Αριθμός 30/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Βρυσηίδα Θωμάτου και Ευτύχιο Νικόπουλο – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία και της γραμματέως Θ. Π., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “….”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Τσιρώνη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσιβλήτου: … με την επωνυμία “….”, που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ν. Π., ο οποίος ανακάλεσε την από 14-10-2022 δήλωσή του για παράσταση με το άρθρο 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., παραστάθηκε στο ακροατήριο και δήλωσε ότι η επωνυμία της εταιρείας έχει τροποποιηθεί σε “…”.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-3-2018 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο …. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4055/2019 του ίδιου Δικαστηρίου και … του Τριμελούς Εφετείου …. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 21-5-2021 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Το άρθρο 1§1 του ν. 2496/1997 ορίζει: “Με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στον συμβαλλόμενο της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτον, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση)”, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 2§§1, 2 και 5 του ίδιου ως άνω νόμου: “1. Η ασφαλιστική σύμβαση αποδεικνύεται με έγγραφο που εκδίδεται από τον ασφαλιστή… 2. Ο ασφαλιστής υποχρεούται να παραδώσει στον λήπτη της ασφάλισης ασφαλιστήριο ή αν έχει συμφωνήσει προσωρινή κάλυψη, έγγραφο προσωρινής κάλυψης. 5. Αν το περιεχόμενο του ασφαλιστηρίου παρεκκλίνει από την αίτηση για ασφάλιση, οι παρεκκλίσεις θεωρούνται ότι έχουν εγκριθεί από την αρχή, εφόσον ο λήπτης της ασφάλισης δεν εναντιώνεται γραπτά εντός ενός (1) μηνός από την παραλαβή του ασφαλιστηρίου και εφόσον ο ασφαλιστής τον έχει ενημερώσει για την παρέκκλιση και για το δικαίωμα εναντίωσης γραπτά ή με σημείωση στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου, στοιχειοθετημένη με εντονότερα στοιχεία από τα λοιπά, ώστε να υποπίπτει εύκολα στην αντίληψη και έχει χορηγήσει σε αυτόν σε χωριστό έντυπο υπόδειγμα δήλωσης εναντίωσης. Αν ο ασφαλιστής παρέλειψε να ενημερώσει ως άνω τον λήπτη και να του χορηγήσει το ως άνω υπόδειγμα, τότε οι παρεκκλίσεις δεν δεσμεύουν τον λήπτη της ασφάλισης και θεωρείται ότι έχει συμφωνηθεί το περιεχόμενο της αίτησης για ασφάλιση”. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 361, 185, 192 και 193 ΑΚ συνάγεται, ότι η ασφαλιστική σύμβαση καταρτίζεται με πρόταση και αποδοχή αυτής από τον ασφαλιστή. Η πρόταση πρέπει να είναι πλήρης, να περιέχει δηλαδή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη σκοπούμενη σύμβαση, προπαντός μεν τα ουσιώδη, από δε τα επουσιώδη εκείνα τα οποία ο προτείνων νομίζει ότι πρέπει να εξαρθούν ιδιαίτερα. Η πρόταση όμως είναι ισχυρή και όταν ακόμη είναι αόριστη ως προς κάποιο από τα στοιχεία της (ουσιώδη ή επουσιώδη), εφόσον ο προσδιορισμός αυτών επαφίεται στο λήπτη ή μπορεί να συναχθεί με αναφορές στις δηλώσεις των μερών που προηγήθηκαν. Ουσιώδη στοιχεία της ασφαλιστικής συμβάσεως είναι τα στοιχεία των συμβαλλομένων και του δικαιούχου του ασφαλίσματος, αν αυτός είναι πρόσωπο διαφορετικό του συμβαλλομένου, η διάρκεια της ασφαλιστικής κάλυψης, το πρόσωπο ή το αντικείμενο που σχετίζονται με την επέλευση του κινδύνου, το είδος των κινδύνων (ασφαλιστικοί κίνδυνοι), το τυχόν ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή (ασφαλιστικό ποσό), οι τυχόν εξαιρέσεις καλύψεως, το ασφάλιστρο και το εφαρμοστέο δίκαιο, αν αυτό δεν είναι το ελληνικό. Πέραν των ουσιωδών αυτών στοιχείων, είναι δυνατόν, στα πλαίσια της συμβατικής ελευθερίας των συμβαλλομένων, να συμφωνηθούν και πρόσθετοι όροι, εφόσον και αυτοί αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεως και έγιναν εκατέρωθεν αποδεκτοί. Στην πρακτική, συνήθως η πρόταση προς κατάρτιση ασφαλιστικής συμβάσεως γίνεται με έγγραφη προς τούτο αίτηση προς τον ασφαλιστή, η οποία περιέχει τους όρους τής υπό κατάρτιση συμβάσεως, η οποία μπορεί να περιέχει και την κάλυψη περισσοτέρων του ενός ασφαλιστικών κινδύνων (π.