Απόφαση της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της ΑΑΔΕ όρισε το πλαίσιο βάσει του οποίου οι τραπεζικές πιστώσεις μπορούν να χαρακτηριστούν ως μη δηλωθέν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα.
Ειδικότερα, όταν οι καταθέσεις στους τραπεζικούς λογαριασμούς ενός ελεγχόμενου δεν συνοδεύονται από επαρκείς εξηγήσεις και τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία για την προέλευσή τους, μπορούν να θεωρηθούν ως εισόδημα που δεν έχει δηλωθεί, υπό την προϋπόθεση ότι σχετίζονται με επιχειρηματική δραστηριότητα.
Η υπόθεση αφορούσε ιδιοκτήτη γηροκομείου, στους τραπεζικούς λογαριασμούς του οποίου βρέθηκαν καταθέσεις χωρίς σαφή αιτιολόγηση. Ο επιχειρηματίας υποστήριξε ότι οι πιστώσεις προέρχονταν από συγγενείς των τροφίμων και είχαν ως σκοπό την κάλυψη εξόδων για φάρμακα και άλλες προσωπικές ανάγκες των ηλικιωμένων. Κατά την εξέταση, όμως, η φορολογική αρχή διαπίστωσε ότι οι καταθέσεις γίνονταν σε τακτική βάση και είχαν χαρακτηριστικά που παρέπεμπαν σε πληρωμές για τροφεία.
Για παράδειγμα, παρατηρήθηκε ότι οι καταθέσεις γίνονταν κάθε μήνα, με σταθερό ποσό που ταίριαζε με το μηνιαίο κόστος διαμονής, όπως καταγραφόταν στις εκδοθείσες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών. Η περιοδικότητα και το ύψος αυτών των καταθέσεων δημιούργησαν την εύλογη υπόθεση ότι επρόκειτο για έσοδα της επιχείρησης και όχι για μεμονωμένες καταθέσεις που προορίζονταν για την αγορά φαρμάκων ή άλλες δαπάνες.
Παρά τους ισχυρισμούς του επιχειρηματία, δεν προσκομίστηκαν αποδεικτικά στοιχεία, όπως αποδείξεις αγοράς ή άλλα έγγραφα που να επιβεβαιώνουν την χρήση των χρημάτων για τους σκοπούς που επικαλέστηκε. Η ΔΕΔ τόνισε ότι ο φορολογούμενος φέρει το βάρος απόδειξης και ότι οι ισχυρισμοί του πρέπει να υποστηρίζονται με συγκεκριμένα και επαρκή έγγραφα.
Η τελική απόφαση της ΔΕΔ ήταν ότι, ελλείψει επαρκούς τεκμηρίωσης, οι εν λόγω καταθέσεις δεν μπορούσαν να θεωρηθούν διαφορετικές από εισόδημα που σχετίζεται με την επιχειρηματική δραστηριότητα του γηροκομείου και επομένως φορολογήθηκαν ως εισόδημα βάσει του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.