ΑΠΟΦΑΣΗ
Mitrevska κατά Βόρειας Μακεδονίας της 14.05.2024 (αρ. προσφ. 20949/21)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αδυναμία της προσφεύγουσας, η οποία υιοθετήθηκε ως παιδί, να λάβει πληροφορίες σχετικά με τη βιολογική της προέλευση και πληροφορίες για την υγεία των βιολογικών της γονέων.
Η προσφεύγουσα το 2014 διαγνώσθηκε με καταθλιπτική αγχώδη διαταραχή και προβλήματα ομιλίας και οι γιατροί της ζήτησαν πληροφορίες σχετικά με το ιατρικό ιστορικό της οικογένειάς της προκειμένου να προσδιορίσουν εάν η ασθένειά της ήταν κληρονομική. Ζήτησε αντίγραφο ολόκληρου του φακέλου υιοθεσίας για να μπορέσει να λάβει τις αναγκαίες πληροφορίες για την υγεία της.
Οι αιτήσεις που έκανε για να της χορηγηθεί αντίγραφο του φακέλου υιοθεσίας απορρίφθηκαν με την αιτιολογία ότι οι πληροφορίες σχετικά με «πλήρεις υιοθεσίες» ήταν επίσημο μυστικό, γεγονός που καθιστούσε αδύνατη την κοινοποίηση οποιασδήποτε πληροφορίας σχετικά με μια τέτοια υιοθεσία.
Επικαλούμενη το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, η προσφεύγουσα παραπονέθηκε για την αδυναμία να λάβει πληροφορίες σχετικά με την υιοθεσία της.
Το Δικαστήριο αναγνώρισε την ευαισθησία του συγκεκριμένου ζητήματος και δεν υποτίμησε τον αντίκτυπο που θα μπορούσε να έχει η αποκάλυψη πληροφοριών σχετικά με μια υιοθεσία σε όλους τους ενδιαφερόμενους. Ωστόσο, διαπίστωσε ότι οι αρχές είχαν αρνηθεί το αίτημα της προσφεύγουσας για πληροφορίες σχετικά με την καταγωγή της, επικαλούμενες απλώς τη σχετική εθνική νομοθεσία, η οποία κατηγοριοποιεί όλες τις υιοθεσίες ως «επίσημο μυστικό», χωρίς να σταθμίσει τα αντικρουόμενα συμφέροντα που διακυβεύονται. Αυτή η στάθμιση θα έπρεπε να έχει περιλάβει το συμφέρον του υιοθετημένου παιδιού να γνωρίζει πληροφορίες σημαντικής σημασίας για την προσωπική του ζωή έναντι του δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή της προσδοκίας των βιολογικών μητέρων ότι οι πληροφορίες σχετικά με αυτές δεν θα αποκαλύπτονται.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της ιδιωτικής ζωής του άρθρου 8 της Σύμβασης και επιδίκασε στην προσφεύγουσα 4.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.440 ευρώ για τα έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι είχε υιοθετηθεί ως παιδί, σε απροσδιόριστη ημερομηνία, με διαδικασία «πλήρους υιοθεσίας».
Στις 19 Απριλίου 2017 η προσφεύγουσα ζήτησε πληροφορίες σχετικά με την υιοθεσία της από το Κέντρο Κοινωνικής Φροντίδας των Σκοπίων (εφεξής «το Κέντρο»). Υποστήριξε ότι το 2014 είχε διαγνωστεί με καταθλιπτική αγχώδη διαταραχή και προβλήματα ομιλίας και ότι οι γιατροί της είχαν ζητήσει πληροφορίες σχετικά με το ιατρικό ιστορικό της οικογένειάς της προκειμένου να προσδιορίσουν εάν είχε κληρονομική ασθένεια. Ζήτησε αντίγραφο ολόκληρου του φακέλου υιοθεσίας, και συγκεκριμένα τα εξής στοιχεία: το όνομά της πριν την υιοθεσία, τον τόπο γέννησής της, τα αρχεία της υγείας της, εάν γεννήθηκε εντός ή εκτός γάμου, τα ονόματα και τις διευθύνσεις των βιολογικών της γονέων, τις ψυχολογικές και υγειονομικές τους συνθήκες και τους λόγους υιοθεσίας της, την ημερομηνία υιοθεσίας της και τον αριθμό απόφασης υιοθεσίας και τυχόν σημαντικά έγγραφα του φακέλου. Επικαλέστηκε το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 7 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Στην αίτηση αναφέρονταν ότι η προσφεύγουσα υπέβαλε αντίγραφα των εγγράφων που αφορούσαν το ιατρικό ιστορικό της προς υποστήριξη του αιτήματός της. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι δεν είχε υποβάλει τέτοια έγγραφα.