χ. ζωής και ασθενείας), η αποδοχή της δε από τον ασφαλιστή μπορεί να εκδηλωθεί και σιωπηρώς, όπως με την αποστολή του ασφαλιστηρίου εγγράφου, με την καθ’ οιονδήποτε τρόπο ειδοποίηση του προτείνοντος, την είσπραξη ασφαλίστρου κλπ. Από το νόμο (άρθρο 2 ν.2496/97) καθιερώνεται ως αποδεικτικός τύπος της ασφαλιστικής συμβάσεως και των τυχόν προσθέτων όρων αυτής το έγγραφο (ασφαλιστήριο), το οποίο εκδίδεται και υπογράφεται από τον ασφαλιστή, χωρίς να απαιτείται και η υπογραφή από το λήπτη της ασφαλίσεως, ο οποίος δεσμεύεται και από τους τυχόν προσθέτους όρους, οι οποίοι τέθηκαν από τον ασφαλιστή κατά την έκδοση του ασφαλιστηρίου, κατά παρέκκλιση της αιτήσεως και δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεως, με την προϋπόθεση όμως, ότι οι κατά παρέκκλιση της αιτήσεως τεθέντες στο ασφαλιστήριο όροι, αναγράφονται στα εξατομικευμένα στοιχεία του ασφαλιστηρίου, γίνεται μνεία στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου με εντονότερα στοιχεία ότι ο λήπτης έχει δικαίωμα εναντιώσεως και χορηγείται στο λήπτη, μαζί με το ασφαλιστήριο, υπόδειγμα έντυπης δηλώσεως εναντιώσεως, ο δε λήπτης της ασφαλίσεως δεν εναντιώθηκε γραπτώς στους κατά παρέκκλιση της αιτήσεως τεθέντες στο ασφαλιστήριο όρους, εντός μηνός από της παραλαβής του ασφαλιστηρίου. Αν ο ασφαλιστής, ο οποίος εξέδωσε το ασφαλιστήριο, παρέλειψε να ενημερώσει τον λήπτη, κατά τον προαναφερόμενο τρόπο (με εντονότερα στοιχεία στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου) και να χορηγήσει στον ίδιο έντυπη δήλωση εναντιώσεως, τότε οι κατά παρέκκλιση της αιτήσεως τεθέντες στο ασφαλιστήριο όροι δεν δεσμεύουν τον λήπτη και η ασφαλιστική σύμβαση θεωρείται ότι έχει καταρτισθεί υπό τους όρους της αιτήσεως προς κατάρτιση της ασφαλιστικής συμβάσεως. Η αναφερθείσα διάταξη του άρθρου 2§5 Ν. 2496/1997, η οποία εισάγει ρύθμιση διαφορετική από τις διατάξεις των άρθρων 191 εδ. β’ και 192 Α.Κ., κατά τις οποίες “Αποδοχή (της προτάσεως) με τροποποιήσεις θεωρείται σαν αποποίηση με νέα πρόταση. Η σύμβαση συντελείται μόλις περιέλθει, σ’ αυτόν που πρότεινε, η δήλωση αποδοχής της πρότασής του”, υπαγορεύθηκε από την ανάγκη να παρασχεθεί στο λήπτη της ασφαλίσεως και κατ’ επέκταση στον ασφαλισμένο προστασία έναντι της οργανωμένης και ευρισκομένης σε πλεονεκτικότερη θέση ασφαλιστικής επιχειρήσεως, από τον αιφνιδιασμό τού λήπτη με τη θέση ειδικών όρων και ρυθμίσεων στο ασφαλιστήριο, το οποίο εκδίδεται από την ασφαλιστική επιχείρηση, συνήθως μετά την κατάρτιση της ασφαλιστικής συμβάσεως. Ως παρεκκλίσεις από την αίτηση θεωρούνται όχι μόνον επί πλέον ειδικοί όροι οι οποίοι τέθηκαν από τον ασφαλιστή κατά την έκδοση του ασφαλιστηρίου, και οι οποίοι δεν απετέλεσαν αντικείμενο της αιτήσεως, αλλά κατά μείζονα λόγο και η μη αναφορά στο ασφαλιστήριο της καλύψεως ορισμένων ασφαλιστικών κινδύνων, τους οποίους με την αίτησή του ζήτησε ο λήπτης, αφού και στην τελευταία αυτή περίπτωση υπάρχει εντονότατη παρέκκλιση (διαφοροποίηση) από την αίτηση με πλέον δυσμενείς για τον ασφαλισμένο συνέπειες, δεδομένου ότι, όχι μόνον τίθενται πρόσθετοι όροι και προϋποθέσεις ισχύος της ασφαλιστικής συβάσεως και των εξ αυτής δικαιωμάτων του ασφαλισμένου, αλλά ο τελευταίος παραμένει ακάλυπτος έναντι ορισμένων ασφαλιστικών κινδύνων, την κάλυψη των οποίων ζήτησε με την αίτησή του (ΟλΑΠ 9/2014, ΑΠ 1522/2022). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 367/2020, ΑΠ 19/2020, ΑΠ 270/2018). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 736/2021, ΑΠ 551/2021, ΑΠ 184/2021, ΑΠ 367/2020). Εξάλλου, κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει έτσι εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε, στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ελεγχθεί, αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόστηκε (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που, κατά το νόμο, είναι αναγκαία είτε για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, ενώ αντιφατικότητα των αιτιολογιών υπάρχει, όταν, εξ αιτίας της, δεν προκύπτει από την απόφαση ποια πραγματικά περιστατικά δέχθηκε το δικαστήριο για να στηρίξει το διατακτικό της απόφασής του, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί, αν σωστά εφάρμοσε το νόμο, αν, δηλαδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν τα στοιχεία για την εφαρμογή της διάταξης που εφαρμόστηκε (ΟλΑΠ 12/2016). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 608/2013).
