ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 152 /2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 του ν. Γ>0Η/ 1912, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 του ν.δ.1544/1942 και τροποποιήθηκε με το άρθ. 11 ν.δ.4189/1961, συνάγεται ότι ο ενάγων, αν παραλείψει την προκαταβολή του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου, λογίζεται ότι δικάζεται ερήμην και η αγωγή του απορρίπτεται λόγω πλασματικής ερημοδικίας (ΑΠ 1669/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 219/2005 ΕλλΔνη 47.479, Εφ.Αθ. 93/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ.2003, § 236). Περαιτέρω, ο ενάγων που παρέλειψε πρωτοδίκως την καταβολή δικαστικού ενσήμου, μπορεί, εκτός από την αιτιολογημένη ανακοπή ερημοδικίας, να ασκήσει έφεση κατά της ερήμην του εκδοθείσας απορριπτικής απόφασης, από της δημοσιεύσεως αυτής, κατ` άρθ. 513 παρ.1 εδ.β ΚΠολΔ (Εφ.Αθ. 1589/2005 ΕλλΔνη 47.241, Εφ.Αθ. 1601/2001 ΑρχΝ 2001.915). Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί από τον ενάγοντα έφεση νομότυπα και εμπρόθεσμα και συνοδεύεται με την καταβολή του δικαστικού ενσήμου, ο μοναδικός λόγος που μπορεί να προταθεί είναι η άρση της παράλειψης, δηλαδή η εκ των υστέρων καταβολή του δικαστικού ενσήμου, καθόσον το ένδικο μέσο της έφεσης ασκείται και προς διόρθωση των σφαλμάτων των διαδίκων, όπως επί μη καταβολής από τον ενάγοντα του νομίμου δικαστικού ενσήμου. Αν ο λόγος αυτός κριθεί βάσιμος, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται. Μετά την εξαφάνιση της απόφασης χωρεί ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου νέα συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία ο ενάγων, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 528 ΚΠολΔ, μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως μπορούσε να προτείνει, χωρίς να δεσμεύεται από τους περιορισμούς του άρθρου 527 ΚΠολΔ (Εφ.Αθ.93/2010, ο.π, Εφ.Πειρ.55/2009 ΔΙΚΗ 2009.246, Εφ.Αθ. 5798/2003 ΕλλΔνη 45.535).
Η κρινόμενη έφεση του εκκαλούσας – ενάγουσας κατά της υπ΄αρ. 1560/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), το οποίο δίκασε, κατά την τακτική διαδικασία, επί της ως άνω από 12-6-2013 και με αρ. καταθ, δικογράφου ……… αγωγής της, κατά του εφεσίβλητου – εναγόμενου, την οποία απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, λόγω πλασματικής ερημοδικίας της ενάγουσας, επειδή αυτή δεν κατέβαλε το προσήκον για το αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (αρθ.495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης, πριν την άσκηση της έφεσης. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της, ο οποίος έγκειται στο ότι έχει ήδη καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου εκ μέρους της εκκαλούσας, η μη καταβολή του οποίου οδήγησε στην απόρριψη της αγωγής της με την εκκαλουμένη απόφαση λόγω πλασματικής ερημοδικίας, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω.΄Εχουν κατατεθεί δε από την εκκαλούσα τα προβλεπόμενα, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α του ΚΠολΔ, παράβολα, όπως αναφέρονται στην προαναφερθείσα έκθεση κατάθεσης της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Από το άρθρο 1400 ΑΚ προκύπτει ότι, οι προϋποθέσεις της αξίωσης του συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι: α) Η λύση ή ακύρωση του γάμου, ή, κατ` ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου αφότου τελέσθηκε ο γάμος και γ) η συμβολή με οποιονδήποτε τρόπο του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση