Αριθμός 522/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Βάρκα-Εισηγήτρια, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Ελευθέριο Σισμανίδη και Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Φεβρουαρίου 2024, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Προβατάρη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέα Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Δ. Χ. του Σ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Κούκιο, για αναίρεση της 2236/2022 απόφασης του Δ’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεσή της για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 21 Ιουνίου 2023 κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε με δήλωση, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 21-6-2023, έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 4730/2023 και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 664/2023.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 21-6-2023 (με αριθμ. πρωτ. 4730) αίτηση του Δ. Χ. του Σ., η οποία ασκήθηκε με δήλωσή του, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 21-6-2023, για αναίρεση της υπ’ αριθμό 2236/2022 απόφασης του Δ’ Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για τις αξιόποινες πράξεις της υπεξαίρεσης κατ’ εξακολούθηση, άνω των 120.000 ευρώ σε βάρος του Δημοσίου και ψευδούς βεβαίωσης κατ’ εξακολούθηση άνω των 120.000 ευρώ, σε βάρος του Δημοσίου, έχει ασκηθεί από δικαιούμενο και έχον έννομο συμφέρον προς τούτο πρόσωπο, νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι η προσβαλλομένη απόφαση καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο στις 8-6-2023 (466 παρ.1, 473 παρ. 2,3, και 474 2Α ΚΠοινΔ), περιέχει δε σαφείς και ορισμένους λόγους αναίρεσης και δη αυτούς της α) απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, β) έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, γ) εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και δ) υπερβάσεως εξουσίας (άρθρ.510 παρ.1 στοιχ. Α’, Δ’, Ε’ και Θ’ ΚΠοινΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή ( 464, 474 παρ.4, 504 παρ. 1, 505 παρ. 1α, ΚΠοινΔ) και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω για το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 364 παρ. 2 και 369 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικών στοιχείων για το σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώστηκαν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του, κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα, δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με τα αποδεικτικά αυτά μέσα, εκτός αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι διαδικαστικά έγγραφα ή αναφέρονται διηγηματικά στην απόφαση ή τα επικαλέστηκε ο ίδιος ο κατηγορούμενος στη δίκη ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα διότι, στην περίπτωση αυτή, γνωρίζει ο τελευταίος την κατηγορία, προκείμενου να αντιτάξει την υπεράσπιση του κατ’ αυτής και κατ’ ακολουθία το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών και μπορούσε, αν το ήθελε, να ασκήσει τα κατ’ άρθρο 358 δικαιώματά του (ΑΠ 558/2023, ΑΠ 1179/2022, ΑΠ 768/2022, ΑΠ 464/2021, ΑΠ 310/2019, ΑΠ 79/2019, ΑΠ 143/2018). Εξάλλου, η ανάγνωση εγγράφου δεν απαιτείται να προκύπτει μόνο από τη ρητή μνεία του στο οικείο μέρος των πρακτικών της δίκης, όπου αναφέρεται ο κατάλογος των αναγνωσθέντων εγγράφων, αλλά αρκεί να προκύπτει αυτή από το όλο περιεχόμενο των πρακτικών της δίκης ή από τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης (ΑΠ 227/2019, ΑΠ 496/2014).
Ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων Δ. Χ., με τον πρώτο λόγο αναίρεσης αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1δ’ ΚΠοινΔ, ήτοι απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, ισχυριζόμενος ότι το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του και στήριξε την κρίση περί ενοχής του για τις ένδικες αξιόποινες πράξεις του, μεταξύ άλλων αποδεικτικών μέσων, και στην από 9-3-2012, ένορκη κατάθεση του Σμηνάρχου (Ο) Σ. Μ., η οποία όμως, δεν αναγνώσθηκε δημόσια στο ακροατήριο του, αφού αυτή αφενός δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των παρατιθεμένων ως αναγνωσθέντων εγγράφων, ούτε περιλαμβάνεται στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, επιπλέον δε η ως άνω ένορκη βεβαίωση, λήφθηκε κατά το στάδιο της προδικασίας και συνεπώς αναγνώσθηκε κατά παράβαση του άρθρου 363 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, αν και ο μάρτυρας Σ. Μ., ήταν παρών και εξετάσθηκε στο ακροατήριο, με συνέπεια την παραβίαση της άσκησης των εκ του άρ. 358 ΚΠοινΔ προβλεπόμενων δικαιωμάτων του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 2236/2022 απόφαση, το Δ’ Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, δικάσαν σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο για τις προαναφερθείσες αξιόποινες πράξεις