Συνεπώς, η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης για ελλιπείς, ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, πρέπει να προκύπτει από την ελάσσονα πρόταση, που διατύπωσε το δικαστήριο για να στηρίξει το διατακτικό της απόφασής του, δηλαδή από τις παραδοχές της απόφασης για τα ζητήματα που ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες παραδοχές το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση του για παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης. Εάν τα περιστατικά που προβάλλονται με τους λόγους αναίρεσης, δεν αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας από το δικαστήριο ή αν αυτά διατυπώθηκαν ως εκ περισσού ως παραδοχές της απόφασης, χωρίς να είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος που προβάλλεται με την αγωγή κλπ και τη στήριξη του διατακτικού της απόφασης με βάση τους προταθέντες ισχυρισμούς των διαδίκων ή αν οι παραδοχές της απόφασης ανάγονται σε ισχυρισμό των διαδίκων που δεν προτάθηκε ως ένσταση ή αντένσταση αυτών, τότε οι αιτιάσεις που προβάλλονται για τη θεμελίωση των λόγων αυτών αναίρεσης στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση ή είναι αλυσιτελείς και οι λόγοι αναίρεσης απορρίπτονται ως αβάσιμοι (ΑΠ 255/2010). Για τη διαδικαστική πληρότητα του λόγου αυτού αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται σε τι συνίσταται η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης και, ειδικότερα, όταν προβάλλεται αιτίαση για ανεπαρκείς αιτιολογίες της, πρέπει να προσδιορίζονται στο αναιρετήριο ποια επί πλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται στην απόφαση, ώστε να είναι επαρκής η αιτιολογία της, ενώ, στην περίπτωση των αντιφατικών αιτιολογιών, πρέπει να αναφέρεται σε τι συνίσταται η αντίφαση και από ποια αντιτιθέμενα μέρη των αιτιολογιών προκύπτει, χωρίς να αρκούν γενικές εκφράσεις για “ανεπάρκεια” και “αντίφαση” (ΟλΑΠ 20/2005), καθώς και το ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και ως προς το οποίο, κατά τον αναιρεσείοντα, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Ως ζητήματα δε, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει τον ανωτέρω λόγο αναίρεσης, γιατί το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα στην κρίση του αυτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1267/2020, ΑΠ 1125/2020, ΑΠ 671/2020, ΑΠ 484/2020, Α.Π. 302/2020 ΑΠ 112/2016). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Η εκκαλούσα εταιρεία με την επωνυμία … (αναιρεσείουσα), δραστηριοποιείται στην παραγωγή αυτοκόλλητων ταινιών και υλικών συσκευασίας σε ιδιόκτητα κτίρια, που βρίσκονται στην … του νομού … Στην ίδια περιοχή, σε όμορα κτίρια με αυτά της ενάγουσας, δραστηριοποιείται και η εταιρεία με την επωνυμία “…”. Η οικοπεδική έκταση στην οποία δραστηριοποιείται η εταιρεία “…”, όσο και τα εντός αυτής κτίρια και μηχανήματα που χρησιμοποιεί, ανήκουν στην εταιρεία με την επωνυμία “….”, από την οποία τα μισθώνει. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι η εταιρεία “…” είναι θυγατρική της εκκαλούσας. Οι δύο εταιρείες συνεργάζονται, έτσι ώστε η εκκαλούσα παρέχει πρώτες ύλες, για την παραγωγή έτοιμων και ημιέτοιμων προϊόντων, στην εταιρεία “…”, στη συνέχεια, η τελευταία πωλεί τα παραχθέντα από αυτήν προϊόντα στην πρώτη (εκκαλούσα), προκειμένου να διατεθούν στην αγορά, τα προϊόντα δε αυτά αποτελούν μέρος μόνον της δραστηριότητας της εκκαλούσας. Η τελευταία, για την επιχείρησή της αυτή, κατά το έτος 2014 χρησιμοποιούσε τα κτίρια Α (πρόκειται για δύο κτίρια που λειτουργούν ως ενιαίο), από μεταλλικό πλαίσιο και πάνελ και επιφάνεια το μεν ισόγειο 7.420 τ.