αυτή της περιουσίας του υπόχρεου. Για την τελευταία είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται τόσο στην αγωγή, όσο και στην απόφαση το είδος της συμβολής, η αξία της και ο αιτιώδης σύνδεσμος αυτής με την αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου. Η συμβολή δε, του δικαιούχου στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου μπορεί να συνίσταται, όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών, που παρέχονται στο συζυγικό οίκο, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών (ΑΠ 3/2016 ,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, είναι αναγκαία η χρηματική αποτίμηση στην αγωγή των υπηρεσιών αυτών μόνο κατά το μέρος που αυτές υπερβαίνουν το μέτρο το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες. Όταν, όμως, ζητείται η επιδίκαση του τεκμαιρομένου ποσοστού (1/3) των αποκτημάτων, ο ενάγων θα δικαιούται το 1/3 από την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, χωρίς να χρειάζεται να επικαλεσθεί και αποδείξει οποιαδήποτε συμβολή του στην αύξηση αυτή, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, της επίκλησης και απόδειξης τέτοιας αύξησης της περιουσίας του άλλου συζύγου (ΑΠ 1357/2015, ΑΠ 202/2014 , ΑΠ 1977/2008, ΑΠ 438/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1496/2006, ΕλλΔνη 47.1356, Εφ.θεσ. 1628/2008, ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, το καθιερούμενο από τη διάταξη του άρθρου 1400 εδ. β` του ΑΚ μαχητό τεκμήριο ότι η συμβολή του δικαιούχου συζύχου ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή, λειτουργεί αμφιμερώς και υπέρ των δύο διαδίκων, με την έννοια ότι αν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του ποσοστό της αύξησης που αντιστοιχεί σε μεγαλύτερη του 1/3 συμβολή, αυτός υποχρεούται να αποδείξει το μεγαλύτερο του τεκμαρτού ποσοστό της συμβολής του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί, κατ` ένσταση, να προβάλει και να αποδείξει ότι ο ενάγων είχε μικρότερη της τεκμαιρόμενης ή και καμία συμβολή. Με τη διάταξη αυτή δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού της αξίωσης σε σχέση με το ποσοστό του τεκμηρίου, αλλά απλώς γίνεται κατανομή του βάρους της απόδειξης με βάση μαχητό τεκμήριο, ενώ η αξίωση συμμετοχής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου είναι μία και ενιαία, οποιοδήποτε ποσοστό, μεγαλύτερο ή μικρότερο του τεκμαιρομένου, συμμετοχής και αν ζητά με την αγωγή ο δικαιούχος σύζυγος. Συνεπώς, εάν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του μεγαλύτερο του τεκμαιρόμενου ποσοστό και καμιά πραγματική συμβολή του, με τους τρόπους και κατά την αξία που εκθέτει στην αγωγή δεν μπόρεσε να αποδείξει, η αγωγή δεν απορρίπτεται εξ ολοκλήρου, αλλά μόνο κατά το πλέον του ενός τρίτου ποσοστό της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, ενώ, κατά το αντίστοιχο με το ένα τρίτο ποσό, που καλύπτεται από το τεκμήριο, γίνεται δεκτή, εφόσον ο εναγόμενος δεν επικαλέσθηκε ή αν επικαλέσθηκε και δεν απέδειξε ότι η συμβολή του ενάγοντας στην αύξηση της περιουσίας αυτού (εναγομένου) είναι μηδενική ή σε μικρότερο ποσοστό (ΑΠ 3/2016, ΑΠ 156/2010, ΑΠ 164/2010,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, I. Κατράς, «Αγωγές Αστικού Κώδικα και Ενστάσεις», 2010, § 124, Ε2, σελ. 1193, Κ. Παπαδοπούλος, «Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου», τομ. Α’, 2001, § 289, σελ. 381, Β. Βαθρακοκοίλης, «Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο», Β’, εκδ. 2000, υπό άρθρο 1400, αρ. 13 και 20). Επίσης, το παθητικό που πρέπει να αφαιρεθεί για να εξευρεθεί η τελική καθαρή αύξηση της περιουσίας, αποτελεί στοιχείο ένστασης (ΑΠ 1357/2015, ο.π). Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της τελικής περιουσίας, υπό την έννοια του καθορισμού των στοιχείων που την αποτελούν, θεωρείται, επί μεν τριετούς διάστασης των συζύγων, επειδή στο νόμο δεν τίθεται χρονική αφετηρία για την άσκηση της αγωγής και επειδή ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί, ο χρόνος άσκησης της αγωγής, στον οποίο πρέπει να γίνει και ο προσδιορισμός της τελικής περιουσίας και ο υπολογισμός της αξίας της και η αναγωγή της αξίας της τυχόν αρχικής περιουσίας, στη δε περίπτωση της λύσης του γάμου με διαζύγιο ή ακύρωσής του, ο χρόνος του αμετακλήτου της σχετικής απόφασης (ΑΠ 1557/2008, ΑΠ 1799/2008,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1658/2001, ΕλλΔνη 43.1036). Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα, δηλαδή για την εξεύρεση της σε χρήμα τελικής περιουσίας, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής της έννομης προστασίας, δηλαδή εκείνος της έγερσης της αγωγής, λαμβανομένης υπόψη, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 224 του ΚΠολΔ και της τυχόν μέχρι της πρώτης, στο ακροατήριο συζήτησης αυτής ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, επερχόμενης διαφοροποίησης (ΑΠ 1557/2008, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1799/2008, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1658/2001, ΕλλΔνη 43.1036). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 1400 ΑΚ, με τις οποίες αναγνωρίζεται στον ένα σύζυγο η αξίωση συμμετοχής στην περιουσία που απέκτησε ο άλλος κατά τη διάρκεια του γάμου τους και ρυθμίζεται η άσκηση αυτής, συνάγεται ότι η απαίτηση του συζύγου, που φέρεται ως δικαιούχος, είναι ενοχικής φύσης και έχει ως αντικείμενο, κατ` αρχήν, χρηματική παροχή. Η παροχή αυτή συνίσταται στην αποτίμηση της κατά τη διάρκεια του γάμου περιουσιακής επαύξησης του συζύγου, που φέρεται ως υπόχρεος και στον προσδιορισμό του μέρους αυτής, το οποίο προέρχεται από τη συμβολή του δικαιούχου και πρέπει να επιδικασθεί σ’ αυτόν ως χρηματική ποσότητα. Ύστερα από σχετικό αίτημα του ενός ή του άλλου συζύγου, το δικαστήριο της ουσίας διατηρεί την εξουσία, κατά την ελεύθερη κρίση αυτού και μετά από στάθμιση των εκατέρωθεν συμφερόντων, να διατάξει την απόδοση του μέρους της συμβολής του δικαιούχου συζύγου στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου με αυτούσια παροχή, κατ` ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 297 εδ. β`. (ΑΠ 3/2016,ΑΠ Εφ Δυτ. Μακ.100/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, όμως, και στην περίπτωση αυτή, η αξίωση συμμετοχής δεν αποβάλλει τον ενοχικό της χαρακτήρα και δεν παρέχει στο δικαιούχο δικαίωμα νομής ή κυριότητας επί ακινήτου, το οποίο φέρεται ότι αποτελεί την περιουσιακή επαύξηση του υπόχρεου και επί του οποίου επιδιώκεται η ικανοποίηση της αξίωσης συμμετοχής του δικαιούχου με αυτούσια απόδοση. Παράγει, απλώς, ενοχική υποχρέωση του πρώτου να μεταβιβάσει προς το δεύτερο το μέρος, ή το ποσοστό, του ακινήτου που προήλθε από τη συμβολή του, της οποίας η αναγκαστική εκπλήρωση θα γίνει σύμφωνα με την ΚΠολΔ 949, οπότε και θα αποκτηθεί από τον τελευταίο το αντίστοιχο δικαίωμα νομής ή κυριότητας (Ολ.ΑΠ 28/1996, ΕλλΔνη 38.28, ΑΠ 1740/2002, ΝοΒ 51.1226, ΑΠ 1173/2000, ΕλλΔνη 41.1586).