Στις 2 Μαΐου 2017 το Κέντρο ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι έπρεπε να απευθύνει το αίτημά της στην Επιτροπή Υιοθεσίας (εφεξής «η Επιτροπή»), η οποία ήταν τμήμα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Πολιτικής. Στις 12 Μαΐου 2017, η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή το ίδιο αίτημα όπως περιγράφεται ανωτέρω.
Την 1η Ιουνίου 2017 η προσφεύγουσα έστειλε ξανά το ίδιο αίτημα στο Κέντρο, ζητώντας πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με την παιδική της ηλικία και τη διαμονή της σε οίκο κοινωνικής φροντίδας στη Μπίτολα. Υποστήριξε ότι οι πληροφορίες που αναζητούσε ήταν απαραίτητες για να «δημιουργηθεί μια εικόνα της ιστορίας, της ανάπτυξής της και της πρώιμης παιδικής της ηλικίας» και ότι έπρεπε να κατανοήσει τη συναισθηματική και ψυχολογική της ανάπτυξη ως παιδί. Τέλος, ζήτησε από το Κέντρο να εκδώσει επίσημη απόφαση σύμφωνα με τον Νόμο περί Γενικών Διοικητικών Διαδικασιών, ώστε στη συνέχεια να μπορέσει να την προσβάλει με περαιτέρω ένδικα μέσα.
Στις 13 Ιουνίου 2017 το Κέντρο ειδοποίησε την προσφεύγουσα ότι, σύμφωνα με το άρθρο 123 α’ του Οικογενειακού Κώδικα, οι πληροφορίες σχετικά με ολοκληρωμένες υιοθεσίες ήταν επίσημο μυστικό, γεγονός που καθιστούσε αδύνατη την κοινοποίηση οποιασδήποτε πληροφορίας σχετικά με μια ολοκληρωμένη υιοθεσία.
Σε επιστολή της 25ης Ιουνίου 2017, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι το Κέντρο είχε την εξουσία να ασχοληθεί με την υιοθεσία πριν από τη σύσταση της Επιτροπής το 2004. Ανέφερε περαιτέρω ότι σύμφωνα με το άρθρο113 του Οικογενειακού Κώδικα, η πλήρης υιοθεσία έδινε στον υιοθετούμενο και τον υιοθετούντα τα δικαιώματα και τις ευθύνες που είχαν οι αρχικοί συγγενείς εξ αίματος, έτσι ώστε η πλήρης υιοθεσία τερματίζει όλα τα δικαιώματα και τις ευθύνες μεταξύ του υιοθετούμενου και της βιολογικής του οικογένειας και ότι σύμφωνα με το άρθρο 123-α του Οικογενειακού νόμου, οι πληροφορίες σχετικά με μια ολοκληρωμένη υιοθεσία ήταν επίσημο μυστικό, γεγονός που καθιστούσε αδύνατη την κοινοποίηση οποιασδήποτε πληροφορίας σχετικά με αυτήν.
Στις 3 Ιουλίου 2017, η προσφεύγουσα ζήτησε εκ νέου από το Κέντρο να εκδώσει επίσημη απόφαση. Στις 11 Ιουλίου 2017 το Κέντρο την ενημέρωσε ότι δεν μπορούσε να το κάνει. Αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 6 παρ. 1 του νόμου περί διοικητικής δικονομίας, το οποίο ορίζει την αρχή της αναλογικότητας στις διοικητικές διαδικασίες, και στο άρθρο 123-a του Οικογενειακού Νόμου.
Στις 31 Ιουλίου 2017 η προσφεύγουσα προσέφυγε στο Υπουργείο, ζητώντας του να εκδώσει επίσημη απόφαση ή να δώσει εντολή στο Κέντρο για έκδοση. Στις 24 Αυγούστου 2017, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι το Κέντρο έκρινε ότι το αίτημά της δεν αφορούσε θέμα που έπρεπε να αποφασιστεί βάσει του Οικογενειακού Νόμου. Απαντώντας σε δύο επιπλέον αιτήματα της προσφεύγουσας με παρόμοια ισχύ, στις 15 Νοεμβρίου 2017 και στις 3 Μαΐου 2018 η Επιτροπή την ενημέρωσε ότι ούτε η ίδια ούτε το Κέντρο μπορούσαν να εκδώσουν επίσημη απόφαση.
