Αίτηση ερμηνείας διαθήκης, με την οποία κατελήφθη περιουσία υπέρ κοινωφελούς σκοπού. Αποκλειστική αρμοδιότητα για την εκδίκαση της σχετικής αίτησης υπέρ του Εφετείου της έδρας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης που το εποπτεύει. Στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, όπου η συζήτηση είναι υποχρεωτικά προφορική, δεν επιτρέπεται η παράσταση με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Αν στην εκουσία δικαιοδοσία ο αιτών δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν μετέχει κανονικά στη συζήτηση και εμφανισθεί ο καθ’ ου η αίτηση ή ο τρίτος που έχει κλητευθεί ή έχει παρέμβει, η συζήτηση προχωρεί σαν να είχε εμφανιστεί ο αιτών και το δικαστήριο εξετάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (άρθρο 754β΄ ΚΠολΔ). Διάκριση και επιμέρους όροι άσκησης κύριας ή πρόσφατης παρέμβασης αντίστοιχα επί δίκης κατά την εκουσία δικαιοδοσία. Προϋποθέσεις συνδρομής έννομου συμφέροντος προς τούτο. ΄Ασκηση παρέμβασης με τις έγγραφες προτάσεις από το Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης με σκοπό την απόρριψη της αιτήσεως. Από το δίκαιο της ιθαγενείας του κληρονομούμενου διέπεται και ο θεσμός του εκτελεστή της διαθήκης αυτού. Απορρίπτει την αίτηση ερμηνείας της διαθήκης, ερήμην του αιτούντος, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεκτής γενομένης της ασκηθείσας με τις έγγραφες προτάσεις κυρίας παρεμβάσεως του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης.
Αριθμός Απόφασης: 421/2019
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
[ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ]
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη – Εισηγήτρια, που ορίσθηκαν από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 115 παρ. 2, 242 παρ. 2, 741, 745 και 759 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 115 ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 1 § 2 ν. 2915/2001, συνάγεται ότι στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, για τις οποίες είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και, κατά συνέπεια, δεν ισχύει η ευχέρεια των πληρεξούσιων δικηγόρων των διαδίκων να προκαταθέσουν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης (βλ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία άρθρο 741 σελ. 179, Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμ. ΚΠολΔ άρθρο 242 αρ. 2, Β. Βαθρακοκοίλη, Συμπληρωματικός τόμος ΚΠολΔ, Οι τροποποιήσεις έως το ν. 2915/2001 άρθρο 115 σελ. 151, άρθρο 242 σ. 285 επ., άρθρο 524 σ. 492 επ., άρθρο 528 σ. 499, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Συμπλήρωμα, έκδ. 2003 σελ. 14, 34, ΑΠ 251/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 21/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1368/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 866/2008 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΘεσ 2675/2018 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 181/2017 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑθ 2495/2017 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 738/2010 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΑθ 3057/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 539/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 668/2009 Δημ. Νόμος, ΕΘ 603/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 63/2009 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΑθ 427/2008 Δημ. Νόμος, ΕΑ 7093/2007 Δημ. Νόμος, ΕΑ 1350/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 165/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 691/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΑΘ 1686/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 246/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 209/2006 Δημ. Νόμος, ΕΑ 2195/2006 ΕλλΔικ 2006.1516, ΕΑ 4249/2004 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 7061/2004 Δημ. Νόμος). Σε μια τέτοια περίπτωση (που δεν μπορεί να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ), ο διάδικος, που κατέθεσε προτάσεις και δεν παρουσιάστηκε στη συζήτηση, δικάζεται ερήμην (ΤριμΕφΘεσ 2675/2018 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 181/2017 ό.π., ΤριμΕφΑθ 2495/2017 ό.π., ΕφΠειρ 738/2010 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΑΘ 209/2006 ΕλΔ 48.546, ΕφΑΘ 1686/2006 ΕλΔ 47.1104, ΕφΑΘ 7061/2004 ΕλΔ 46.520). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 754 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο έκτο του άρθρου 1 Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87 (μ’ έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 4 του αυτού άρθρου και νόμου, από 1.1.2016), με το οποίο τίθενται ειδικοί κανόνες στη συζήτηση της αίτησης, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ. ΚΠολΔ), «Αν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στην ορισμένη για τη συζήτηση της αίτησης δικάσιμο δεν εμφανιστούν οι διάδικοι ή εμφανιστούν και δεν λάβουν κανονικά μέρος στη συζήτηση, η συζήτηση ματαιώνεται. Αν ο αιτών δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν μετέχει κανονικά στη συζήτηση και εμφανισθεί ο καθ’ ου η αίτηση ή ο τρίτος που έχει κλητευθεί ή έχει παρέμβει, η συζήτηση προχωρεί σαν να είχε εμφανιστεί ο αιτών και το δικαστήριο εξετάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν.». Αν η μη εμφάνιση ή η μη προσήκουσα εμφάνιση των διαδίκων διαπιστωθεί μετά τη συζήτηση, κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη, η ματαίωση της συζήτησης κηρύσσεται με δικαστική απόφαση (ΕφΠειρ 70/2010 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΠειρ 824/2009 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΑθ. 8862/2000 ΕλλΔνη 43.846). Εξάλλου, η έννοια του διαδίκου, όπως αυτή καθορίζεται στα πλαίσια της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, δεν προσαρμόζεται, στη ρυθμιζόμενη από τα άρθρα 741-781 ΚΠολΔικ, διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, στην οποία δεν υπάρχει αντιδικία, αλλά μετέχουν στη διαδικασία αυτή οι ενδιαφερόμενοι για το ρυθμιστικό μέτρο, οι οποίοι αποκτούν την ιδιότητα του διαδίκου: α) με την υποβολή της αίτησης για την εκδίκαση ορισμένης υποθέσεως της εκούσιας δικαιοδοσίας, β) με την κλήτευσή τους στη διαδικασία αυτή κατόπιν διαταγής του αρμοδίου δικαστηρίου (άρθρ 748 παρ 3 ΚΠολΔικ), γ) με την άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης (άρθρ 752 ΚΠολΔικ), δ) με την προσεπίκλησή τους, που γίνεται με πρωτοβουλία κάθε διαδίκου ή αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρ. 753 ΚΠολΔικ). Συνεπώς κατά την ανωτέρω διαδικασία, ο καθ’ ου η αίτηση δεν προσλαμβάνει την ιδιότητα του διαδίκου με μόνη την απεύνθυνση της αίτησης εναντίον του, αν δεν κλητεύθηκε ύστερα από διαταγή του δικαστηρίου, δεν προσκλήθηκε ή δε άσκησε παρέμβαση, ακόμη και όταν, χωρίς πάντως να ασκήσει παρέμβαση, παραστεί στη δίκη (βλ. ΑΠ 546/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 41/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1305/1994 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠατρ 9/2017 Δημ. Νόμος, ΕφΑΘ 3834/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1457/2010 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4941/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 292/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 294/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 306/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 146/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 120/2004 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 79, 80, 747 και 752 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, είναι δυνατή η άσκηση κυρίας ή πρόσθετης παρέμβασης, εφόσον βέβαια συντρέχει η, κατά το άρθρο 68 του ίδιου Κώδικα, διαδικαστική προϋπόθεση της ύπαρξης έννομου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Ειδικότερα, ενώ στη δίκη της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος αναφέρεται στη θετική ή αρνητική διάγνωση του επίδικου δικαιώματος, στις περιπτώσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος συνίσταται στην παραδοχή ή απόρριψη της αίτησης αναφορικά με το ζητούμενο ρυθμιστικό μέτρο. Στην τελευταία αυτή δίκη, εφόσον η παρέμβαση του τρίτου επιδιώκει την απόρριψη της αίτησης, με την οποία ανοίχθηκε η δίκη, ή τη ρύθμιση του επίδικου αντικειμένου κατά τρόπο διαφορετικό, από εκείνον που ζητείται με την αίτηση, πρόκειται για κύρια παρέμβαση (ΑΠ 1020/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 208/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 148/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 632/2013 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑθ 1743/2017 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠατρ 9/2017 ό.π.). Από τη διάταξη δε του άρθρου 80 ΚΠολΔικ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 68 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι, αναγκαίος όρος για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης, είναι η ύπαρξη άμεσου εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Υφίσταται έννομο συμφέρον προς παρέμβαση, όταν με αυτή μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία εις βάρος του νομικής υποχρεώσεως. Πρέπει, όμως, αυτά να απειλούνται από τη δεσμευτικότητα ή εκτελεστότητα της αποφάσεως, που θα εκδοθεί, είτε να υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της. Έτσι, για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης, δεν αρκεί ότι σε μεταξύ άλλων εκκρεμή δίκη πρόκειται να λυθεί νομικό ζήτημα, που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, επειδή υπάρχει ή πρόκειται να προκύψει σε μελλοντική δίκη μεταξύ αυτού και κάποιου από τους διαδίκους ή τρίτου συναφής διαφορά, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης στην οποία παρεμβαίνει, να θίγει από την άποψη του πραγματικού και νομικού ζητήματος τα έννομα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 4/2018 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 17/2015 Δημ. Νόμος, Ολ. ΑΠ 9/2012, Ολ. ΑΠ 14/2008, ΑΠ 546/2018 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 181/2017 Δημ. Νόμος).
Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 126 του Α.Ν. 2039/1939, «Ο Υπουργός των Οικονομικών δύναται να παρεμβαίνη κατά πάσαν στάσιν της δίκης και άνευ της κοινοποιήσεως δικογράφου παρεμβάσεως, αλλά δια των προτάσεων, εις δίκας αφορώσας διεκδίκησιν εν όλω ή εν μέρει της υπέρ του σκοπού ταχθείσης περιουσίας ή την ακύρωσιν των συστατικών πράξεων, ως και εν γένει εις πάσας τάς δίκας αίτινες ενδιαφέρουσιν οπωσδήποτε την υπέρ του σκοπού ή υπέρ κοινωφελούς ιδρύματος άνευ ειδικού σκοπού καταλειπομένην περιουσίαν. Κατά των εκδιδομένων αποφάσεων ο υπουργός των Οικονομικών δύναται να ασκή αυτοτελώς μέσα “και όταν ακόμη δεν παρέστη κατά την συζήτησιν της προσβαλλομένης αποφάσεως”. Τα εισαγωγικά τοιούτων δικών δικόγραφα, επί ποινή απαραδέκτου αυτών εξεταζομένου και αυτεπαγγέλτως, κοινοποιούνται και εις τον Υπουργόν των Οικονομικών, εφαρμοζομένων των περί δικών και προθεσμιών υπέρ του Δημοσίου». Ο νόμος αυτός καταργήθηκε με την παρ. 8α του άρθρου 82 Ν. 4182/2013 “Κώδικας κοινωφελών περιουσιών, σχολαζουσών κληρονομιών και λοιπές διατάξεις”, η ισχύς του οποίου άρχισε την 10-11-2013, ήτοι ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αιτήσεως. Σύμφωνα με την παρ. 9 του ίδιου άρθρου, «με την επιφύλαξη των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου, κάθε παραπομπή στον α.ν. 2039/1939 ή γενικά στην νομοθεσία περί Εθνικών Κληροδοτημάτων, νοείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα ότι γίνεται στις αντίστοιχες διατάξεις του” (ΑΠ 611/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 149/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 816/2015 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, με το άρθρο 1 παράγραφος 1 του ν. 4182/2013 (ΦΕΚ 185 Α`/10-9-2013) ορίζεται ότι “Κοινωφελής περιουσία είναι: Το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων, που διατίθενται με κληρονομία, κληροδοσία, ή δωρεά υπέρ του δημοσίου, ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ή για κοινωφελή σκοπό. Ως κοινωφελής περιουσία νοείται, επίσης, και το νομικό πρόσωπο, που τα διαχειρίζεται και εκπροσωπεί εφόσον υπάρχει”. Περαιτέρω, με την παράγραφο 3 του ίδιου πιο πάνω άρθρου ορίζεται ότι: “Κοινωφελής σκοπός είναι κάθε εθνικός, θρησκευτικός, φιλανθρωπικός, εκπαιδευτικός, πολιτιστικός και γενικά επωφελής για την κοινωνία εν όλω ή εν μέρει σκοπός”, ενώ με την παράγραφο 4 ότι: “Aρμόδια αρχή είναι ο Υπουργός Οικονομικών και ο Γενικός Γραμματέας της οικείας αποκεντρωμένης διοίκησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2, οι οποίοι ασκούν τις σχετικές αρμοδιότητες διά των οικείων διευθύνσεων” (βλ. σχετ. ΑΠ 149/2018 Δημ. Νόμος). Κατά τις διατάξεις δε του άρθρου 2 §§ 1, 3α του Ν. 4182/2013, με τίτλο “Υποχρεώσεις Δημοσίου – Αρμοδιότητες”: «1. Το Δημόσιο έχει την υποχρέωση να διασφαλίζει την πιστή και επακριβή εκτέλεση της βούλησης των διαθετών και δωρητών. Αρμοδιότητα του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης υφίσταται, με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 και τυχόν ειδικών διατάξεων, στις ακόλουθες περιπτώσεις: «α) Όταν ο σκοπός της περιουσίας εκπληρώνεται κατά κύριο λόγο μέσα στα όρια μιας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ανεξαρτήτως του τόπου όπου βρίσκεται η περιουσία,… β) Όταν δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η προηγούμενη περίπτωση και η περιουσία βρίσκεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της μέσα στα όρια μιας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, γ)… Στις υπόλοιπες περιπτώσεις αρμόδιος είναι ο Υπουργός Οικονομικών, όπως και στις κατ’ εξαίρεση περιπτώσεις που ορίζονται στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου.». Αρμοδιότητα του Υπουργού Οικονομικών υφίσταται, επίσης, κατ’ εξαίρεση: α) Για την εποπτεία εκκαθάρισης και διαχείρισης περιουσιών που καταλείπονται στο Δημόσιο, β) για την εποπτεία της επιτροπής Ολυμπίων και κληροδοτημάτων και του Βαρβακείου Ιδρύματος, γ) για την εκκαθάριση και εποπτεία κοινωφελών περιουσιών που έχουν τα κύρια περιουσιακά στοιχεία στην αλλοδαπή, δ) για περιουσίες του κεφαλαίου Ε’ του παρόντος κώδικα που υπάγονται στην άμεση διαχείριση του Υπουργείου Οικονομικών, ε) για την εποπτεία περιουσιών των οποίων η αξία εκτιμάται, ως ανώτερη του ποσού των 10.000.000 ευρώ ή των οποίων οι σκοποί εκτελούνται σε όλη την επικράτεια. Εξάλλου, με τις διατάξεις του άρθρου 69 του ιδίου Ν. 4182/2013, Κεφάλαιο ΙΑ’: Δικονομικές Διατάξεις, “Δίκες κοινωφελών περιουσιών”: «1) Η αρμόδια αρχή νομιμοποιείται, πέραν των εκκαθαριστών, εκτελεστών διαθήκης και διοικητών κοινωφελών ιδρυμάτων: α) Να ασκεί αιτήσεις και αγωγές σε δικαστήρια για την αναγνώριση ή τη διεκδίκηση δικαιώματος σε κάθε περιουσία, που έχει διατεθεί για κοινωφελή σκοπό ή σε κοινωφελές ίδρυμα, β) να επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση των δικαιωμάτων αυτών, γ) να ζητεί τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για την εξασφάλιση κάθε περιουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 682 και επόμενα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, δ) να ασκεί παρέμβαση σε κάθε στάση δίκης, η οποία αφορά περιουσία υπέρ κοινωφελούς σκοπού ή κοινωφελών ιδρυμάτων ή αφορά το κύρος των πράξεών τους, με την υποβολή προτάσεων και χωρίς την κοινοποίηση δικογράφου παρέμβασης, ε) να ζητεί την επανάληψη της δίκης ή να καλείται για την επανάληψη της δίκης, αν επήλθε διακοπή δίκης με διάδικο ένα από τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου και για λόγους που αφορούν τα πρόσωπα αυτά. 2) Τα εισαγωγικά δικόγραφα των δικών, που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, κοινοποιούνται στην αρμόδια αρχή, από οποιονδήποτε κι αν ασκούνται, εκτός αν ορίζεται ειδικά διαφορετικά στον παρόντα Κώδικα, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης, που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις περί δικών και προθεσμιών του Δημοσίου» (ΑΠ 611/2018 ό.