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα – ήδη εκκαλούσα, εξέθετε στην ως άνω από 12-6-2013 και με αρ. κατάθεσης δικογράφου ……. αγωγή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της (όπως παραδεκτά αυτή διορθώθηκε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά αυτού αλλά και με τις πρωτόδικες προτάσεις της), ότι τέλεσαν με τον εναγόμενο – ήδη εφεσίβλητο, νόμιμο πολιτικό γάμο, στον Πειραιά στις 30-3-1991, από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα και ο οποίος λύθηκε με την υπ’αρ. 2687/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που έχει καταστεί αμετάκλητη στις 8-7-2011, καθώς οι διάδικοι παραιτήθηκαν από την άσκηση ένδικων μέσων κατ΄ αυτής, με την υπ΄αρ. ……… έκθεση παραίτησης, ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ότι η περιουσία του εναγόμενου, κατά την τέλεσή του γάμου τους, είχε συνολική αξία ποσού 182.628,07 ευρώ και συνίστατο σε μία ημιτελή οικοδομή, ευρισκόμενη επί της οδού ………στον Κορυδαλλό Αττικής, το ισόγειο της οποίας βρίσκονταν στο στάδιο των μπετών, ενώ οι Α’ και Β’ όροφος στο στάδιο των οπτοπλινθοδομών (τούβλων), αποτελούμενη από τις κάτωθι οριζόντιες ιδιοκτησίες: α) μία υπόγεια αποθήκη επιφάνειας 19,20 τ.μ., β) δύο ισόγεια καταστήματα, επιφάνειας 54,18 τ.μ. και 37,27 τ.μ., γ) μία ισόγεια κλειστή θέση στάθμευσης, επιφάνειας 15,81 τ.μ., δ) ένα διαμέρισμα Α’ ορόφου, επιφάνειας 93,26 τ.μ., και δ) ένα διαμέρισμα Β’ ορόφου, επιφάνειας 80,43 τ.μ. Ότι, κατά τη διάρκεια του γάμου τους, η ως άνω οικοδομή αποπερατώθηκε πλήρως και προστέθηκε Γ’ όροφος, αποτελούμενος από ένα διαμέρισμα επιφάνειας 55 τ.µ και πλέον η αξία της ανέρχεται στο ποσό των 229.234,02 ευρώ. Ότι οι σχετικές δαπάνες (αποπεράτωσης της εν λόγω οικοδομής και της προσθήκης τρίτου ορόφου) καλύφθηκαν αφενός μεν από στεγαστικά δάνεια, που έλαβε ο εναγόµενος και αποπληρωνόταν µε τη συµβολή αµφοτέρων των διαδίκων, αφετέρου δε µε τις αποταµιεύσεις από την εργασία της, αλλά και µε άτυπη δωρεά χρηµάτων του πατέρα της προς αυτήν, όπως αναφέρονται στην αγωγή. Ότι, το Μάιο 2003 ο εναγόµενος, κατόπιν κοινής τους απόφασης, αγόρασε ένα οικόπεδο επιφάνειας 1.823 τ.µ, στην περιοχή ….. Κεφαλληνίας, η αξία του οποίου ανέρχεται στο ποσό των 140.000 ευρώ, ενώ, το ίδιο έτος αγόρασε ένα Ι.Χ.E. αυτοκίνητο µάρκας Ρενώ Μεγκάν 1.600 κ.εκ., αξίας 17.000 ευρώ, καθώς επίσης, στις 11-2-2009, (ο εναγόµενος) αγόρασε ακόμη ένα οικόπεδο επιφάνειας 2.059,10 τ.µ. στο …… Μαγνησίας, το τίµηµα του οποίου καλύφθηκε με επαγγελµατικό δάνειο, που είχε λάβει η ίδια και αποπληρώθηκε µε τη συµβολή και των δύο το έτος 2010, το οποίο, όµως, ο εναγόμενος, πώλησε, εν αγνοία της, στις 20-12-2010, αντί τιμήματος 120.000 ευρώ, που καρπώθηκε ο ίδιος. Τέλος, η ενάγουσα εκθέτει ότι, από την εκµίσθωση των δύο ισογείων καταστηµάτων, της θέσης στάθµευσης και του διαµερίσµατος του Α’ ορόφου της ως άνω οικοδοµής του στον Κορυδαλλό Αττικής, ο εναγόµενος εισέπραξε, κατά τη διάρκεια του γάµου τους, το συνολικό ποσό των 185.550,55 ευρώ, όπως τα επιμέρους ποσά αναλύονται στην αγωγή. Ότι, συνεπώς, κατά το χρόνο γέννησης της επίδικης αξίωσής της (αµετάκλητη λύση του γάµου των διαδίκων) και άσκησης της υπό κρίση αγωγής, η περιουσία του εναγόμενου αποτελείτο από τα παραπάνω αναφερόμενα και ειδικότερα περαιτέρω περιγραφόμενα στην αγωγή, περιουσιακά στοιχεία και η συνολική επαύξηση της περιουσίας του ανέρχεται στο ποσό των 509.156,50 ευρώ. Περαιτέρω, η ενάγουσα εκθέτει, ότι η ίδια συνέβαλε καθοριστικά στην επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου, και συγκεκριμένα µε τις αποταµιεύσεις της προ του γάμου τους, µε τα εισοδήματά της από την κατά καιρούς εργασία της καθ’ όλη τη διάρκεια της έγγαµης συµβίωσης, κατά τα ειδικότερα εκτιθέµενα στην αγωγή, αλλά και µε την εξ ολοκλήρου ανάληψη εκ µέρους της, της φροντίδας του οίκου τους, αλλά και της ανατροφής και φροντίδας των δύο τέκνων τους. Ότι η συμβολή της, στην αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου από την τέλεση του γάµου µέχρι την αµετάκλητη λύση του ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 213.371,97 ευρώ, ήτοι σε ποσοστό 41,90%, άλλως, σε ποσοστό 1/3. Ζητούσε δε ακολούθως, να αναγνωρισθεί η συµβολή της στην επαύξηση της περιουσίας του εναγοµένου κατά το ως άνω ποσοστό (41,90 %) και να υποχρεωθεί αυτός. Α) να της µεταβιβάσει ποσοστό εξ αδιαιρέτου 8,52% επί των προαναφερθέντων οριζοντίων ιδιοκτησιών του, που βρίσκονται στην οικοδομή επί της οδού …… στον Κορυδαλλό Αττικής, άλλως επικουρικά να της καταβάλλει σε χρήµα το ποσό των 19.528 ευρώ, που αντιστοιχεί στη συµµετοχή της στην επαύξηση της αξίας των εν λόγω οριζοντίων ιδιοκτησιών (46.605,95 ευρώ η επαύξηση της αξίας των οριζοντίων ιδιοκτησιών Χ 41,90%), Β) να της µεταβιβάσει ποσοστό εξ αδιαιρέτου 41,90 % επί του οικοπέδου που βρίσκεται στη ….. Κεφαλληνίας, άλλως επικουρικά να της καταβάλλει σε χρήµα το ποσό των 58.660 ευρώ, που αντιστοιχεί στη συµμετοχή της στην επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου όσον αφορά στο εν λόγω ακίνητο, Γ) να της καταβάλει ποσοστό 41,90% εκ του τιµήµατος ποσού 120.000 ευρώ, που αυτός εισέπραξε από την πώληση του οικοπέδου στο ….., ήτοι το ποσό των 50.280 ευρώ, Δ) να της καταβάλλει ποσοστό 41,90% εκ του συνόλου των εισοδηµάτων που ο ίδιος εισέπραξε από την εκµίσθωση των παραπάνω οριζοντίων ιδιοκτησιών στον Κορυδαλλό Αττικής, ήτοι το ποσό των 77.745,68 ευρώ, και Ε) να της καταβάλλει ποσοστό 41,90 % εκ της αξίας του αγορασθέντος εκ µέρους του Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, ήτοι το ποσό των 7.123 ευρώ. Επικουρικά δε να της καταβληθεί συνολικά σε χρήµα το ποσό των 213.336,36 ευρώ. Ζητούσε, τέλος, να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική της δαπάνη.
Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ’αρ. 1560/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), η οποία απέρριψε την αγωγή λόγω πλασματικής ερημοδικίας της ενάγουσας, όπως προαναφέρθηκε, επειδή αυτή δεν κατέβαλε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου.
Ήδη η εκκαλούσα – ενάγουσα, με την κρινόμενη έφεσή της, προσβάλλει την απόφαση αυτή, με μοναδικό λόγο ότι έχει πλέον καταβληθεί το προσήκον δικαστικό ένσημο, οπότε έχει αρθεί η εν λόγω παράλειψη, που οδήγησε στην απόρριψη της αγωγής της, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή (η αγωγή). Ο λόγος αυτός είναι πράγματι βάσιμος, αφού έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου, για το αντικείμενο της αγωγής, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από την εκκαλούσα – ενάγουσα υπ΄αρ. …….-e- παράβολο με το κάτωθεν αυτού, από 11-4-2017 γραμμάτιο εξόφλησης της Ε.Τ.Ε. Πρέπει συνεπώς, η κρινόμενη έφεση, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, να γίνει τυπικά αλλά και κατ΄ ουσία δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ακολούθως δε να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να ανασυζητηθεί η αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, όπως εκτέθηκε και παραπάνω.
H αγωγή είναι ορισμένη, αντίθετα με τα όσα αβασίμως υποστηρίζει ο εναγόμενος, καθώς από την εκτίμηση όλου του δικογράφου της αγωγής, σαφώς συνάγεται ότι η ενάγουσα έχει συμπεριλάβει στην τελική κατά το χρόνο αμετάκλητης λύσης του γάμου τους, περιουσία του εναγόμενου, το διαμέρισμα του Γ΄ ορόφου της ως άνω οικοδομής στην οδό …, και στο ποσό της επαύξησης της περιουσίας αυτής καθώς και της αιτούμενης συμβολής της. Επίσης είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1400 επ. Α.Κ 176 ΚΠολΔ και όσων αναφέρθηκαν στην μείζονα σκέψη. Πρέπει, συνεπώς, να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της .
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων (ενός από κάθε πλευρά), ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου τούτου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, καθώς και όλων των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, απαποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.
Οι διάδικοι τέλεσαν, νόμιμο πολιτικό γάμο, στον Πειραιά στις 30-3-1991, από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα. Ο γάμος τους λύθηκε με την υπ’αρ. 2687/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που έχει καταστεί αμετάκλητη στις 8-7-2011, καθώς οι διάδικοι παραιτήθηκαν από την άσκηση ένδικων μέσων κατ΄ αυτής, με την υπ΄αρ. ……… έκθεση παραίτησης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατά την τέλεση του γάμου, ο εναγόμενος είχε στην κυριότητά του, μία ημιτελή οικοδομή, ευρισκόμενη στον Κορυδαλλό Αττικής, επί της οδού ………, την οποία απέκτησε με γονική παροχή και η οποία υπήχθη στο σύστημα σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας με το υπ΄αρ. ……….. συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών, ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα, το ισόγειο της οποίας βρίσκονταν στο στάδιο των «μπετών», ενώ οι Α’ και Β’ όροφος βρίσκονταν στο στάδιο των οπτοπλινθοδομών (τούβλων). Η ως άνω οικοδομή, αποτελείτο από τις εξής οριζόντιες ιδιοκτησίες: α) μία υπόγεια αποθήκη επιφάνειας 19,20 τ.μ., αξίας 2.268 ευρώ β) δύο ισόγεια καταστήματα, επιφάνειας 54,18 τ.μ. και 37,27 τ.μ., αξίας 30.720,06 ευρώ και 20.545,09 ευρώ, αντίστοιχα γ) μία ισόγεια κλειστή θέση στάθμευσης, επιφάνειας 15,81 τ.μ., αξίας 1.742,41 ευρώ δ) ένα διαμέρισμα Α’ ορόφου, επιφάνειας 93,26 τ.μ., αξίας 66.832,45 ευρώ και δ) ένα διαμέρισμα Β’ ορόφου, επιφάνειας 80,43 τ.μ., αξίας 60.520,06 ευρώ, όπως οι οριζόντιες αυτές ιδιοκτησίες περιγράφονται αναλυτικότερα στην αγωγή, συνολικής αξίας, κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου, 182.628,07 ευρώ. Κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων, η ως άνω οικοδομή αποπερατώθηκε πλήρως, προστέθηκε δε και Γ’ όροφος, αποτελούμενος από ένα διαμέρισμα επιφάνειας 55 τ.