μ., το δε πατάρι 420 τ.μ. (τα 420 τ.μ. του παταριού, αλλά και επιφάνεια του ισογείου, επίσης 420 τ.μ., χρησιμοποιούνται για χώρους βοηθητικής χρήσης και γραφεία, ενώ η υπόλοιπη επιφάνεια του ισογείου, 7.000 τ.μ., είναι χώρος παραγωγής) και Β – ισόγειο με επιφάνεια 2.565 τ.μ., που χρησιμοποιείται ως χώρος παραγωγής. Εξάλλου, η θυγατρική της εκκαλούσας εταιρεία “…”, χρησιμοποιούσε για τη δραστηριότητα της επιχείρησής της εφτά κτίρια και ειδικότερα, δύο αποθηκευτικούς χώρους, τρία για παραγωγή, ένα τόσο για παραγωγή όσο και για αποθήκευση, καθώς και ένα στο οποίο υπήρχαν μηχανές επάλειψης (τεράστιες μηχανές μήκους άνω των 10 μέτρων, στις οποίες ο φορέας, όπως το χαρτί, οδηγείται στην πρώτη κεφαλή, όπου επαλείφεται με χημικό και οδηγείται στο φούρνο για στέγνωμα από το χημικό, στη συνέχεια οδηγείται στη δεύτερη κεφαλή, όπου επαλείφεται με δεύτερο χημικό, μετά οδηγείται εκ νέου στο φούρνο για στέγνωμα από το χημικό αυτό και στην κεφαλή της κόλλας, όπου επαλείφεται με κόλλα και τέλος (οδηγείται) σε μεγαλύτερο φούρνο για στέγνωμα και ανατύλιξη και τύλιξη σε ρολά). Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα είχε συνάψει με την εφεσίβλητη – ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία στη σύμβαση ασφάλισης πυρός με αριθμό …, ημερομηνία έναρξης την 12η ώρα της 4.4.2014 και λήξη την 12η της 4.4.2015, έναντι ασφαλίστρου 73.999,98 ευρώ καταβλητέου σε τέσσερις δόσεις. Σημειωτέον ότι το πρώτο ασφαλιστήριο συμβόλαιο μεταξύ των διαδίκων συνάφθηκε το έτος 2011, με διάρκεια από 4.11.2011έως 4.11.2012. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 29.7.2014, περί ώρα 20.50 και ενώ λειτουργούσαν οι εγκαταστάσεις του συγκροτήματος, εκδηλώθηκε πυρκαγιά σε μια μηχανή επάλειψης, που προβαίνει στην επάλειψη του κολλώδους υλικού στις ταινίες και η οποία βρισκόταν εντός κτιρίου της εταιρείας “…”. Η εκκαλούσα, με την από 30.7.2014 επιστολή της, ενημέρωσε την εφεσίβλητη ότι ξέσπασε πυρκαγιά (χωρίς άλλη αναφορά) και την κάλεσε να στείλει εμπειρογνώμονες για την πιστοποίηση και τον υπολογισμό της ζημίας. Ένα έτος μετά την πυρκαγιά, η οποία προκάλεσε την ολοσχερή καταστροφή της μιας μηχανής επάλειψης και βλάβες σε μια άλλη μηχανή, η εκκαλούσα, με την από 28.7.2015 επιστολή της, επικαλούμενη ότι επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ζήτησε την καταβολή ασφαλίσματος ποσού 7.321.924,48 ευρώ (2.978.000 ευρώ για την μηχανή επάλειψης που καταστράφηκε, 72.149,48 ευρώ για την επισκευή της δεύτερης μηχανής, 50.000 ευρώ από την καταστροφή εμπορευμάτων και 4.221.795 ευρώ, λόγω απώλειας κέρδους, επειδή τέθηκαν εκτός λειτουργίας οι ανωτέρω μηχανές). Η εφεσίβλητη απάντησε με την από 4.8.2015 εξώδικη δήλωσή της, επικαλούμενη ότι τα επίμαχα ποσά ήταν εκτός ασφαλιστικής κάλυψης, πλην αυτού των 50.000 ευρώ, του οποίου θα έπρεπε να αποδειχθεί η βασιμότητα. Τελικά, η εκκαλούσα άσκησε την 27.3.2018 αγωγή ζητώντας μόνον το ποσό των 4.221.795 ευρώ, λόγω απώλειας κέρδους καθώς και αυτό των 55.530,80 ευρώ από την καταστροφή εμπορευμάτων της. Με βάση την ως άνω σύμβαση ασφάλισης, που συνάφθηκε μεταξύ των διαδίκων, καλύφθηκαν τα περιουσιακά στοιχεία της εκκαλούσας, περιγράφονται ως τοποθεσία κινδύνου 1 και τοποθεσία κινδύνου 2. Στην τοποθεσία κινδύνου 1 ασφαλίστηκαν τα κτίρια Α και Β (αναφέρονται ως οικοδομή), με ανώτατο όριο ευθύνης το ποσό των 5.725.000 ευρώ (4.525.000 ευρώ για το κτίριο Α και 1.200.000 ευρώ για το κτίριο Β, σύμφωνα και με την επεξηγηματική περιγραφή στη σελ. 4 του συμβολαίου), το περιεχόμενο των κτιρίων, που αφορά σε ηλεκτρονικό εξοπλισμό, έπιπλα και λοιπό εξοπλισμό, με ανώτατο όριο ευθύνης το ποσό των 300.000 ευρώ, οι υλικές ζημίες τρίτων με ανώτατο όριο ευθύνης το ποσό των 500.000 ευρώ καθώς και η διακοπή εργασιών με ανώτατο όριο ευθύνης ποσό 10.702.702 ευρώ. Επιπλέον, στην τοποθεσία κινδύνου 2 