π., ΑΠ 546/2018 ό.π., ΑΠ 149/2018 ό.π., ΑΠ 361/2017 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑθ 1743/2017 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΘεσ 661/2017 Δημ. Νόμος). Κατά την ορθή έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι προβλεπόμενες από αυτές δίκες Κοινωφελών Περιουσιών, στις οποίες καλείται υποχρεωτικά και μπορεί να παρεμβαίνει ο Υπουργός Οικονομικών και, μετά τον ν. 4182/2013, ο Γενικός Γραμματέας της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, είναι εκείνες μόνο που ενδιαφέρουν κατά τρόπο ευθύ και άμεσο την περιουσία που τάχθηκε υπέρ του κοινωφελούς σκοπού και οι οποίες μπορούν, εξαιτίας του αποτελέσματός τους, να ματαιώσουν ή να εμποδίσουν την εκπλήρωση του σκοπού αυτού και όχι και άλλες, όπως είναι εκείνες που αφορούν δοσοληψίες του κοινωφελούς ιδρύματος, που έγιναν κατά τη συνηθισμένη δραστηριότητά του στις συναλλαγές (ΑΠ 611/2018 ό.π., ΑΠ 627/2017, ΑΠ 361/2017). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 49 του Ν. 4182/2013, ορίζεται ότι «…2. Στους εκτελεστές διαθηκών χορηγείται, αν δεν απαγορεύεται ρητώς από τη διαθήκη, αμοιβή και δαπάνες, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 30», ενώ, κατά την παρ. 1 του άρθρου 30 του ίδιου νόμου, «1. Με αίτηση του εκκαθαριστή που συνοδεύεται από αναλυτικό πίνακα ενεργειών και αναφορά του χρόνου απασχόλησης και των δαπανών, στις οποίες υποβλήθηκε, χορηγείται, μετά από έγκριση της αρμόδιας αρχής, αμοιβή, ανάλογη του χρόνου απασχόλησης, των ενεργειών, στις οποίες προέβη και του ενεργητικού της εκκαθαριζόμενης περιουσίας και αποδίδονται οι δαπάνες, στις οποίες αναγκαία προέβη για την εκτέλεση του έργου του. Η αμοιβή υπολογίζεται ως ποσοστό της αξίας της περιουσίας και δεν μπορεί να υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) αυτής, όταν η αξία της περιουσίας δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ και το ένα τοις εκατό (1%) για το υπερβάλλον. Με απόφαση της αρμόδιας αρχής μπορεί να χορηγείται προκαταβολή μέρους της αμοιβής…» (βλ. & την παρ.13 του άρθρου 32 του Ν. 4223/2013 -ΦΕΚ Α 287/31.12.2013-). Επίσης, κατά το άρθρο 40 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι «1. Περιουσίες που καταλείπονται υπέρ κοινωφελών σκοπών σε άλλα πρόσωπα, εκτός του Δημοσίου, γίνονται αποδεκτές πάντοτε με το ευεργέτημα της απογραφής και εκκαθαρίζονται από τους εκτελεστές που ορίζονται με τη διαθήκη, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα και συμπληρωματικά τις διατάξεις των άρθρων 2020 έως 2027 του Αστικού Κώδικα. Αν ο οριζόμενος ως εκτελεστής διαθήκης εξέλιπε, χωρίς να προβλέπεται από τη συστατική πράξη η αναπλήρωσή του, η οικεία περιουσία εκκαθαρίζεται και διοικείται από εκτελεστή που διορίζεται από την αρμόδια αρχή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16 έως 21…». Στις διατάξεις δε του άρθρου 33 του ίδιου Ν. 4182/2013 ορίζονται τα ακόλουθα: “Περιουσίες υπέρ του Δημοσίου προς εκτέλεση ορισμένου γενικού ή ειδικού σκοπού ή έργου, υπάγονται μετά την εκκαθάρισή τους στην άμεση διαχείριση του Υπουργείου Οικονομικών στις παρακάτω περιπτώσεις: α) Αν η εκτέλεση του κοινωφελούς σκοπού έχει ανατεθεί με συστατική πράξη ρητά στο Δημόσιο ή αν δεν έχει ανατεθεί σε άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Αν η εκτέλεση του σκοπού ή έργου έχει ανατεθεί σε συγκεκριμένο Υπουργό λόγω αρμοδιότητάς του, η περιουσία υπάγεται στην άμεση διαχείριση του Υπουργείου Οικονομικών με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και διατίθεται για τους σκοπούς, που ορίζονται στη συστατική πράξη με τους όρους αυτής και όσους ορίζονται συμπληρωματικά στην απόφαση, β) αν η περιουσία καταλήφθηκε για κοινωφελείς σκοπούς υπέρ προσώπων, που είναι άγνωστα ή δεν προσδιορίζονται επαρκώς και χωρίς να έχει ορισθεί εκτελεστής, οπότε θεωρείται ότι καταλήφθηκε υπέρ του Δημοσίου για την εκτέλεση του κοινωφελούς σκοπού, που ορίζεται με τη συστατική πράξη, γ) αν καταλήφθηκε ή κατατέθηκε περιουσία σε πιστωτικά ιδρύματα για κοινωφελείς σκοπούς, που δεν μπορεί να καθορισθούν επακριβώς ή να εκτελεστούν, οπότε θεωρείται ότι έχει καταληφθεί ή κατατεθεί υπέρ του Δημοσίου, δ) αν η διαχείριση περιουσίας ανατέθηκε σε πρόσωπα, που εξέλιπαν, χωρίς να προβλέπεται η αντικατάστασή τους από τη συστατική πράξη, ε) αν διαπιστωθεί μετά την αναγγελία της παρ. 1 του άρθρου 15 ότι περιουσίες της παρ. 2 του άρθρου 50 (κεφάλαια αυτοτελούς διαχείρισης) έχουν περιπέσει σε αδράνεια και ο σκοπός τους δεν εκτελείται. 2. Υπάγονται στην άμεση διαχείριση του Υπουργείου Οικονομικών α) περιουσίες διαλυόμενων σωματείων…, β) περιουσίες νομικών προσώπων που συστάθηκαν στην αλλοδαπή…, γ) κληρονομίες και κληροδοσίες των άρθρων 40 έως 49 (αφορούν περιουσίες για την εκπλήρωση κοινωφελών σκοπών που εκτελούνται από πρόσωπα άλλα εκτός του Δημοσίου), που έχουν καταληφθεί υπέρ φυσικών ή νομικών προσώπων, με τον όρο της εκτέλεσης κοινωφελούς σκοπού ή έργου, οι οποίες δε γίνονται αποδεκτές για οποιονδήποτε λόγο και δεν ορίζεται υποκατάστατος” (βλ. σχετ. ΑΠ 627/2017 ΤΝΠΔΣΑθ, ΑΠ 361/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2130/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1698/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1781/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 579/1996 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4304/2017 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΘεσ 250/2015 Δημ. Νόμος).
Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 109 παρ. 1 του Συντάγματος, δεν επιτρέπεται η μεταβολή του περιεχομένου ή των όρων διαθήκης, κωδικέλου ή δωρεάς ως προς τις διατάξεις τους υπέρ του Δημοσίου ή υπέρ κοινωφελούς σκοπού. Η συνταγματική αυτή διάταξη αποβλέπει στην προστασία και κατοχύρωση της θέλησης των διαθετών και δωρητών, ακόμη και εναντίον των πράξεων της πολιτείας, που έχουν νομοθετικό περιεχόμενο και, σύμφωνα με αυτήν, δεν επιτρέπεται, καταρχήν, η μεταβολή σκοπού περιουσίας, που έχει ταχθεί υπέρ του Δημοσίου ή προς εξυπηρέτηση κοινής ωφελείας, όχι μόνο με διατάγματα, αλλά ούτε και με νόμο (βλ. Ολομ.ΑΠ 1241/1979 ΝοΒ 28.709, ΑΠ 1355/2017 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 661/2017 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠατρ 9/2017 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 153/2015 Δημ. Νόμος). Κατ` εξαίρεση, όμως, επιτρέπεται, σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου του Συντάγματος, η επωφελέστερη αξιοποίηση ή διάθεση του καταλειφθέντος ή δωρηθέντος περιουσιακού στοιχείου, υπέρ του ίδιου ή άλλου, (συγγενούς), κοινωφελούς σκοπού, στην ίδια περιοχή, που όρισε ο διαθέτης ή ο δωρητής ή στην ευρύτερη περιφέρειά της, όταν βεβαιωθεί με δικαστική απόφαση, (α) είτε ότι η θέληση του διαθέτη ή του δωρητή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί για οποιοδήποτε λόγο, καθόλου ή κατά το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου της ως προς τον ορισθέντα σκοπό, (β) είτε ότι η θέληση αυτή μπορεί να ικανοποιηθεί πληρέστερα με τη μεταβολή της εκμετάλλευσης του υπόψη περιουσιακού στοιχείου, όπως ειδικός νόμος θα ορίσει (βλ. σχετ. ΑΠ 1355/2017 ό.π., ΤριμΕφΘεσ 661/2017 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 9/2017 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 153/2015 ό.π.). Όταν με διαθήκη ή άλλη πράξη διατίθενται περιουσιακά στοιχεία με κληρονομία, κληροδοσία ή δωρεά υπέρ κοινωφελών σκοπών, η επίτευξη των τελευταίων μπορεί να επιδιώκεται, είτε με την σύσταση αυτοτελούς ιδρύματος, στο νομικό πρόσωπο του οποίου περιέρχεται η καταλειφθείσα περιουσία, κατ’ άρθρο 50 του ν. 4182/2013, είτε με τη μεταβίβαση της περιουσίας αυτής σε ορισμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, με τον όρο της εκπληρώσεως από αυτό του ταχθέντος κοινωφελούς σκοπού, οπότε πρόκειται για μη αυθύπαρκτο, άλλως «υποτελές», ίδρυμα ή «κεφάλαιο αυτοτελούς διαχειρίσεως» και η αφιερούμενη περιουσία αποτελεί ιδιαίτερη περιουσιακή ομάδα, υποκείμενη, κατά το άρθρο 53 παρ. 1-2 του ίδιου νόμου, στην εποπτεία της αρμόδιας αρχής, δηλαδή του Υπουργού Οικονομικών και του Γενικού Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2, του άνω νόμου, οι οποίοι ασκούν τις σχετικές αρμοδιότητες δια των οικείων Διευθύνσεων (βλ. ΤριμΕφΘεσ 661/2017 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 9/2017 ό.π. και ΕΑ 607/2012, Δημ. Νόμος, ΕΑ 2188/2008, ΕΑ 9628/2000 ΕλΔ.44.550 – 552, ΕΑ 863/83 ΕλΔ.25.573, υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς). Εξάλλου, κατά τις παρ. 1, 2, 3, και 4 του άρθρου 10 του εκτελεστικού της ως άνω συνταγματικής διατάξεως ν. 4182/2013, περιουσίες, που καταλείπονται υπέρ κοινωφελών σκοπών, αξιοποιούνται κατά τον τρόπο που όρισε ο διαθέτης ή δωρητής. Απαγορεύεται η μεταβολή τόσο των παραπάνω κοινωφελών σκοπών, όσο και του τρόπου και των όρων διαχείρισης της περιουσίας, καθώς και των ορισμών για τον τρόπο διοίκησής της, ενώ κατά την παρ. 2. του ίδιου άρθρου, αν υπάρχει αμφιβολία περί του περιεχομένου της βούλησης του διαθέτη ή δωρητή ή αμφισβήτηση επ’ αυτού, αυτή επιλύεται από το αρμόδιο, κατ’ άρθρο 825 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Δικαστήριο, δηλαδή το Εφετείο της έδρας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, που εποπτεύει την κοινωφελή περιουσία, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, κατόπιν αιτήσεως του Υπουργού των Οικονομικών ή του αρμοδίου εκ του σκοπού Υπουργού ή του υπέρ η κοινωφελής περιουσία νομικού προσώπου ή παντός έχοντος έννομο συμφέρον. Κατά την παρ. δε 3 του ίδιου άρθρου, «Το κατά την προηγούμενη παράγραφο δικαστήριο αποφαίνεται, επίσης, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, επί του εάν η βούληση του διαθέτη ή δωρητή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, για οποιονδήποτε λόγο, καθόλου ή κατά το μεγαλύτερο μέρος της και καθορίζει τον τρόπο της επωφελέστερης ή ασφαλέστερης αξιοποίησης της περιουσίας, καθώς και το σκοπό και την περιοχή, για την οποία πρέπει αυτή να διατεθεί» (ΑΠ 2013/2014 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑθ 17/2018 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΘεσ 661/2017 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 9/2017 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 153/2015 ό.π., ΕφΘεσ 1309/2014 Δημ. Νόμος), ενώ κατά την παρ. 4 «Η αίτηση προς το δικαστήριο υποβάλλεται από την αρμόδια αρχή, μετά από προηγούμενη ακρόαση του οργάνου διοίκησης της περιουσίας. Η αίτηση υποβάλλεται και από κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έχει έννομο συμφέρον και κοινοποιείται στην αρμόδια αρχή, επί ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως. Περίληψη της υποβληθείσας αίτησης αναρτάται στην ιστοσελίδα της αρμόδιας αρχής έναν (1) τουλάχιστον μήνα πριν τη δικάσιμο και παραμένει αναρτημένη μέχρι και την προηγούμενη ημέρα της δικασίμου. Η ίδια περίληψη τοιχοκολλάται στο κατάστημα της έδρας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, του Δήμου και της δημοτικής ή τοπικής κοινότητας της έδρας της διοίκησης της περιουσίας και αναρτάται στο διαδικτυακό τους τόπο.» Σκοπός των ανωτέρω διατάξεων είναι η γνώση της ως άνω αίτησης από καθέναν, που έχει έννομο συμφέρον, ώστε, αν επιθυμεί, να παρέμβει στην ενώπιον του Εφετείου δίκη, κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 752 ΚΠολΔ (ΤριμΕφΑθ 17/2018 ό.π., ΤριμΕφΘεσ 661/2017 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 9/2017 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 153/2015 ό.π.). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 825 του ΚΠολΔ, όπως αναδιατυπώθηκε από 11.11.2013, ως άνω, με το άρθρο 77 παρ. 3 του Ν. 4182/2013 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 185/10.9.2013), «Κάθε αμφιβολία ή αμφισβήτηση για την ερμηνεία διαθήκης ή άλλης πράξης, με την οποία διαθέτονται περιουσιακά στοιχεία με κληρονομιά, κληροδοσία ή δωρεά υπέρ του κράτους ή κοινωφελών σκοπών, εφόσον αναφέρεται στον τρόπο της εκκαθάρισης και γενικά της διαχείρισης και της εκτέλεσης της περιουσίας που έχει διατεθεί για το κράτος ή για κοινωφελή σκοπό, υπάγεται στην αρμοδιότητα του Εφετείου της έδρας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης που εποπτεύει την κοινωφελή περιουσία. Αν η κοινωφελής περιουσία υπάγεται στην εποπτεία του Υπουργού Οικονομικών, αρμόδιο είναι το Εφετείο Αθηνών.» (ΑΠ 1355/2017 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠατρ 9/2017 ό.