος και να προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας. Για την ίδρυση πάντως του παραπάνω λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη. Ωστόσο, στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνον από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 47/2020, ΑΠ 466/2019, ΑΠ 1557/2018, ΑΠ 1349/2017). Ο ίδιος λόγος αναίρεσης ιδρύεται και όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη δικαστική ομολογία, που είχε επικαλεσθεί νομίμως ο διάδικος, για ισχυρισμό που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υπό την προϋπόθεση ότι το Δικαστήριο δέχθηκε διαφορετικό πόρισμα από το αναφερόμενο στη δικαστική ομολογία (ΑΠ 1662/2022,ΑΠ 81/2022, ΑΠ 1108/2020). Από τις διατάξεις των άρθρων 339 και 352 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, η δικαστική ομολογία, που αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε, είναι εκείνη που αφορά την ύπαρξη ή την ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών που συνιστούν την ιστορική βάση της αγωγής ή της ένστασης και έγινε ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση ή του εντεταλμένου δικαστή. Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται, ότι, δικαστική ομολογία δεν είναι, κατά την έννοια του άρθρου 352 ΚΠολΔ, κάθε τέτοια ομολογία, αλλά μόνον αυτή που γίνεται με σκοπό αποδοχής αμφισβητούμενου και επιβλαβούς γι` αυτόν που ομολογεί γεγονότος, απευθύνεται στο δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση και είναι σαφής και ορισμένη (ΑΠ 791/2017). Η ως άνω ομολογία, δηλαδή η παραδοχή με μονομερή δήλωση, απευθυνόμενη προς το δικαστήριο που δικάζει τη συγκεκριμένη δίκη, ενός κρίσιμου γεγονότος από τον αντίδικο εκείνου που φέρει το βάρος της επίκλησης και της απόδειξής του, πρέπει να γίνει με πρόθεσή του προς αναγνώριση του επιβλαβούς αυτού γεγονότος. Ειδικότερα δε, δικαστική ομολογία υπάρχει όταν το ενώπιον του δικαστηρίου, αναγνωριζόμενο από το διάδικο επιζήμιο γι` αυτόν γεγονός αναφέρεται αμέσως στο αντικείμενο της δίκης (ΑΠ 1029/2019, ΑΠ 188/2017), όχι δε όταν το γεγονός αυτό αποτελεί τη βάση δικαστικού τεκμηρίου για το αποδεικτέο περιστατικό (ΑΠ 398/2020, ΑΠ 1029/2019). Η ομολογία που γίνεται ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ισχύει ως δικαστική και για το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της υποθέσεως συνεπεία ασκήσεως ενδίκου μέσου και δεν απαιτείται η επίκληση του αποδεικτικού αυτού μέσου από τον αντίδικο του ομολογήσαντος, αφού η δικαστική ομολογία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, κατ’ άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 159/2010), αναίρεση δε χωρεί μόνον αν ο αναιρεσείων είχε επικαλεσθεί την ομολογία και το δικαστήριο δεν την έλαβε υπόψη του (ΑΠ 365/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, κατά το οικείο σκέλος του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο, κατά τον σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος, αναφορικά με τον ουσιώδη ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, ότι το παραπάνω μικρό ύψος των διαμερισμάτων οφείλεται, όχι σε υπαιτιότητά του, αλλά στο ότι στα δάπεδα των διαμερισμάτων αυτών τοποθετήθηκαν μάρμαρα και όχι με πλακάκια, δεν έλαβε υπόψη του αφενός μεν ομολογία του αρχικώς ενάγοντος, αφετέρου δε την κατάθεση του μάρτυρά του Φ. Π., βάσει των οποίων αποδεικτικών μέσων τα παραπάνω δάπεδα επικαλύφθηκαν με μάρμαρα. Ο λόγος αυτός αναίρεσης, είναι απορριπτέος προεχόντως ως επί εσφαλμένης προϋποθέσεως στηριζόμενος, διότι, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο απέρριψε τον παραπάνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, όχι διότι δέχτηκε, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο αναιρεσείων, ότι το δάπεδο των παραπάνω διαμερισμάτων δεν επικαλύφθηκε με μάρμαρα, αλλά, διότι δέχτηκε ότι “δεν αποδείχτηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο, ότι η διαφορά στο ύψος (των διαμερισμάτων) προέκυψε από την τοποθέτηση εκ μέρους του ενάγοντος μαρμάρων αντί πλακιδίων”. Σε κάθε περίπτωση, η αναφορά του αρχικώς ενάγοντος στις πρωτόδικες προτάσεις του ότι στα δάπεδα των διαμερισμάτων τοποθετήθηκαν μάρμαρα αντί πλακιδίων, δεν συνιστά ομολογία δηλαδή παραδοχή απ’ αυτόν επιβλαβούς και επιζήμιου για τα συμφέροντα του ιδίου πραγματικού γεγονότος με πρόθεση να αποδεχθεί αυτό ως αληθινό και ειδικότερα ως προς την υπαιτιότητα του αναιρεσείοντος εργολάβου αναφορικά με τις ελλείψεις και τα ελαττώματα των διαμερισμάτων Α1 και Β1. Τέλος, από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης συνάγεται, ότι το Εφετείο, για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που μετ’ επικλήσεως προσκόμισαν και επικαλέστηκαν τα διάδικα μέρη, μεταξύ των οποίων και η ένορκη κατάθεση του μάρτυρος του αναιρεσείοντος-εναγομένου Φ. Π..
10. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 21-11-2021 αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθ. 79/2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων που κατέθεσαν προτάσεις κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός τους (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21-11-2021 αίτηση του Κ. Κ. για αναίρεση της υπ` αριθ. 79/2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης.
-Διατάσσει την εισαγωγή του παράβολου στο δημόσιο ταμείο –
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες και επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Δεκεμβρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Ιανουαρίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