Στις 16 Μαΐου 2018 η προσφεύγουσα άσκησε αγωγή κατά του Υπουργείου στο Διοικητικό Πρωτοδικείο. Κατήγγειλε ότι ούτε το Κέντρο ούτε η Επιτροπή είχαν λάβει επίσημη απόφαση σχετικά με το αίτημά της για πληροφορίες σχετικά με την υιοθεσία της («αξίωση για παράλειψη δράσης εκ μέρους των διοικητικών αρχών) και υποστήριξε ότι η Επιτροπή είχε έκανε λάθος που εφάρμοσε τον Οικογενειακό Νόμο, επειδή δεν ίσχυε την εποχή που είχε υιοθετηθεί. Επικαλέστηκε το άρθρο 8 και άλλα διεθνή κείμενα.
Στις 13 Ιουλίου 2018 το Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση, κρίνοντας ότι δεν υπήρξε παράλειψη δράσης από τις διοικητικές αρχές. Διαπίστωσε ότι οι αρχές είχαν ειδοποιήσει ορθά την προσφεύγουσα ότι σύμφωνα με το άρθρο 123-α του Οικογενειακού Νόμου, οι πληροφορίες που ζητήθηκαν ήταν επίσημο απόρρητο και ότι το θέμα δεν αφορούσε ζήτημα δικαιωμάτων που εγγυάται ο Οικογενειακός Νόμος. Με απόφαση της 29 Ιουνίου 2020, που επιδόθηκε στον εκπρόσωπο της προσφεύγουσας στις 9 Δεκεμβρίου 2020, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε αυτή τη διαπίστωση.
Σε χωριστή διαδικασία που αφορούσε άλλο πρόσωπο, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο δικηγόρο με την προσφεύγουσα στην παρούσα υπόθεση, στις 11 Μαρτίου 2021 ο δικηγόρος ζήτησε αντίγραφο της απόφασης του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου στην εν λόγω διαδικασία.
Επικαλούμενη το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, η προσφεύγουσα παραπονέθηκε για την αδυναμία να λάβει πληροφορίες σχετικά με την υιοθεσία της.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Μολονότι το άρθρο 8 έχει ουσιαστικά ως αντικείμενο την προστασία του ατόμου από αυθαίρετες παρεμβάσεις των δημοσίων αρχών, δεν υποχρεώνει απλά το κράτος να απέχει από τέτοια παρέμβαση: εκτός από αυτήν την πρωτίστως αρνητική δέσμευση, ενδέχεται να υπάρχουν θετικές υποχρεώσεις για αποτελεσματικό σεβασμό της ιδιωτικής ζωής. Τα όρια μεταξύ των θετικών και αρνητικών υποχρεώσεων του κράτους βάσει του άρθρου 8 δεν προσφέρονται για ακριβή ορισμό. Ωστόσο, οι ισχύουσες αρχές είναι παρόμοιες. Ειδικότερα, και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η δίκαιη ισορροπία που πρέπει να επιτευχθεί μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων. Και στα δύο πλαίσια το κράτος απολαμβάνει ένα ορισμένο περιθώριο εκτίμησης.
Η έκφραση «παν πρόσωπο» στο άρθρο 8 της Σύμβασης ισχύει τόσο για το παιδί όσο και για τη μητέρα σε περίπτωση υιοθεσίας. Από τη μία πλευρά, το παιδί έχει δικαίωμα να γνωρίζει την καταγωγή του, το δικαίωμα αυτό πηγάζει από την έννοια της ιδιωτικής ζωής. Το ζωτικό ενδιαφέρον του παιδιού για την προσωπική του ανάπτυξη αναγνωρίζεται επίσης ευρέως στο γενικό σχήμα της Σύμβασης. Επιπλέον, το ενδιαφέρον ενός ατόμου να ανακαλύψει την καταγωγή του/της δεν εξαφανίζεται με την ηλικία. Από την άλλη πλευρά, στην περίπτωση της Godelli, όπου η βιολογική μητέρα είχε εκφράσει την επιθυμία να παραμείνει ανώνυμη όταν γέννησε την κόρη της, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το συμφέρον της γυναίκας να παραμείνει ανώνυμη προκειμένου να προστατεύσει την υγεία της γεννώντας με τις κατάλληλες ιατρικές καταστάσεις δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί. Τέλος, μπορεί επίσης να διακυβεύεται ένα δημόσιο συμφέρον, καθώς οι εγχώριες αρχές μπορεί να επιδιώξουν, για παράδειγμα, να προστατεύσουν την υγεία της μητέρας και του παιδιού κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του τοκετού ή να αποφύγουν τις παράνομες αμβλώσεις ή την εγκατάλειψη παιδιού.