π.). Κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 825 του ΚΠολΔ, που συνάγεται από τη γραμματική διατύπωση και από το σκοπό της θεσπίσεώς της, το Εφετείο καθίσταται αρμόδιο να κρίνει, κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, όταν πρόκειται για ερμηνεία διαθήκης ή άλλης πράξης, με την οποία έχει διατεθεί περιουσιακό στοιχείο για τους αναφερόμενους στο άρθρο 1 του ΑΝ 2039/1939 και ήδη στο άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 4182/2013 κοινωφελείς σκοπούς, αποκλειστικώς και μόνο όταν προκύπτει αμφιβολία ή αμφισβήτηση για ζητήματα που έχουν σχέση με τον τρόπο της εκκαθάρισης και γενικά της διαχείρισης καταληφθέντος περιουσιακού στοιχείου για κοινωφελή σκοπό και όχι όταν αυτή ανάγεται και σε άλλα θέματα (ΑΠ 2183/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 78/2005 Δημ. Νόμος, ΑΠ 491/1999 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1199/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 6824/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 5548/2001 Δημ. Νόμος, ΕφAθ 6033/1995 Δημ. Νόμος), όπως, όταν υπάρχει αμφισβήτηση ή αμφιβολία, που πηγάζει από την πράξη διαθέσεως, έστω και αν αυτή αποτελεί προδικαστικό ζήτημα εφαρμογής του α.ν. 2039/1939 και ήδη του Ν. 4182/2013, και ανάγεται σε αναγνώριση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έναντι τρίτων, η οποία δεν έχει κάποια σχέση με το σκοπό της εκκαθάρισης και της εν γένει διαχείρισης της καταλειφθείσας περιουσίας (σχετ. ΕφΑθ 1199/2008 ό.π., ΕφΑθ 6033/1995 ΕλΔ 37.1145, ΕφΑθ 4186/1997 Δημ. Νόμος). Με τον όρο δε “φιλανθρωπικός σκοπός” νοείται κάθε φιλάλληλη συμπαράσταση, με την οποία καλύπτονται βασικές βιοτικές ανάγκες ατόμων, τα οποία δεν έχουν τη δυνατότητα να τις αντιμετωπίσουν με δικά τους μέσα (ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 2183/2009 ό.π.). Από το συνδυασμό, επίσης, των διατάξεων των άρθρων 173 και 1781 ΑΚ συνάγεται ότι, κατά την ερμηνεία των διαθηκών, αναζητείται, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, η αληθινή του διαθέτη βούληση, κατά την υποκειμενική τούτου άποψη και όχι κατά την αντικειμενική έννοια, υπό την οποία θα την αντιλαμβάνονταν οι τρίτοι κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, πλην έδαφος για τέτοια ερμηνεία παρέχεται, μόνο αν είναι ασαφές το έγγραφο της διαθήκης, οπότε μπορούν να ληφθούν υπόψη και στοιχεία εκτός αυτής κείμενα, όχι δε και όταν, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, από το περιεχόμενο της διαθήκης και μόνο και χωρίς τίποτε άλλο, προκύπτει με σαφήνεια αυτό που ο διαθέτης θέλησε. Συνεπώς, προσφυγή σε ερμηνεία της διαθήκης συγχωρείται μόνο, εάν το δικαστήριο της ουσίας διαπιστώσει, έστω και εμμέσως, κενό ή ασάφεια στο περιεχόμενο της διαθήκης. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον δεν είναι δυνατή η ανεύρεση της αληθινής βούλησης του διαθέτη, με βάση την πιο πάνω γενική διάταξη του άρθρου 173 ΑΚ, το δικαστήριο μπορεί να προσφύγει στην εφαρμογή ειδικών ερμηνευτικών κανόνων (άρθρα 1790 επ. ΑΚ), οι οποίοι θεμελιώνονται στην υποθετική βούληση του διαθέτη, ώστε να διασωθεί το κύρος της διάταξης τελευταίας βούλησης αυτού (ΑΠ 512/2018 Δημ. Νόμος).
Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι τα πολιτικά δικαστήρια, όταν κρίνουν ιδιωτικές διαφορές που υπάγονται σ’ αυτά μπορούν να εξετάσουν παρεμπιπτόντως το κύρος και τη νομιμότητα των πράξεων των οργάνων της διοικήσεως ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εφόσον τούτο δεν έχει αποκλεισθεί από το νόμο και δεν έχει εκδοθεί περί του κύρους αυτών απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία και δεσμεύει τα πολιτικά δικαστήρια. Η έρευνα αυτή των πολιτικών δικαστηρίων περιορίζεται στο αν τα ως άνω όργανα ενήργησαν κατά τους διαγραφόμενους από το νόμο όρους και τύπους, μέσα στα πλαίσια της εξουσίας τους, χωρίς να μπορούν να ελέγξουν και την ουσιαστική κρίση αυτών, ως προς την ύπαρξη ή μη των πραγματικών προϋποθέσεων. Ειδικότερα, το πολιτικό δικαστήριο, όταν εξετάζει παρεμπιπτόντως μία διοικητική πράξη, ελέγχει, μόνο, αν η διοίκηση ενήργησε μέσα στα πλαίσια της νομοθετικής εξουσιοδότησης, αν τήρησε τους καθορισμένους τύπους, αν ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθά το νόμο, αν εκδόθηκε από το αρμόδιο όργανο ή καθ’ υπέρβαση της εξουσίας του και τέλος αν είναι ή όχι αιτιολογημένη. Δηλαδή παρεμπίπτων έλεγχος έχει την έννοια, ότι τα πολιτικά δικαστήρια δεν ακυρώνουν τη διοικητική πράξη, που θεωρούν άκυρη κ.λπ., ούτε αποκρούουν την εκτελεστότητά της, αλλά απλώς δεν την εφαρμόζουν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Υπέρβαση δε δικαιοδοσίας, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ.4 ΚΠολΔ, υπάρχει στις περιπτώσεις που τακτικό πολιτικό δικαστήριο επιλήφθηκε υποθέσεως, η οποία κατά νόμο ανήκει στη δικαιοδοσία άλλου δικαστηρίου από τη φύση της, ή υποθέσεως, η οποία κατ’ αρχήν υπάγεται στη δικαιοδοσία του, όμως με ρητή διάταξη νόμου έχει εξαιρεθεί από αυτή. Τα πλαίσια της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων καθορίζονται από το άρθρο 1 ΚΠολΔ. Περίπτωση, όμως, τέτοιας υπερβάσεως δικαιοδοσίας δεν συντρέχει, όταν το πολιτικό δικαστήριο εξετάζει παρεμπιπτόντως ζητήματα, τα οποία, αν αποτελούσαν το κύριο αντικείμενο της δίκης, δεν θα υπήγοντο στη δικαιοδοσία του, διότι η έννοια του παρεμπίπτοντος συνδέεται στο νόμο (άρθρα 2 και 282 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, με την απλή εξέταση αλλά όχι και τη διάγνωση του ζητήματος, το οποίο αποτελεί το παρεμπίπτον, (όταν το δικαστήριο στερείται σχετικής δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας), οπότε η απόφασή του για το παρεμπιπτόντως κριθέν ζήτημα, που αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου, δεν παράγει δεδικασμένο, σύμφωνα με το άρθρο 331 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 1/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1366/2018 Δημ. Νόμος). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 28 Α.Κ., οι κληρονομικές σχέσεις διέπονται από το δίκαιο της ιθαγενείας που είχε ο κληρονομούμενος όταν πέθανε. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, από το οριζόμενο στις παραπάνω διατάξεις δίκαιο της ιθαγενείας του κληρονομουμένου διέπεται και ο θεσμός του εκτελεστού της διαθήκης αυτού, η οποία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 Α.Κ., είναι έγκυρη και αναπτύσσει την κατά το περιεχόμενο αυτής ενέργεια, αν έχει περιβληθεί τύπο, ανταποκρινόμενο, είτε προς το δίκαιο, που διέπει το περιεχόμενό της, είτε προς το δίκαιο του τόπου, όπου επιχειρήθηκε, είτε προς το δίκαιο της ιθαγενείας όλων των μερών (βλ. ΑΠ 1212/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 140/2002). ΄Οπως προκύπτει, επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 744, 745 και 751 ΚΠολΔ, ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας της Εκούσιας Δικαιοδοσίας ως μέσο προστασίας κυρίως δημόσιας εμβέλειας συμφερόντων, ο οποίος επιβάλλει την ενεργό συμμετοχή του δικαστή στη συλλογή, διερεύνηση και αξιολόγηση του πραγματικού υλικού της δίκης, επιτρέπει τη δυνατότητα συμπλήρωσης με τις προτάσεις εκείνων των στοιχείων της αιτήσεως που αναφέρονται στο άρθρο 747 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, αλλά και περαιτέρω την ευχέρεια αντλήσεως κρίσιμων στοιχείων της υποθέσεως και με αυτεπάγγελτη ακόμη ενέργεια του Δικαστηρίου από άλλα, πέραν από την αίτηση διαδικαστικά ή αποδεικτικά έγγραφα. Η εν λόγω ευχέρεια, όμως, δεν είναι δυνατόν να καλύπτει εκτός από την πραγματική και την ενδεχόμενη νομική αοριστία της αιτήσεως (ΑΠ 1355/2017 Δημ. Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την εκφώνηση της υπό κρίση αίτησης από τη σειρά του οικείου πινακίου, η οποία προσδιορίστηκε με επιμέλεια του αιτούντος αρχικά για τη δικάσιμο της 19/04/2018, οπότε ανεβλήθη για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ο αιτών δεν παραστάθηκε προσηκόντως στο Δικαστήριο, καθώς δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, αλλά, στις 19/09/2018 προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις και την από 19/09/2018 έγγραφη δήλωσή του, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, την οποία υπογράφει ο ίδιος, ως Δικηγόρος, ότι δεν θα παρασταθεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης εκ της σειράς του πινακίου, κατ’ άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Σύμφωνα, όμως, με όσα έχουν αναπτυχθεί στη μείζονα σκέψη της παρούσας, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση δεν επιτρέπεται η παράσταση του αιτούντος με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθόσον πρόκειται για υπόθεση της εκούσιας δικαιοδοσίας, στην οποία η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική, ο αιτών πρέπει να δικαστεί ερήμην. Ωστόσο, εφόσον η υπόθεση προσδιορίστηκε με επιμέλεια του αιτούντος αρχικά για τη δικάσιμο της 19/04/2018, οπότε ανεβλήθη για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η συζήτηση της υπόθεσης πρέπει να προχωρήσει σαν να είχε εμφανιστεί ο αιτών και το δικαστήριο να εξετάσει την υπόθεση κατ’ ουσίαν, κατ’ άρθρο 754 εδ. β΄ ΚΠολΔ, διότι, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, παραστάθηκε ο Συντονιστής της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου, που κατοικοεδρεύει στον Πειραιά, με την ιδιότητα του εποπτεύοντος τις περιουσίες, που καταλείπονται υπέρ ιδρυμάτων και για κοινωφελείς σκοπούς (Ν. 4182/2013 Κώδικας Κοινωφελών Περιουσιών – Σχολαζουσών Κληρονομιών και λοιπές διατάξεις), νόμιμα εκπροσωπούμενος, και, ως αρμόδια αρχή, κατά τ’ άρθρα 1 § 4 και 2 § 3 περ. α` του Ν. 4182/2013, με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αλλά και με τις από 19/09/2018 έγγραφες προτάσεις, οι οποίες κατατέθηκαν επί έδρας, επικαλούμενος έννομο συμφέρον, καθώς η παρούσα δίκη αφορά περιουσία υπέρ κοινωφελούς σκοπού, άσκησε, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, κύρια παρέμβαση, κατά του αιτούντος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 3, 4, 2 παρ. 1, 3 και 69 παρ. 1 περ. δ΄ του Ν. 4182/2013, χωρίς να απαιτείται για την άσκησή της η τήρηση των διατάξεων των άρθρων 747, 748 και 751 ΚΠολΔ, κατάθεση δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται και κοινοποίηση αυτού, αφού, κατά τα εκτιθέμενα σε αυτήν, πρόκειται για δίκη που αφορά κατάλειψη περιουσίας για κοινωφελή σκοπό, ζητώντας, για τους αναφερομένους σε αυτήν λόγους, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της παρέμβασης, σε συνδυασμό με το αιτητικό της, μόνον την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως, χωρίς να υποβάλλει αυτοτελή αίτηση παροχής έννομης προστασίας (βλ. σχετ. ΑΠ 1020/2018, ΑΠ 208/2017 ό.π., ΤριμΕφΑθ 1743/2017 ό.π.). Συνεπώς, η ασκηθείσα ως άνω κύρια παρέμβαση πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, συνεκδικαζόμενη με την υπό κρίση αίτηση, κατά τις διατάξεις της εκουσίας δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των 246 και 739 του Κ.Πολ.Δ., λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 181/2017 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 2323/2011 Δημ. Νόμος), απορριπτομένου, όμως, ως μη νομίμου του αιτήματος του κυρίως παρεμβαίνοντος περί καταδίκης του καθ’ ου η παρέμβαση στη δικαστική του δαπάνη (άρθρο 746 ΚΠολΔ) (πρβλ. Π. Αρβανιτάκη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα «Ερμηνεία ΚΠολΔ» υπό το άρθρο 746 ΚΠολΔ αριθμ. 2, 6 και 10).
Με την υπό κρίση από 20/12/2017 αίτηση, την οποία ασκεί ο αιτών, με την ιδιότητα του νομίμως διορισθέντος, κατ’ άρθρο 86 του Α.Ν. 2039/1939, εκτελεστή διαθήκης της ………….., Ελληνίδας υπηκόου, καταγομένης εκ Λήμνου και διαμένουσας μέχρι το θάνατό της, στις 30/06/1964, στο Κάϊρο της Αιγύπτου, δυνάμει της με αριθμ. 24/5/1991 και με αριθμ. πρωτ. …………. (ΦΕΚ Β 362) αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών, η οποία εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεώς του προς τη Διεύθυνση Εθνικών Κληροδοτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, σε συνδυασμό με το αιτητικό της, ισχυρίζεται ότι η κληρονομούμενη κατέλειπε την από 5-12-1955 μυστική διαθήκη και κωδίκελλο, που δημοσιεύθηκε μετά το θάνατό της με το υπ’ αριθ. …./26-10-1964 πρακτικό του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στο Κάιρο. Ότι κατόπιν αιτήσεως του υιού της, ………., στο Πρωτοδικείο Καϊρου, εκδόθηκε το από 17-2-1965 κληρονομητήριο, το οποίο επικύρωνε τη διαθήκη και αναγνώριζε μοναδικό γενικό κληρονόμο τον υιό της …. .. Ότι, μεταξύ άλλων, η διαθήκη – κληρονομητήριο, ανέφερε ότι «…Διορίζω γενικόν κληρονόμον μου της κινητής και ακινήτου περιουσίας μου οπουδήποτε ευρισκομένης κατά τον θάνατόν μου, τον υιό μου …. . εις τον οποίον θα περιέλθη το ήμισυ της περιουσίας μου κατά πλήρες και απόλυτον δικαίωμα κυριότητος, όσον αφορά δε εις το έτερον ήμισυ της περιουσίας μου, θα δικαιούται ούτος της επικαρπίας αυτής εφ’ όρου ζωής υπό τον όρον όπως μη δικαιούται να διάθεση το κεφάλαιον του εν λόγω ημίσεως και όπως μη περιέρχεται τούτο κατ’ ίσα μερίδια εις τους νόμιμους κληρονόμους τους οποίους ήθελεν αποκτήσει εις το μέλλον ο υιός μου εκ του γάμου του, ούτε μετά τον θάνατόν του το δεύτερον ήμισυ της ανωτέρω κληρονομιάς μου θα διατεθή μετά τον θάνατόν του εις τον κατωτέρω οριζόμενον σκοπόν, παρακαλούσα τον υιόν μου, προς ενίσχυσιν του εν λόγω σκοπού και τον μη διαχωρισμόν των κληροδοτημάτων…Εν περιπτώσει παραμονής του υιού μου αγάμου ή μη αποκτήσεως τέκνων εκ του γάμου του, το ήμισυ της περιουσίας μου το οποίον δεν θα περιέλθη εις αυτόν κατά ψιλήν κυριότητα ως ανωτέρω αναφέρω, θα διατεθή προς τον σκοπόν της ιδρύσεως μετά τον θάνατόν του, ορφανοτροφείου θηλέων καθ’ον