της υπεξαίρεσης κατ’ εξακολούθηση, άνω των 120.000 ευρώ σε βάρος του Δημοσίου και ψευδούς βεβαίωσης κατ’ εξακολούθηση άνω των 120.000 ευρώ, σε βάρος του Δημοσίου και, αφού του αναγνώρισε τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρ. 84 παρ.2 α’ και δ’ (οι οποίες είχαν αναγνωρισθεί και πρωτοδίκως), τον καταδίκασε σε συνολική ποινή κάθειρξης εννέα (9) ετών. Από την παραδεκτή επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, των πρακτικών της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι δεν αναγνώσθηκε δημόσια στο ακροατήριο του Δικαστηρίου της ουσίας η από 9-3-2012 ένορκη κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Σμήναρχου (Ο) Σ. Μ.. Ειδικότερα, προκύπτει ότι το ανωτέρω έγγραφο δεν αναφέρεται, ως αναγνωσθέν, στον κατάλογο των εγγράφων που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο του ως άνω δικάσαντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Εξάλλου, από την επισκόπηση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης προκύπτει ότι το επίμαχο έγγραφο δεν περιλαμβάνεται ούτε στον αντίστοιχο κατάλογο αναγνωστέων εγγράφων ή σε άλλο σημείο του σκεπτικού της πρωτοβάθμιας απόφασης, έτσι ώστε να θεωρηθεί ότι αναγνώστηκε, ενόψει του ότι τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης συγκαταλέγονται μεταξύ των εγγράφων που αναγνώστηκαν κατά την δευτεροβάθμια δίκη. Παρά ταύτα, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (σελ.40), το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική, για την περί της ενοχής του αναιρεσείοντος – κατηγορούμενου, κρίση του, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, εκτός από τα άλλα μνημονευόμενα στο αιτιολογικό της απόφασης αποδεικτικά μέσα και το επίμαχο έγγραφο. Συγκεκριμένα, στο αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, αναγράφεται επακριβώς ότι: “… Ο Σμήναρχος (Ο) Σ. Μ. της ΔΑΥ/ΓΕΟΜ, που εξετάστηκε ως δεύτερος μάρτυρας κατηγορίας, κατέθεσε στην από 09-03-2012 ένορκη κατάθεση του ότι στην ειδική έκτακτη οικονομική επιθεώρηση της 19ης Ιουλίου 2011, μόλις δέκα τρεις (13) ημέρες πριν αρχίσει ο κατηγορούμενος την παράνομη δράση του που θα εκτεθεί στη συνέχεια, δεν διαπιστώθηκε κάποια διαχειριστική ανωμαλία στην διαχείριση των Οδοιπορικών Εξόδων Εσωτερικού του κατηγορούμενου. Λίγες ημέρες αργότερα, όμως, μετά την ανωτέρω έκτακτη οικονομική επιθεώρηση, ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα από 1ης Αυγούστου 2011 έως τις 16 Ιανουαρίου 2012, δηλαδή για χρονικό διάστημα πεντέμισυ μηνών, ενώ ασκούσε τα νομίμως ανατεθειμένα σε αυτόν καθήκοντα του Διαχειριστή (Μερικού) Οδοιπορικών Εξόδων Εσωτερικού του Τμήματος Οικονομικού της 112 Π.Μ. προοδευτικά παρακράτησε παράνομα χρήματα από το ταμείο μετρητών, τα οποία ανήκαν στη Διαχείριση Χρηματικού, και δη το συνολικό ποσό των 689.950,01 ευρώ, το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλο, το οποίο έλαβε και κατείχε λόγω της ιδιότητάς του αυτής και δεν το απέδωσε στην υπηρεσία του, ως όφειλε ιδιοποιηθείς αυτό παράνομα…”. Σημειωτέον, ότι από τα πρακτικά συνεδρίασης του δικάσαντος Δικαστηρίου, και συγκεκριμένα στις σελ. 16 έως 19, όπου αναφέρονται τα αναγνωστέα έγγραφα, προκύπτει σαφώς ότι η εν λόγω ένορκη κατάθεση, η οποία αποτέλεσε κρίσιμο αποδεικτικό στοιχείο για τη διαμόρφωση της περί ενοχής κρίσης, δεν αναφέρεται (κατά χρονολογία, συντάκτη και περιεχόμενο), σε κανένα από τα αναγνωστέα έγγραφα, ενώ εξάλλου, η αόριστη αναφορά (σελίδα 6) στο από 6-4-2012 Πόρισμα ΕΔΕ, για κατάθεση του Σ. Μ. (σελ. 6 αρ.15, β’), δεν είναι βέβαιο ότι αφορά την εν λόγω από 9-3-2012 ένορκη κατάθεση. Επομένως, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος στερήθηκε του υπερασπιστικού του δικαιώματος (άρθρο 358 ΚΠΔ), αφού δεν είχε την ευχέρεια και τη δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του, να προβεί σε παρατηρήσεις, δηλώσεις και εξηγήσεις για το ως άνω αποδεικτικό μέσο, χωρίς αυτό να αναγνωσθεί κατά τη δημόσια και προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Συνεπώς, από τη λήψη υπόψη και τη συνεκτίμηση του ανωτέρω εγγράφου, προκλήθηκε, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και πρέπει, κατά παραδοχή του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠοινΔ, πρώτου λόγου αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, και να παραπεμφθεί η ένδικη υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση θα γίνει από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως [άρθρο 519 ΚΠοινΔ], παρελκούσης, μετά ταύτα, της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι καλύπτονται από την αναιρετική εμβέλεια του ως άνω πρώτου λόγου που έγινε δεκτός.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμόν 2236/2022 απόφαση του Δ’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαρτίου 2024.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Μαρτίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :