ΣτΕ Ολομ 902 – 907/2021
Πρόεδρος: Ε. Σάρπ
Εισηγήτρια: Α.-Μ. Παπαδημητρίου
Κοινό ελάχιστο ανάστημα 1.70 μ για άνδρες και γυναίκες υποψηφίους ως αναγκαίο προσόν για την πρόσβαση στις Σχολές Αξιωματικών και Αστυφυλάκων της ΕΛ.ΑΣ
Με τις εν λόγω αποφάσεις του Δικαστηρίου κρίθηκε ότι από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Π.Δ. 90/2003, η οποία ορίζει ως αναγκαίο προσόν για την πρόσβαση στις Σχολές Αστυνομικών και Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας κοινό, ανεξαρτήτως φύλου, ελάχιστο ανάστημα 1,70 μ. προκαλείται έμμεση διάκριση λόγω φύλου εις βάρος των γυναικών υποψηφίων, κατά την έννοια της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, μη αιτιολογουμένη, ως προς την προσφορότητα και αναγκαιότητα του ως άνω ελαχίστου ορίου, από το φέρον το σχετικό βάρος απόδειξης Δημόσιο, καθώς και υπέρβαση των ορίων της ευχέρειας ουσιαστικής εκτίμησης του κανονιστικού νομοθέτη λόγω παράβασης των συνταγματικών διατάξεων της ισότητας των φύλων και της αναλογικότητας, όπως ορθώς έκρινε εν προκειμένω το δικάσαν διοικητικό εφετείο, απορριπτομένων των εφέσεων του Δημοσίου.
Ειδικότερα:
Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έλαβε εν προκειμένω υπόψη (α) τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 2, 5 παρ. 1, 25 παρ. 1 και 116 παρ. 2, όπως έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου περί ισότητας των φύλων, αξιοκρατίας κατά την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις και αναλογικότητας, (β) τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου περί ισότητας των φύλων, όπως έχουν ερμηνευθεί με σειρά αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως δε (γ) την εκδοθείσα επί σχετικού προδικαστικού ερωτήματος (αποσταλέντος από το Γ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας υπό επταμελή σύνθεση) από 18-10-2017 απόφαση (C-409/16) του Δ.Ε.Ε., σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου), «έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη … η οποία προβλέπει προϋπόθεση ελάχιστου αναστήματος 1,70 μ., ανεξαρτήτως φύλου, για τη συμμετοχή υποψηφίων στον διαγωνισμό για την κατάταξη σπουδαστών στην αστυνομική σχολή του κράτους μέλους αυτού, εφόσον η ρύθμιση αυτή, αφενός, περιάγει σε μειονεκτική θέση πολύ μεγαλύτερο αριθμό γυναικών σε σύγκριση με τους άνδρες και, αφετέρου, δεν παρίσταται πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του θεμιτού σκοπού τον οποίο επιδιώκει, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει», έκρινε δε βάσει των ανωτέρω ότι:
H άσκηση της κρατικής εξουσίας στον τομέα της τήρησης της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, προϋποθέτει ότι το προσωπικό το οποίο ασκεί τα εν λόγω καθήκοντα, προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις αυτών και να εκπληρώσει αποτελεσματικά την αποστολή τους, διαθέτει, εκτός των λοιπών αναγκαίων προσόντων, πολύ καλή φυσική κατάσταση και ιδιαίτερες σωματικές ικανότητες (μυϊκή δύναμη, αντοχή, ταχύτητα κλπ.), η συνδρομή των οποίων εξακριβώνεται κατ’ αρχήν με την υποβολή των υποψηφίων σε ειδικές υγειονομικές εξετάσεις και αθλητικές δοκιμασίες. Ο νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα, κατά νομοθετική εξουσιοδότηση, Διοίκηση, στα πλαίσια της ευρείας ευχέρειας ουσιαστικής εκτίμησης των καθηκόντων, συνθηκών εργασίας και αναγκών εκάστου σώματος ασφαλείας και της μέριμνας για τη διασφάλιση της επιχειρησιακής ετοιμότητας και εύρυθμης λειτουργίας του (που αποτελεί θεμιτό, κατά τη νομολογία του Δ.Ε.Ε., σκοπό), δύναται επίσης να θεσπίζει, ως αναγκαία προσόντα για την πρόσβαση σε αυτό, απαιτήσεις αφορώσες σε φυσικά (σωματομετρικά) χαρακτηριστικά των υποψηφίων -όπως το πρόσφορο, ως εκ της αποστολής και της φύσεως των αρμοδιοτήτων των εν λόγω σωμάτων, προσόν ενός ελαχίστου αναστήματος-, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω απαιτήσεις δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την εκπλήρωση της αποστολής εκάστου σώματος μέτρου, τηρουμένων των συνταγματικών αρχών της ισότητας, αξιοκρατίας και αναλογικότητας. Για τον καθορισμό, ειδικότερα, των ελαχίστων αναγκαίων, για την πρόσβαση στα εν λόγω σώματα, ορίων ύψους πρέπει να συνεκτιμώνται, εκτός των ανωτέρω, σχετικών με τις ανάγκες εκάστου σώματος στοιχείων, τόσο ο μέσος όρος ύψους του πληθυσμού (όπως προκύπτει από κατά το δυνατόν επικαιροποιημένες επιστημονικές μελέτες και έρευνες), από τον οποίο τα τιθέμενα όρια δεν πρέπει να αποκλίνουν υπέρμετρα, όσο και η κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και τα συμπεράσματα σχετικών ερευνών και μελετών αντικειμενική βιολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων ως προς το ανάστημα, η οποία επιτάσσει, κατ’ αρχήν, τη θέσπιση διαφορετικών ελαχίστων ορίων ύψους για άνδρες και γυναίκες υποψηφίους, με σκοπό την κατά το δυνατόν επίτευξη ουσιαστικής ισότητας ως προς την πρόσβαση των δύο φύλων στα εν λόγω σώματα. Κατ’ εξαίρεση δύναται να οριστεί απαίτηση κοινού ελαχίστου αναστήματος, ανεξαρτήτως φύλου, των υποψηφίων, οριζομένου, όμως, του εν λόγω κοινού ορίου σε ύψος αρκούντως χαμηλό, ώστε να μην προκαλείται εξ αυτού αποκλεισμός δυσανάλογα μεγαλύτερου ποσοστού γυναικών εν δυνάμει υποψηφίων, σε σχέση με το εκ του λόγου αυτού αποκλειόμενο ποσοστό ανδρών, καθόσον τούτο θα συνιστούσε έμμεση διάκριση λόγω φύλου κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 2 της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, δυναμένη μόνον κατ’ εξαίρεση να αιτιολογηθεί αντικειμενικώς βάσει λόγων ασχέτων προς οιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου και αναφερομένων σε ειδικές και συγκεκριμένες απαιτήσεις των καθηκόντων των μελών του οικείου σώματος ασφαλείας, ικανές να τεκμηριώσουν επαρκώς την προσφορότητα και αναγκαιότητα της συγκεκριμένης προϋπόθεσης.
Στις προκείμενες περιπτώσεις, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα ενώπιον αυτού τεθέντα εκ μέρους των εφεσιβλήτων, αναγόμενα στο χρονικό διάστημα 2001-2009 επιστημονικά και στατιστικά στοιχεία (όλως αορίστως αμφισβητηθέντα από το Δημόσιο), σύμφωνα με τα οποία (α) ο μέσος όρος ύψους των ανδρών ηλικίας 18-24 ετών ανέρχεται σε 1,77-1,78 μ., ενώ των γυναικών αντίστοιχης ηλικίας σε 1,63 μ., (β) ύψος χαμηλότερο του 1,70 μ. έχει ανεξαρτήτως ηλικίας το 20% των ανδρών, (γ) ύψος 1,70 μ. και μεγαλύτερο διαθέτει το 19% του γυναικείου πληθυσμού, έκρινε ότι το ποσοστό των γυναικών εν δυνάμει υποψηφίων που κατά τον κρίσιμο χρόνο αποκλείονταν, λόγω ύψους χαμηλότερου του ελαχίστου απαιτουμένου κατά την επίδικη διάταξη, της δυνατότητας πρόσβασης στις σχολές Αστυφυλάκων και Αστυνομικών της ΕΛ.ΑΣ., εμφανίζεται δυσανάλογα μεγαλύτερο [τετραπλάσιο] του ποσοστού των ανδρών εν δυνάμει υποψηφίων, που αποκλείονταν για τον ίδιο λόγο της δυνατότητας αυτής. Περαιτέρω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ούτε από τις οικείες διατάξεις ή τις προπαρασκευαστικές εργασίες αυτών, ούτε από άλλα στοιχεία, τεθέντα υπόψη του Δικαστηρίου εκ μέρους του έχοντος το σχετικό βάρος απόδειξης Δημοσίου προκύπτουν αποχρώντες λόγοι, συνδεόμενοι με ειδικές απαιτήσεις των εκτελουμένων από το αστυνομικό σώμα καθηκόντων ή τις συνθήκες άσκησης αυτών, οι οποίοι να υπαγορεύουν ως αναγκαίο προσόν για τις γυναίκες υποψήφιες, προκειμένου να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις ανάγκες της αποστολής της Ελληνικής Αστυνομίας, το συγκεκριμένο, κοινό για τα δύο φύλα και σημαντικά υψηλότερο [κατά 7 εκατοστά] του γυναικείου μέσου όρου ύψους ανάστημα.
Με τα δεδομένα αυτά το Συμβούλιο της Επικρατείας κατέληξε ότι από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Π.Δ. 90/2003, η οποία αντικατέστησε εκείνη του άρθρου 2 παρ. 1 περ. στ΄ του Π.Δ. 4/1995 «προσόντα ιδιωτών υποψηφίων αξιωματικών και αστυφυλάκων» και ορίζει ως αναγκαίο προσόν για την πρόσβαση στις Σχολές Αστυνομικών και Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας κοινό, ανεξαρτήτως φύλου, ελάχιστο ανάστημα 1,70 μ., προκαλείται έμμεση διάκριση λόγω φύλου εις βάρος των γυναικών υποψηφίων, κατά την έννοια της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, μη αιτιολογουμένη, ως προς την προσφορότητα και αναγκαιότητα του ως άνω ελαχίστου ορίου, από το φέρον το σχετικό βάρος αποδείξεως Δημόσιο, καθώς και υπέρβαση των ορίων της ευχέρειας ουσιαστικής εκτίμησης του κανονιστικού νομοθέτη, λόγω παράβασης των συνταγματικών διατάξεων της ισότητας των φύλων και της αναλογικότητας. Κατά δε τη συγκλίνουσα γνώμη δύο Συμβούλων και δύο Παρέδρων του Δικαστηρίου, η επίμαχη ρύθμιση προεχόντως αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, διότι, ναι μεν επιδιώκει θεμιτό σκοπό (συνδρομή σωματικών ικανοτήτων δύναμης, ταχύτητας, αλτικότητας και αντοχής, ευλόγως συνδεόμενων με τα συνήθη νόμιμα καθήκοντα του Αστυνομικού), πλην το μεν δεν είναι πρόσφορη για την εξυπηρέτηση του εν λόγω σκοπού, καθώς οι ως άνω σωματικές ικανότητες δεν συνδέονται κατ’ ανάγκη με ορισμένο ελάχιστο ανάστημα, ούτε είναι αυτονόητο ότι τις στερούνται όσοι δεν έχουν το ανάστημα αυτό (θεώρηση που απηχεί στερεοτυπικές αντιλήψεις), το δε δεν είναι αναγκαία για τη θεραπεία του ως άνω σκοπού, ο οποίος επιτυγχάνεται με την υποβολή των υποψηφίων σε κατάλληλες ειδικές, αθλητικές ή/και προσομοίωσης άσκησης καθηκόντων Αστυνομικού δοκιμασίες.