ασφαλίστηκαν τα αποθέματα της εκκαλούσας (έτοιμα και ημιέτοιμα προϊόντα και πρώτες ύλες) για ποσό 4.121.250 ευρώ, από τα οποία, κατά την ειδική συμφωνία 3 στη σελ. 4 του συμβολαίου, αποθέματα συνολικής αξίας 2.121.250 ευρώ βρίσκονταν στα κτίρια ιδιοκτησίας της εκκαλούσας και αποθέματα συνολικής αξίας 2.000.000 ευρώ βρίσκονταν σε κτίρια της εταιρείας “…”. Εξάλλου, για την περίπτωση της διακοπής εργασιών ορίστηκε, κατά την ειδική συμφωνία 13 στην σελ. 5 του συμβολαίου, ότι στηρίζεται στον ισολογισμό του 2010 και αφορά και στις δύο τοποθεσίες κινδύνου. Στον κίνδυνο, για τον οποίο ασφαλίστηκε η εκκαλούσα, περιλαμβανόταν, σύμφωνα με το σχετικό πίνακα, μεταξύ άλλων και αυτός της πυρκαγιάς. Επιπλέον, κατά το άρθρο 2 του ειδικού όρου 181 του ίδιου συμβολαίου με τίτλο απώλεια κερδών καλυπτόμενων κινδύνων, συμφωνήθηκε πως η ασφάλιση καλύπτει την απώλεια του ακαθάριστου κέρδους, αποκλειστικά και μόνον συνεπεία καλυπτόμενων, με το ίδιο ασφαλιστήριο κινδύνων, που οφείλεται 1) σε μείωση του κύκλου εργασιών ή και 2) σε αύξηση του κόστους λειτουργίας. Τέλος, κατά το άρθρο 7 του ίδιου ειδικού όρου, ο ασφαλισμένος ή λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να διατηρεί σε ισχύ ασφαλιστήριο συμβόλαιο περιουσίας για ίδιο ασφαλισμένο αντικείμενο και για το ίδιο χρονικό διάστημα με το παρόν ασφαλιστήριο. Κατόπιν τούτων, με το ασφαλιστήριο αυτό συμφωνήθηκε, κατά τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του ν. 2496/1997, ότι, σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου της πυρκαγιάς, θα καλύπτεται κατ’ αρχήν, η αποκατάσταση της ζημίας της συμφωνηθείσας περιουσίας της εκκαλούσας (βλ. και Ι. Ρόκα, “Ιδιωτική Ασφάλιση”, 8η έκδοση, αρ. 127, σελ. 144 – 145). Όσον αφορά στα καλυπτόμενα περιουσιακά στοιχεία, συμφωνήθηκε ότι είναι τα κτίρια Α και Β της εκκαλούσας, το περιεχόμενο αυτών (ηλεκτρονικός εξοπλισμός, έπιπλα και λοιπός εξοπλισμός – όχι μηχανήματα) και τα αποθέματα της εκκαλούσας (έτοιμα και ημιέτοιμα προϊόντα και πρώτες ύλες), που βρίσκονται σε κτίρια ιδιοκτησίας είτε της τελευταίας είτε της θυγατρικής της εταιρείας “…”. Όσον αφορά στον ειδικό κίνδυνο της απώλειας κερδών της εκκαλούσας, προκειμένου να καλυφθεί από την ασφαλιστική σύμβαση που σύναψαν οι διάδικοι, θα έπρεπε να οφείλεται στην επέλευση του κινδύνου της πυρκαγιάς και στη διακοπή λειτουργίας της επιχείρησής της, εξαιτίας ζημίας που επήλθε στα ως άνω καλυπτόμενα περιουσιακά στοιχεία της (κτίρια Α και Β με το περιεχόμενό τους και τα αποθέματά της είτε βρίσκονται σε κτίρια της εκκαλούσας είτε της θυγατρικής της εταιρείας). Για να έχει δε η εκκαλούσα απαίτηση έναντι της εφεσίβλητης λόγω απώλειας εισοδημάτων στην καλυπτόμενη τοποθεσία κινδύνου 2, όπου βρίσκονται τα κτίρια της εταιρείας “…”, θα έπρεπε εξαιτίας της πυρκαγιάς, να καταστραφούν αποθέματα κυριότητάς της (πρώτες ύλες και εμπορεύματα) και να απωλέσει (η εκκαλούσα) ακαθάριστο κέρδος, που να οφείλεται είτε σε μείωση του κύκλου εργασιών της είτε σε αύξηση του κόστους λειτουργίας της. Η ύπαρξη του όρου 7 (η υποχρέωση του ασφαλισμένου ή λήπτη της ασφάλισης να διατηρεί σε ισχύ ασφαλιστήριο συμβόλαιο περιουσίας για το ίδιο ασφαλισμένο αντικείμενο και για το ίδιο χρονικό διάστημα με το παρόν ασφαλιστήριο) έχει την έννοια ότι με την ασφάλιση απώλειας κερδών δεν ασφαλίζεται και η περιουσία της επιχείρησης και κατά συνέπεια, η εκκαλούσα – ασφαλισμένη πρέπει να διατηρεί σε ισχύ ασφαλιστήριο συμβόλαιο περιουσίας για το ίδιο ασφαλισμένο αντικείμενο και για το ίδιο χρονικό διάστημα με αυτό της απώλειας κερδών και όχι, όπως ισχυρίζεται η τελευταία, ότι, εκτός από τα ασφαλισμένα αντικείμενα υπάρχουν και τέτοια, τα οποία δεν είναι ασφαλισμένα και μπορούν να προκαλέσουν διακοπή εργασιών και κατ’ επέκταση απώλεια κερδών. Επομένως, συμφωνήθηκε και ανέλαβε η εφεσίβλητη την ευθύνη να καλύψει όχι μόνον την τρέχουσα αξία των αποθεμάτων της εκκαλούσας, που θα καταστραφούν από πυρκαγιά και βρίσκονται σε κτίρια της θυγατρικής της εταιρείας “…”, αλλά και την απώλεια κερδών λόγω μείωσης του κύκλου εργασιών της ή αύξησης του κόστους λειτουργίας της, που θα προέκυπτε από την καταστροφή των εμπορευμάτων της αυτών, μετά την επέλευση του ασφαλιστέου κινδύνου. Σε διαφορετική περίπτωση, δηλαδή αυτή της ασφάλισης μόνο των αντικειμένων της εκκαλούσας, η απώλεια των κερδών αυτών δεν θα καλυπτόταν αυτήν δε ήθελε να ασφαλίσει η εκκαλούσα, αλλά και αυτήν κάλυψε με το σχετικό ασφαλιστήριο η εφεσίβλητη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με αυτή της παρούσας (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο πρώτος λόγος της έφεσης. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ούτε από το συναφθέν ασφαλιστήριο, σε συνδυασμό και με την πρόταση ασφάλισης της εκκαλούσας και τα λοιπά προσκομιζόμενα έγγραφα, που ανταλλάχθηκαν μεταξύ των διαδίκων, ότι ζητήθηκε από την τελευταία να ασφαλίσει η εφεσίβλητη και την περίπτωση του κινδύνου της απώλειας κερδών από ζημία λόγω πυρκαγιάς σε μη ασφαλισμένα αντικείμενα, τα οποία χρησιμοποιούσε η θυγατρική της εταιρεία. Ειδικότερα, στο έγγραφο με ημερομηνία 2 Ιουνίου 2011 των εκτιμητών ζημιών “…”, που συντάχθηκε για λογαριασμό της εφεσίβλητης, με προτάσεις βελτίωσης για τη βελτίωση κινδύνου, και έγινε μετά από αυτοψία στους χώρους της εκκαλούσας, δεν γίνεται αναφορά σε κτίρια της θυγατρικής της εταιρείας “…”. Αλλά και στην απάντηση της εκκαλούσας αναφέρεται ότι οι προτάσεις αφορούσαν στους χώρους του εργοστασίου της και όχι σε αυτούς της θυγατρικής της. Λαμβανομένων δε υπόψη των τεράστιων μηχανών και των εύφλεκτων υλικών, που υπήρχαν στα κτίρια παραγωγής της εταιρείας “…”, εάν είχε γίνει παρόμοια αυτοψία θα περιλαμβάνονταν στα ως άνω έγγραφα και θα υπήρχαν αντίστοιχες προτάσεις. Ούτε τέτοια βούληση της εκκαλούσας, πολύ δε περισσότερο της εφεσίβλητης (περί ασφάλισης απώλειας κερδών από ζημία λόγω πυρκαγιάς σε μη ασφαλισμένα αντικείμενα, τα οποία χρησιμοποιούσε η θυγατρική της εταιρεία), μπορεί να συναχθεί από την αναφορά και μόνο, στο από 11.2.2011 έγγραφο της εκκαλούσας προς την εφεσίβλητη, με το οποίο διαβιβάζει μαζί με την πρόταση ασφάλισης και άλλα έγγραφα (προηγούμενα συμβόλαια … ασφαλιστική, κτιρίων και αποθεμάτων, διάγραμμα κάλυψης prospectus), όπου αναγράφεται πως “στο συμβόλαιο θα υπάρχει σημείωση ότι τμήμα των αποθεμάτων ευρίσκεται στις εγκαταστάσεις της θυγατρικής εταιρείας “…”, η οποία λειτουργεί με διαδικασία … και οι εγκαταστάσεις της ευρίσκονται σε ενιαίο χώρο (110 στρεμμάτων).” Η αναφορά αυτή ήταν αναγκαία για τη δικαιολόγηση της ασφάλισης των αποθεμάτων της εκκαλούσας που βρίσκονταν στα κτίρια της ως άνω θυγατρικής της εταιρείας, ουδεμία δε άλλη αναφορά έγινε σε οποιοδήποτε έγγραφο, που αντάλλαξαν οι διάδικοι για την παραγωγική διαδικασία της εκκαλούσας. Επομένως, τόσο στην πρόταση της εκκαλούσας για την ασφάλισή της όσο και στην αποδοχή αυτής από την εφεσίβλητη, δεν περιλαμβανόταν και η κάλυψη για την απώλεια κερδών λόγω πυρκαγιάς σε κτίρια της θυγατρικής της εκκαλούσας εταιρείας “…”, από την καταστροφή αντικειμένων, που βρίσκονταν εντός της τελευταίας αυτής εταιρείας, πλην των αποθεμάτων της εκκαλούσας, όπως μηχανών, που είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή της λειτουργίας της (“…”), ούτε, κατά συνέπεια, υπήρχε κάλυψη της εκκαλούσας για τις αντανακλαστικές συνέπειες, που μπορεί να έχει η ζημία της εταιρείας “…” στη δική της λειτουργία. Ο ισχυρισμός, επομένως, της εκκαλούσας, που προβάλλεται με το δεύτερο λόγο έφεσης, επαναφέροντας την πρωτοδίκως υποβληθείσα αντένστασή της, ότι η εφεσίβλητη επικαλείται όρους και εξαιρέσεις (ιδιοκτησία των καταστραφέντων μηχανημάτων), οι οποίοι δεν περιέχονταν στην πρόταση για ασφάλιση και δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και συμφωνίας, ούτε της γνωστοποιήθηκαν νόμιμα, κατ’ άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2496/1997, είναι και αβάσιμος, ανεξαρτήτως του ότι προβάλλεται αλυσιτελώς, αφού, με την εκκαλουμένη δεν απορρίφθηκε η αγωγή λόγω της μη κάλυψης της απώλειας κερδών της εκκαλούσας εξαιτίας της έλλειψης κυριότητας των μηχανημάτων που καταστράφηκαν.” Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν την έφεση της αναιρεσείουσες και επικύρωσε την υπ’ αριθμόν 4055/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου …, το οποίο είχε απορρίψει την αγωγή της αναιρεσείουσας ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 7, 11 και 24 του ν. 2496/1997, που ήταν εφαρμοστέες, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως, καθόσον, κατά τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, α) μεταξύ των διαδίκων καταρτίστηκε σύμβαση ασφάλισης πυρός, με ειδικό ασφαλιζόμενο κίνδυνο εκείνον της απώλειας κερδών της αναιρεσείουσας, οφειλόμενο στην επέλευση του κινδύνου της πυρκαγιάς και στη διακοπή λειτουργίας της επιχείρησής της εξαιτίας ζημίας που επήλθε στα καλυπτόμενα περιουσιακά στοιχεία, β) καλυπτόμενα περιουσιακά στοιχεία αποτελούσαν τα κτίρια Α και Β με το περιεχόμενό τους και, επίσης, τα αποθέματα είτε βρίσκονταν σε κτίρια της αναιρεσείουσας είτε της θυγατρικής της εταιρείας και, συνεπώς, συμφωνήθηκε και ανέλαβε η αναιρεσίβλητη την ευθύνη να καλύψει την τρέχουσα αξία των αποθεμάτων της αναιρεσείουσας, που βρίσκονταν σε κτίρια της θυγατρικής της εταιρείας “…” και θα καταστρέφονταν από πυρκαγιά, καθώς και την απώλεια κερδών λόγω μείωσης του κύκλου εργασιών της ή αύξησης του κόστους λειτουργίας της, που θα προέκυπτε από την καταστροφή των εμπορευμάτων αυτών μετά την επέλευση του ασφαλιστέου κινδύνου, με συνέπεια να μη δικαιούται η αναιρεσείουσα αποζημίωση για την περίπτωση της απώλειας κερδών από ζημία, λόγω πυρκαγιάς, σε μη ασφαλισμένα αντικείμενα και δη στις ευρισκόμενες εντός του κτιρίου που χρησιμοποιούσε η εταιρεία “…” μηχανές και να καταφάσκεται έτσι η ανυπαρξία της σχετικής απαίτησης της αναιρεσείουσας και η ουσιαστική αβασιμότητα της αγωγής. Επίσης, το Εφετείο, το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 2 παρ. 5 του ίδιου νόμου, αφού κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της προβαλλόμενης απόφασης, δεν αποδείχθηκε ότι ζητήθηκε από την αναιρεσείουσα να ασφαλίσει η αναιρεσίβλητη και την περίπτωση του κινδύνου απώλειας κερδών από ζημία λόγω πυρκαγιάς σε μη ασφαλισμένα αντικείμενα, τα οποία χρησιμοποιούσε η θυγατρική της εταιρεία, αβασίμως δε ισχυρίστηκε, κατ’ αντένσταση η αναιρεσείουσα ότι οι όροι και εξαιρέσεις που επικαλέστηκε η αναιρεσίβλητη δεν περιέχονταν στην πρόταση για ασφάλιση ούτε και αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, με το οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση σφάλμα από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Περαιτέρω το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθ’ όσον διέλαβε σε αυτήν την απαιτούμενη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό των προαναφερόμενων ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, που εφάρμοσε, και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής ή μη εφαρμογής αυτών, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, αφού αναφέρονται στην απόφαση, με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό της πόρισμα, δεχόμενο, ειδικότερα, πέραν των ανωτέρω αναφερομένων παραδοχών, ανελέγκτως α) ότι στην τοποθεσία κινδύνου 2 ασφαλίστηκαν τα αποθέματα της αναιρεσείουσας, έτοιμα και ημιέτοιμα προϊόντα και πρώτες ύλες για τον κίνδυνο πυρκαγιάς, β) ως προς τον ειδικότερο κίνδυνο της απώλειας κερδών της αναιρεσείουσας λόγω πυρκαγιάς και στην εντεύθεν διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησής της, ότι ασφαλίστηκε η απώλεια κερδών εξαιτίας ζημίας που επήλθε στα καλυπτόμενα περιουσιακά της στοιχεία και όχι και στα μη καλυπτόμενα περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοπούσε η θυγατρική της εταιρεία “…”, και γ) ότι δεν υπήρξε βούληση της αναιρεσείουσας, πολύ δε περισσότερο της αναιρεσίβλητης για ασφάλιση απώλειας κερδών από ζημία λόγω πυρκαγιάς σε μη ασφαλισμένα αντικείμενα, τα οποία χρησιμοποιούσε η πιο πάνω θυγατρική της εταιρεία. Επίσης, το Εφετείο διέλαβε επαρκείς και σαφείς αιτιολογίες και όσον αφορά το ζήτημα της αλυσιτελούς προβολής του δεύτερου λόγου έφεσης κρίνοντας αυτόν (δεύτερο λόγο έφεσης), εκτός από ουσιαστικά αβάσιμο, και αλυσιτελώς προβαλλόμενο, αφού η αγωγή δεν απορρίφθηκε στον πρώτο βαθμό λόγω της μη κάλυψης της απώλειας κερδών της αναιρεσείουσας εξαιτίας έλλειψης κυριότητας των μηχανημάτων που καταστράφηκαν.