Η επιλογή των μέσων που υπολογίζονται για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με το άρθρο 8 στη σφαίρα των σχέσεων των ατόμων μεταξύ τους είναι καταρχήν θέμα που εμπίπτει στο περιθώριο εκτίμησης των Συμβαλλόμενων Κρατών (βλ. επίσης Συμβουλευτική γνώμη σχετικά με την αναγνώριση στο εσωτερικό δίκαιο μιας νόμιμης σχέσης γονέα-παιδιού μεταξύ παιδιού που γεννήθηκε μέσω παρένθετης μητρότητας στο εξωτερικό και της σκοπούμενης μητέρας). Όταν διακυβεύεται μια ιδιαίτερα σημαντική πτυχή της ύπαρξης ή της ταυτότητας ενός ατόμου, το περιθώριο που επιτρέπεται στο κράτος περιορίζεται. Όταν, ωστόσο, δεν υπάρχει συναίνεση στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, είτε ως προς τη σχετική σημασία του διακυβευόμενου συμφέροντος είτε ως προς το καλύτερο μέσο προστασίας του, ιδίως όταν η υπόθεση εγείρει ευαίσθητα ηθικά ή δεοντολογικά ζητήματα, το περιθώριο είναι ευρύτερο. Λόγω της άμεσης και συνεχούς επαφής τους με τις ζωτικές δυνάμεις των χωρών τους, οι κρατικές αρχές είναι, καταρχήν, σε καλύτερη θέση από τον διεθνή δικαστή να γνωμοδοτήσουν, όχι μόνο για το «ακριβές περιεχόμενο των απαιτήσεων των ηθών» στη χώρα τους, αλλά και για την αναγκαιότητα περιορισμού για την αντιμετώπισή τους. Συνήθως παρέχεται ένα ευρύ περιθώριο εκτίμησης εάν το κράτος καλείται να επιτύχει μια ισορροπία μεταξύ ανταγωνιστικών ιδιωτικών και δημοσίων συμφερόντων ή δικαιωμάτων της σύμβασης (βλ. SH κ.α. κατά Αυστρίας [GC], αρ. προσφ. 57813/00, § 94).
Τέλος, το Δικαστήριο έχει ήδη διαπιστώσει ότι, αφενός, υπάρχει θετική υποχρέωση παροχής μιας «αποτελεσματικής και προσβάσιμης διαδικασίας» που θα επιτρέπει στους προσφεύγοντες να έχουν πρόσβαση σε δεδομένα που σχετίζονται με την υγεία. Από την άλλη πλευρά, από τη σκοπιά του προσώπου του οποίου τα ιατρικά δεδομένα αποκαλύπτονται, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο σεβασμός του απορρήτου των δεδομένων αυτών αποτελεί ζωτική αρχή στα νομικά συστήματα όλων των συμβαλλομένων μερών της Σύμβασης. Το εγχώριο δίκαιο πρέπει να παρέχει κατάλληλες διασφαλίσεις για την αποτροπή οποιασδήποτε τέτοιας επικοινωνίας ή αποκάλυψης προσωπικών δεδομένων υγείας που ενδέχεται να είναι ασυμβίβαστη με τις εγγυήσεις του άρθρου 8 (βλ. YG κατά Ρωσίας της 30.08.2022, αρ. 8647/12 § 44).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ουσία της καταγγελίας της προσφεύγουσας είναι ότι οι εγχώριες αρχές παραβίασαν τα δικαιώματά της βάσει του άρθρου 8, μη παρέχοντάς της πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τη βιολογική της προέλευση. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η προσφυγή της έπρεπε να εξεταστεί από τη σκοπιά της θετικής υποχρέωσης του κράτους να διασφαλίσει τον αποτελεσματικό σεβασμό των δικαιωμάτων της όπως προστατεύονται από το άρθρο 8 (βλ. Gauvin – Fournis και Silliau § 110).