τρόπον ορίζω εις τον κώδικελον της διαθήκης μου». Ότι στον Κωδίκελλο η διαθέτις ανέφερε: «Κληροδοτώ εις την Μητρόπολιν …. το εν τη νήσω ταύτη κτήμα μου ονόματι κτήμα «……..» παρά το χωρίον …., τα εισοδήματα του οποίου θα διατίθενται προς προικοδότησιν πτωχών Ελληνίδων νεανίδων εκ της πρωτευούσης … ή του χωρίου … και διαμένουσας εις αυτά, ως και δια τα σπουδάς νέων εκ … και ….., εις την Μέσην Εκπαίδευσιν. Η επιλογή των προικοδοτηθεισομένων νεανίδων και των σπουδαστών νέων εις το Γυμνάσιον θα γίνεται δια κλήρου εκ καταλόγου υποψηφίων τον οποίον θα καταρτίζη η Επιτροπή του κληροδοτήματος, η οποία θα αποτελεσθή εκ του Μητροπολίτου …. και των προέδρων της Κοινότητος … και ….. Η αυτή Επιτροπή θα εκπροσωπή νομίμως την κληρονομιάν και θα διαχειρίζεται το εν λόγω κληροδότημα από κοινού μετά του υιού μου ………. και των εκτελεστών της διαθήκης μου. Ορίζω όπως η εκμίσθωσις του κτήματος …………. λαμβάνη χώραν δια δημοσίου πλειστηριασμού. Ορίζω επίσης όπως η εκλογή των νέων και νεανίδων εκ του καταλόγου των υποψηφίων, λαμβάνη χώραν την 15ην Αυγούστου….». Ότι, επίσης, ανέφερε: «Κληροδοτώ το δικαίωμα της επικαρπίας (προσωπικής δουλείας) της εν .. … οικίας μου εις τον υιό μου …. εις ην περίπτωσιν ήθελεν ευρεθή διαμένων εν αυτή κατά τον θάνατόν μου μετά των εν αυτή επίπλων και σκευών και κληροδοτώ την κυριότητα της εν λόγω οικίας εις την Κοινότητα …. ίνα χρησιμεύση αύτη ως Γραφείον της υπό την επωνυμίαν «………..» και τούτο εις περίπτωσιν καθ’ ην ο υιός μου δεν ήθελε αφήση τέκνα κατά τον θάνατόν του, άλλως θα περιέλθη κατά πλήρη κυριότητα εις τα μέλλοντα τέκνα του υιού μου… Μετά τον θάνατον του υιού μου και εν περιπτώσει ήθελε παραμείνη ούτος άγαμος, το ήμισυ της περιουσίας μου ως ανωτέρω ανέφερα, ορίζω δε όπως χρησιμεύση το κληροδότημα τούτο επικαρπίας και κυριότητας ως κεφάλαιον δια την ίδρυσιν ορφανοτροφείου θηλέων εν Αθήναις κατ’ απόλυτον γνώμην Επιτροπής αποτελουμένης εκ του Επισκόπου Αθηνών, του Υπουργού Υγιεινής, του Νομάρχου Αθηνών και των προαναφερθέντων εκτελεστών της διαθήκης μου». Ότι η ίδια αναφέρει στην διαθήκη της ότι «οι εκτελεστοί μου ούτοι θα έχωσι την εντολήν και δικαίωμα 1ον να επιτηρώσι την πιστήν εφαρρμογήν και εκτέλεσιν διατάξεων της παρούσης διαθήκης μου. 2ον να λαμβάνωσι τα αναγκαιούντα μέτρα και πάσαν απόφασιν δια την εξασφάλισιν της περιουσίας κινητής ή ακινήτου, και δια την ασφαλεστέραν απόδοσιν αυτής…..Οι δυο έτεροι του υιού μου εκτελεστοί θα δικαιούνται ετησίως αμοιβής συνιστώμενης εκ τα εξι (6%) επί τοις εκατόν του ακαθαρίστου εισοδήματος μου, έκαστος τούτων θα δικαιούται του τρία επί τοις εκατόν (3%)». Ότι εκ των άνω συνάγεται ότι η υπόθεση της κληρονομιάς ……. είναι ιδιωτικού δικαίου και όχι δημοσίου. Ότι η διαθέτης διόρισε εκτελεστές της διαθήκης 1ον τον υιό της …………, 2ον τον ……… και 3ον τον . ……, οι οποίοι και θα έκαναν την διανομή και εκποίηση της περιουσίας, τόσο ως προς το ακίνητο της οδού …. στην …, ως κληροδότημα στο Δήμο …., στο κτήμα …… να το διαχειρίζεται η Μητρόπολη …. κα την εκποίηση των διαφόρων αγροτεμαχίων- βοσκοτόπων, ανά τη νήσο …., με τα χρήματα τα οποία θα ανεγείρετο ορφανοτροφείο θηλέων στην Αθήνα. Ότι πουθενά δεν αναφέρεται ότι καταλείπει έστω και ένα μικρό μέρος της περιουσίας της υπέρ του Δημοσίου. Ότι, εφόσον δεν είναι δυνατόν σήμερα να καταμετρηθεί επακριβώς το ακαθάριστο εισόδημα της, το οποίο κατά πληροφορίες του αιτούντος ανήρχετο σε μερικές χιλιάδες λίρες Αιγύπτου και το οποίο σήμερα αντιστοιχεί σε τουλάχιστον 200.000 ευρώ ετησίως, τότε ο ίδιος, ως Εκτελεστής, σύμφωνα με τη βούληση της διαθέτιδος, θα έπρεπε να δικαιούται 200.000 Χ 6% =12.000 ευρώ ετησίως και ότι δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Ν 4182/2013 και τα άρθρα 30 και 31 και 49 αυτού, αλλά του Α.Ν 2039/39. Ότι, στις αρχές του έτους 1996, κατέθεσε (ο αιτών) αίτηση στο Εφετείο Αθηνών για την αλλαγή του σκοπού της διαθήκης, καθόσον τα χρήματα από την εκπλειστηρίαση των ακινήτων δεν επαρκούσαν για την ίδρυση ορφανοτροφείου θηλέων στην Αθήνα. Ότι, με τη με αριθμ. με την υπ’ αρ 9396/1996 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κρίθηκε ότι «η θέληση αυτή της διαθέτιδας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, και να αναγνωριστεί ότι αυτή μπορεί να ικανοποιηθεί πληρέστερα με αλλαγή του σκοπού τον οποίο όρισε η διαθέτης για την αξιοποίηση της περιουσίας της, προκειμένου από τα έσοδα από την πώληση και εκπλειστηρίαση των ακινήτων της να συσταθεί ίδρυμα, τα έσοδα του οποίου να δίνονται για οικονομικές ενισχύσεις σε ιδρύματα στην Αθήνα…». Ότι, με τη με αριθμ. 1504/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε, κατόπιν αιτήσεώς του, «επιτρέπεται η χρησιμοποίηση της περιουσίας της για την εξυπηρέτηση παρεμφερούς κοινωφελούς σκοπού και συγκεκριμένα ότι επιτρέπεται η διάθεση του κεφαλαίου από τη ρευστοποίησή της σε ένα ή περισσότερα ορφανοτροφεία θηλέων, που λειτουργούν στην περιοχή Αττικής, για την προώθηση του δικού τους σκοπού». Ότι, με τη με αριθμ. 2013/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου απορρίφθηκε η αίτηση αναίρεσης που άσκησε (ο αιτών) κατά της ως άνω αποφάσεως. Ότι η Γενική Διεύθυνση Εσωτερικής Λειτουργίας Δ/νση Κοινωφελών Περιουσιών της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου, που εδρεύει στη Μυτιλήνη, με τη με αριθμό πρωτ. 60253/29-9-2017 απόφασή της αρνήθηκε να του καταβάλει δεδουλευμένη εργασία του και μέρος δαπανών, που πραγματοποίησε, αντίθετα προς τη βούληση της διαθέτιδος, επικαλούμενος ότι, σε ό,τι αφορά στην αμοιβή του, σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31 και 49 του Ν.4182/2013 «Κώδικας κοινωφελών περιουσιών σχολαζουσών κληρονομιών και λοιπές διατάξεις», αλλά και την αριθμ. 1/2014 σχετική ερμηνευτική εγκύκλιο, η αμοιβή του εκκαθαριστή κοινωφελούς περιουσίας, είναι ανάλογη του χρόνου απασχόλησής του, των ενεργειών του και του ενεργητικού της εκκαθαριζομένης περιουσίας, ότι η αμοιβή υπολογίζεται ως ποσοστό της αξίας της περιουσίας, τίθεται δε στο νόμο όριο στην αμοιβή, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το 5% αυτής, όταν η περιουσία δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ και το 1 % για το υπερβάλλον και ότι, κατόπιν αυτού, η αμοιβή του θα εκκαθαριστεί μετά την έγκριση της τελικής του λογοδοσίας, αφού αφαιρεθούν τα ποσά, που του καταβλήθηκαν μέχρι σήμερα κατ’ εφαρμογή τόσο του ΑΝ 2039/1939, και μετά την παύση ισχύος αυτού του Ν. 4182/2013. Ότι, επειδή η αμοιβή του όλα αυτά τα έτη από τη Γενική Διεύθυνση Δημοσίας Περιουσίας και Κληροδοτημάτων γινόταν ως εκτελεστή της διαθήκης και όχι ως εκκαθαριστή αυτής, άσκησε κατά της ως άνω με αριθμ. πρωτ. 60253/29-9-2017 απόφασης της Γενική Διεύθυνση Εσωτερικής Λειτουργίας Δ/νση Κοινωφελών Περιουσιών της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου, την από 24-10-2017 Προσφυγή του ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Μυτιλήνης. Ότι, επειδή διορίστηκε εκτελεστής και όχι εκκαθαριστής της κληρονομιάς της …………, επικαλούμενος έννομο συμφέρον, ζητεί να αναγνωρισθεί – ορισθεί ότι οι αμοιβές του, ως εκτελεστή της μυστικής διαθήκης και κωδίκελλου, που δημοσιεύθηκε με το με αριθμ. …/26-10-1064 πρακτικό του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στο Κάϊρο, της κληρονομιάς της ΄………, είναι αυτές, που ορίζει η διαθέτιδα στην από 7-4-1956 μυστική διαθήκη της, ήτοι το 6% επί του ακαθάριστου ετήσιου εισοδήματός της. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αίτηση, η οποία ασκήθηκε, μ’ επιμέλεια του αιτούντος, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει ο Συντονιστής της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου, ο οποίος φέρεται ότι εποπτεύει την καταληφθείσα υπέρ κοινωφελούς σκοπού περιουσία και είναι η αρμόδια αρχή, κατά τ’ άρθρα 1 § 4 και 2 § 3 περ. α` του Ν. 4182/2013 (η ισχύς του οποίου άρχισε δύο μήνες μετά τη δημοσίευσή του στο ΦΕΚ -κατʼ άρθρο 102 παρ. 1 του αυτού νόμου- και συγκεκριμένα από τις 11-11-2013), περίληψη δε της υπό κρίση αίτησης αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της Γενικής Γραμματείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου, ένα μήνα πριν από τη δικάσιμο και παρέμεινε αναρτημένη μέχρι και την προηγούμενη ημέρα της δικασίμου, η ίδια δε περίληψη τοιχοκολλήθηκε στο κατάστημα της `Εδρας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου στον Πειραιά (βλ. σχετ. από 02/07/2018 αποδεικτικό ανάρτησης, σε συνδυασμό με το με αριθμ. πρωτ. …./02-08-2018 έγγραφο περί της ανάρτησης της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου, Γενικής Δ/νσης Εσωτερικής Λειτουργίας Δ/νσης Κοινωφελών Περιουσιών και το με αριθμ. πρωτ. …./03-07-2018 αποδεικτικό τοιχοκόλλησης στον πίνακα ανακοινώσεων του Δήμου στη ….. Ν. Λέσβου της Δ/νσης Διοικητικού – Οικονομικού Β. Αιγαίου (Ν. Λέσβου) της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου), κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, σε συνδυασμό με το αίτημά της, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, και αληθή υποτιθέμενα τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν αυτήν, δεν ανάγονται σε θέματα σχετιζόμενα προς τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 825 του ΚΠολΔ, όπως αναδιατυπώθηκε από 11.11.2013, ως άνω, με το άρθρο 77 παρ. 3 του Ν. 4182/2013 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 185/10.9.2013), σε συνδυασμό με τ’ άρθρα 109 του Συντ. και 10 του ν. 4182/2013, ήτοι σε αμφιβολία περί του περιεχομένου της βούλησης της διαθέτιδος ή αμφισβήτηση επ’ αυτού, ως προς τις διατάξεις της διαθήκης υπέρ κοινωφελούς σκοπού, αναφορικά με τον τρόπο της εκκαθάρισης ή διαχείρισης της κληρονομίας, ούτε την εκτέλεση του κοινωφελούς σκοπού. Εξάλλου, η αμοιβή του εκτελεστού διαθήκης ορίζεται από την αρμόδια διοικητική αρχή και επέρχεται με την τήρηση της, από τις διατάξεις των άρθρων 30, 31 και 49 του Ν. 4182/2013 ΦΕΚ 185Α/10-9-2013, ο οποίος ίσχυε, κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αιτήσεως, οριζόμενης διοικητικής διαδικασίας (ΑΠ 627/2017 ό.π., ΑΠ 361/2017 ό.π., ΕφΑθ 4304/2017 ό.π., ΤριμΕφΘεσ 661/2017 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 9/2017 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 153/2015 ό.π., ΤριμΕφΘ 1309/2014 ό.π., ΕφΑθ 6824/2008 ό.π.), καθώς, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, μετά την κατάργηση του Ν. 2039/1939, με την παρ. 8α του άρθρου 82 Ν. 4182/2013 “Κώδικας κοινωφελών περιουσιών, σχολαζουσών κληρονομιών και λοιπές διατάξεις”, η ισχύς του οποίου άρχισε την 10-11-2013, ήτοι ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αιτήσεως, σύμφωνα με την παρ. 9 του ίδιου άρθρου, «με την επιφύλαξη των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου, κάθε παραπομπή στον α.ν. 2039/1939 ή γενικά στη νομοθεσία περί Εθνικών Κληροδοτημάτων, νοείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα ότι γίνεται στις αντίστοιχες διατάξεις του” και εν προκειμένω, στις ως άνω διατάξεις των άρθρων 30, 31 και 49 παρ. 2 του Ν. 4182/2013, όπου στην παρ. 2 του άρθρου 49 ορίζεται ότι «2. Στους εκτελεστές διαθηκών χορηγείται, αν δεν απαγορεύεται ρητώς από τη διαθήκη, αμοιβή και δαπάνες, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 30.» και στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 30 του ίδιου νόμου ότι «1. Με αίτηση του εκκαθαριστή που συνοδεύεται από αναλυτικό πίνακα ενεργειών και αναφορά του χρόνου απασχόλησης και των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε, χορηγείται, μετά από έγκριση της αρμόδιας αρχής, αμοιβή, ανάλογη του χρόνου απασχόλησης, των ενεργειών στις οποίες προέβη και του ενεργητικού της εκκαθαριζόμενης περιουσίας και αποδίδονται οι δαπάνες στις οποίες αναγκαία προέβη για την εκτέλεση του έργου του. Η αμοιβή υπολογίζεται ως ποσοστό της αξίας της περιουσίας και δεν μπορεί να υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) αυτής όταν η αξία της περιουσίας δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ και το ένα τοις εκατό (1%) για το υπερβάλλον. Με απόφαση της αρμόδιας αρχής μπορεί να χορηγείται προκαταβολή μέρους της αμοιβής…» (βλ. & την παρ.13 του άρθρου 32 του Ν.4223/2013 -ΦΕΚ Α 287/31.12.2013-). Κατά τη διάταξη δε της παρ. 1 εδ. α΄ του άρθρου 82 του ν. 4182/2013, «1. Όπου δεν ορίζεται διαφορετικά, οι διατάξεις του Κώδικα εφαρμόζονται και στις κοινωφελείς περιουσίες που υφίστανται κατά την έναρξη ισχύος του, ανεξάρτητα από τον τρόπο σύστασής τους…». Σημειώνεται, άλλωστε, ότι η υπό κρίση αίτηση, η οποία, κατ’ ορθή εκτίμηση, αφορά διαφορά, η οποία ανέκυψε μεταξύ του αιτούντος και της αρμόδιας Αρχής, σχετικά με το ύψος της αμοιβής του αιτούντος ως εκτελεστού διαθήκης, δεν απευθύνεται κατά ορισμένου αντιδίκου, ώστε να έχει τις συνέπειες της ασκήσεως της αγωγής (άρθρα 215 επ. του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΕφΑθ 1199/2008 Δημ. Νόμος, ΕφAθ 6033/1995 ό.π.). Συνεπώς, δεκτής γενομένης ως βασίμου της ασκηθείσας με τις από 19/09/2018 έγγραφες προτάσεις κυρίας παρεμβάσεως, πρέπει ν’ απορριφθεί, κατά τ’ ανωτέρω, ως αβάσιμη η υπό κρίση αίτηση, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του αιτούντος – καθ’ ου η κύρια παρέμβαση: A) την από 20/12/2017 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./31-01-2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../31-01-2018 αίτηση και B) την ασκηθείσα με τις από 19/09/2018 έγγραφες προτάσεις κύρια παρέμβαση.
ΔΕΧΕΤΑΙ την ασκηθείσα με τις από 19/09/2018 έγγραφες προτάσεις κύρια παρέμβαση και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπό κρίση από 20/12/2017 αίτηση.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στις 02/07/2019 στον Πειραιά και δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του, συνεδρίαση, στις 16/07/2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