Επομένως, οι πρώτος, κατά το πρώτο σκέλος, και δεύτερος, κατά το δεύτερο σκέλος, λόγοι της αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση σφάλμα από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο της ουσίας, είτε κάνοντας εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου αποδεικτικού εγγράφου, κατά την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, είτε παραλείποντας την ανάγνωση κρίσιμων περικοπών ή φράσεων αυτού, αποδίδει σε αυτό περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιέχει και ακολούθως, με βάση μόνο αυτό ή κυρίως αυτό, καταλήγει σε αποδεικτικό πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα για πράγματα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δηλαδή στο διατακτικό της απόφασής του. Αντίθετα, δεν υπάρχει παραμόρφωση εγγράφου, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υποπίπτει σε διαγνωστικό σφάλμα ως προς το περιεχόμενο του εγγράφου, αλλά, αξιολογώντας τα περιστατικά που πράγματι περιέχονται σ` αυτό, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που θεωρεί ο αναιρεσείων ορθό, οπότε πρόκειται για εκτίμηση αποδείξεων που δεν ελέγχονται αναιρετικά (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 171/2023, ΑΠ 262/2020). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο, κατά το δεύτερο σκέλος, λόγο της αίτησης αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του υπ’ αριθμόν …/… ασφαλιστηρίου συμβολαίου στη σελίδα 5 και υπό τον αριθμό 13 υπό τον Τίτλο Ειδικές Πρόσθετες Συμφωνίες ορίζεται “Η διακοπή των εργασιών στηρίζεται στον Ισολογισμό του 2010 και αφορά και τις 2 τοποθεσίες κινδύνου”, από το οποίο, κατά την αναιρεσείουσα, προκύπτει ότι μόνον δύο προϋποθέσεις απαιτούνταν για την κάλυψη του ασφαλισμένου κινδύνου από τη διακοπή των εργασιών και μάλιστα α) η διακοπή εργασιών να έχει προέλθει από ασφαλισμένο κίνδυνο και β) ο κίνδυνος να έχει επέλθει εντός οποιασδήποτε εκ των δύο τοποθεσιών κινδύνου. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δεν υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, κατά την ανάγνωση του πιο πάνω εγγράφου, δεχόμενο πραγματικά περιστατικά, διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται σ` αυτό, αλλά, αφού το ανέγνωσε σωστά και εκτίμησε το αληθινό περιεχόμενο αυτού, ήχθη σε διαφορετικό πόρισμα από αυτό στο οποίο καταλήγει ο αναιρεσείων, δεχόμενο δηλαδή ότι συμφωνήθηκε και ανέλαβε η εφεσίβλητη την ευθύνη να καλύψει την τρέχουσα αξία των αποθεμάτων της εκκαλούσας, που θα καταστραφούν από πυρκαγιά και βρίσκονται σε κτίρια της θυγατρικής της εταιρείας “…”, καθώς και την απώλεια κερδών λόγω μείωσης του κύκλου εργασιών της ή αύξησης του κόστους λειτουργίας της, που θα προέκυπτε από την καταστροφή των εμπορευμάτων της αυτών, μετά την επέλευση του ασφαλιστέου κινδύνου, όχι όμως και τον κίνδυνο της απώλειας κερδών από ζημία λόγω πυρκαγιάς σε μη ασφαλισμένα αντικείμενα, που χρησιμοποιούσε η πιο πάνω θυγατρικής εταιρεία. Επομένως, ο ανωτέρω πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, είναι αβάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα για την άσκηση αυτής παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείουσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21-5-2021 αίτηση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “…” για αναίρεση της υπ’ αριθμόν … απόφασης του Τριμελούς Εφετείου ….
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Επιβάλλει εις βάρος της αναιρεσείουσας τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Μαρτίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Ιανουαρίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