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι τα άτομα που, όπως η προσφεύγουσα στην παρούσα υπόθεση, επιδιώκουν να αποδείξουν την καταγωγή τους έχουν ζωτικό συμφέρον, που προστατεύεται από τη Σύμβαση, να λαμβάνουν τις απαραίτητες πληροφορίες για την ανακάλυψη της αλήθειας σχετικά με μια σημαντική πτυχή της προσωπικής τους ταυτότητας (βλ. mutatis mutandis, Jäggi κατά Ελβετίας, αρ. προσφ. 58757/00 § 38). Επιπλέον, η προσφεύγουσα είχε συμφέρον να λάβει πληροφορίες σχετικές με την υγεία της, δεδομένου ότι υποστήριξε στο εσωτερικό της διαδικασίας ότι ζητούσε πληροφορίες σχετικά με το ιατρικό ιστορικό των γονέων της προκειμένου να προσδιορίσει εάν είχε κληρονομική ασθένεια.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι εγχώριες αρχές δεν προσπάθησαν να εξακριβώσουν εάν οι βιολογικοί γονείς της προσφεύγουσας ή οι θετοί γονείς της είχαν εκφράσει την επιθυμία η υιοθεσία της να παραμείνει μυστική. Το Δικαστήριο δεν θέλησε να κάνει εικασίες για αυτό το ζήτημα (βλ. mutatis mutandis, Boljević, § 54). Από την άλλη πλευρά, το Δικαστήριο θεώρησε ότι διακυβεύεται ένα δημόσιο συμφέρον, δηλαδή η προστασία της υγείας των βιολογικών μητέρων, οι οποίες από το 2004 αναμένουν ότι οι πληροφορίες για αυτές και για τα παιδιά τους στα στάδια της εγκυμοσύνης και της γέννησης, θα παρέμεναν μυστικές (βλ., ομοίως, Godelli).
Όσον αφορά το περιθώριο εκτίμησης που παρέχεται στις εγχώριες αρχές, το Δικαστήριο σημείωσε, αφενός, ότι η πρόσβαση των υιοθετημένων παιδιών σε πληροφορίες σχετικά με τη βιολογική τους καταγωγή είναι ένα ευαίσθητο ηθικό και δεοντολογικό ζήτημα που συνεπάγεται την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ ιδιωτικών και δημοσίων συμφερόντων. Ως εκ τούτου, στο κράτος θα πρέπει να δοθεί ευρύτερο περιθώριο εκτίμησης. Από την άλλη πλευρά, το δικαίωμα σε ταυτότητα, το οποίο περιλαμβάνει το δικαίωμα να γνωρίζει κανείς τη γονική του καταγωγή, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της έννοιας της ιδιωτικής ζωής. Σε τέτοιες περιπτώσεις, απαιτείται ιδιαίτερα αυστηρός έλεγχος κατά τη στάθμιση των ανταγωνιστικών συμφερόντων. Αυτό περιορίζει το περιθώριο εκτίμησης του κράτους.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι τόσο οι διοικητικές αρχές όσο και τα δικαστήρια σε δύο επίπεδα δικαιοδοσίας απέρριψαν το αίτημα της προσφεύγουσας για πληροφορίες σχετικά με την καταγωγή της. Με τον τρόπο αυτό, βασίστηκαν απλώς στο άρθρο 123-α’ του Οικογενειακού Νόμου, το οποίο προέβλεπε το απόρρητο των πληροφοριών σχετικά με τις ολοκληρωμένες υιοθεσίες. Μολονότι αναφέρθηκαν επίσης στο άρθρο 6 παρ. 1 της διοικητικής δικονομίας, το οποίο καθόριζε την αρχή της αναλογικότητας σε διοικητικές υποθέσεις, δεν προσδιόρισαν ρητά τα ανταγωνιστικά συμφέροντα που διακυβεύονται ούτε τα εξισορρόπησαν έναντι των συμφερόντων της προσφεύγουσας. Δεν εξέτασαν καθόλου το επιχείρημά της σχετικά με την ανάγκη να ληφθούν πληροφορίες για το ιατρικό ιστορικό των βιολογικών γονέων της.
Όσον αφορά το άρθρο 123-α’ του ίδιου του Οικογενειακού Νόμου, όπως ερμηνεύεται από τις εγχώριες αρχές, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η διάταξη αυτή κατηγοριοποιεί όλες τις πληροφορίες που αφορούν ολοκληρωμένες υιοθεσίες ως επίσημο απόρρητο. Δεν προβλέπει τη δυνατότητα απόκτησης μη ταυτοποιητικών πληροφοριών σχετικά με τη βιολογική καταγωγή, την υιοθεσία ή την παιδική ηλικία ενός ατόμου (αντ. Odièvre § 48). Επιπλέον, δεν προβλέπει εξαίρεση για ιατρικούς λόγους από τον κανόνα ότι οι πληροφορίες σχετικά με την υιοθεσία είναι μυστικές (αντ. Gauvin-Fournis και Silliau § 126), ο οποίος εμπόδισε τις εγχώριες αρχές να αξιολογήσουν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας ως προς το υποτιθέμενη ανάγκη απόκτησης πληροφοριών σχετικά με την υγεία.
Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι σε σχέση με ζητήματα δημόσιας πολιτικής, και ιδιαίτερα σε σύνθετα κοινωνικά ζητήματα, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στον ρόλο του εθνικού νομοθέτη. Ωστόσο, στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τη νομοθετική διαδικασία που οδήγησε στις τροποποιήσεις του 2004 στον νόμο για την οικογένεια που εισήγαγε τον κανόνα του απορρήτου που προβλέπεται στο άρθρο 123-α. Ειδικότερα, δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με το εάν και πώς οι νομοθετικές αρχές εξισορρόπησαν τα διακυβευόμενα ανταγωνιστικά συμφέροντα (βλ. Gauvin-Fournis και Silliau, §§ 118-123, όπου το Δικαστήριο εξέτασε τη δημόσια συζήτηση για την εν λόγω νομοθεσία και διαπίστωσε ότι ο νομοθέτης είχε σταθμίσει τα ανταγωνιστικά συμφέροντα σε μια πλούσια και εξελισσόμενη στοχαστική διαδικασία).
Απορρίπτοντας την αμφισβήτηση της συνταγματικότητας του άρθρου 123-α του Οικογενειακού Νόμου, το Συνταγματικό Δικαστήριο εξέτασε την πολυπλοκότητα της σχέσης που δημιουργήθηκε με την υιοθεσία και έδωσε βάρος στο δημόσιο συμφέρον για την προστασία αυτής της σχέσης, επίσης ως προς τα ατομικά συμφέροντα του υιοθετηθέντος παιδιού. Ωστόσο, δεν έλαβε καθόλου υπόψη το ενδιαφέρον ενός υιοθετημένου ενήλικα, όπως στην περίπτωση της προσφεύγουσας, να λάβει πληροφορίες σχετικά με τη βιολογική της προέλευση ή το ιατρικό ιστορικό της οικογένειάς της.
Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι η προσφεύγουσα υιοθετήθηκε μέσω διαδικασίας «πλήρους υιοθεσίας», φαίνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 123-α του Οικογενειακού Νόμου ο τύπος της υιοθεσίας («πλήρης» ή «μερικός») ήταν άσχετος από την προοπτική της πρόσβασης σε πληροφορίες σχετικά με την υιοθεσία· τέτοιες πληροφορίες ήταν επίσημο μυστικό ανεξάρτητα από το είδος της υιοθεσίας. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα υιοθετήθηκε μέσω διαδικασίας «πλήρους υιοθεσίας» δεν απαλλάσσει αυτόματα τις εγχώριες αρχές από την υποχρέωση να εξισορροπούν τα διακυβευόμενα ανταγωνιστικά συμφέροντα.
Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη την ευαισθησία του υπό εξέταση ζητήματος και δεν υποτίμησε τον αντίκτυπο που μπορούσε να έχει στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα η αποκάλυψη πληροφοριών που σχετίζονται με την υιοθεσία. Σημείωσε την απουσία δυνατότητας πρόσβασης σε μη αναγνωριστικές πληροφορίες. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, διαπίστωσε ότι οι εγχώριες αρχές δεν κατάφεραν να επιτύχουν ισορροπία μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων που διακυβεύονται και, ως εκ τούτου, υπερέβησαν το περιθώριο εκτίμησης που τους παρέχεται.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8).
Δίκαιη Ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στην προσφεύγουσα 4.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.440 ευρώ για τα έξοδα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).