µ., ανερχόμενη πλέον η αξία της οικοδομής αυτής κατά το χρόνο αμετάκλητης λύσης του γάμου τους, αλλά και άσκησης της αγωγής, στο συνολικό ποσό των 222.204,45 ευρώ, και ειδικότερα της υπόγειας αποθήκης σε 2.419,20 ευρώ, των δύο ως άνω καταστημάτων, σε 46.654,49 ευρώ και 31.228,53 ευρώ, αντίστοιχα, της θέσης στάθμευσης, σε 3.735,11 ευρώ, του διαμερίσματος του Α’ ορόφου, σε 46.268,62 ευρώ, του διαμερίσματος του Β’ ορόφου, σε 41.898,50 ευρώ και του διαμερίσματος του Γ΄ ορόφου, σε 50.000 ευρώ. Δηλ. η επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου, όσον αφορά στην αξία της ως άνω οικοδομής, κατά τη διάρκεια του γάμου, ανέρχεται στο ποσό των 39.576,38 (222.204,45 – 182.628,07 ευρώ). Οι ως άνω αξίες, αποτελούν τις αντικειμενικές αξίες των εν λόγω οριζόντιων ιδιοκτησιών, τις οποίες επικαλείται η ενάγουσα, και το δικαστήριο κρίνει ότι αποτελούν και την εμπορική αξία των ακινήτων αυτών, με βάση την τοποθεσία που βρίσκονται, την παλαιότητά τους, το μέγεθός τους και την γενικότερη κατάσταση της αγοράς ακινήτων κατά τον κρίσιμο χρόνο, πλην του διαμερίσματος του τρίτου ορόφου, η εμπορική αξία του οποία κρίνεται ότι ανέρχεται, με βάση τα ως άνω κριτήρια σε 50.000 ευρώ και όχι 57.029,57 ευρώ, που αναφέρει η ενάγουσα και αποτελεί με βάση το προσκομιζόμενο φύλλο υπολογισμού την αντικειμενική του αξία. Επίσης, ο εναγόμενος απέκτησε με αγορά, κατά τη διάρκεια του γάμου, ένα οικόπεδο επιφάνειας 1.823 τ.μ στην περιοχή ….. Κεφαλληνίας, δυνάμει του υπ΄αρ. ……… συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αργοστολίου ………, που μεταγράφηκε νόμιμα, αντί τιμήματος 61.640 ευρώ. Η αξία του οικοπέδου αυτού κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου, δεδομένης της θέσης του, αλλά και της γενικότερης κατάστασης στην κτηματαγορά, λόγω της σοβαρής οικονομικής κρίσης, που πλήττει τη Χώρα τα τελευταία χρόνια, η οποία είχε ήδη ξεκινήσει κατά το έτος 2011 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, ενώ δεν υφίστατο κατά το χρόνο αγοράς του οικοπέδου αυτού, ανέρχεται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, λαμβανομένων υπόψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας στο ποσό των 60.000 ευρώ, και όχι στο ποσό των 140.000 ευρώ, όπως υποστηρίζει η ενάγουσα, που κρίνεται υπερβολικό, αλλά ούτε στο ποσό των 30.000 ευρώ που ισχυρίζεται ο εναγόμενος, έστω κι αν μετά από παραχώρηση στην κοινή χρήση μέρος του οικοπέδου, το εμβαδόν του μειώθηκε και είναι πλέον 1.564 τ.μ. Πλην αυτών, ο ενάγων απέκτησε ένα αγροτεμάχιο στο ………. επιφάνειας 2.059,10 τ.µ., στις 11-2-2009, δυνάμει του υπ΄αρ. ……… συμβολαίου αγοράς της συμβολαιογράφου Βόλου ……., το τίµηµα του οποίου καλύφθηκε µε το προϊόν επαγγελµατικού δανείου που είχε λάβει η ενάγουσα και αποπληρώθηκε µε τη συµβολή αµφοτέρων των διαδίκων, κατά τις οικονομικές δυνάμεις του καθένα εξ αυτών το έτος 2010. Το ακίνητο αυτό πωλήθηκε από τον εναγόμενο στις 20-12-2010, ήτοι λίγους μήνες πριν την αμετάκλητη λύση του γάμου, αντί τιμήματος 65.000 ευρώ, που εισέπραξε ο εναγόμενος, το οποίο είναι εύλογο σύμφωνα με την τοποθεσία που βρίσκεται και τις επικρατούσες, κατά τα προαναφερθέντα συνθήκες, με βάση και τις τιμές πώλησης που αναφέρονται σε σχετικές αγγελίες για ανάλογα ακίνητα στην περιοχή αυτή και όχι 120.000 ευρώ, που υποστηρίζει η ενάγουσα, ούτε όμως, 4.714,46 ευρώ που υποστηρίζει ο εναγόμενος, ανεξαρτήτως της αντικειμενικής του αξίας, που αναγράφεται το συμβόλαιο αγοράς, ενώ σημειωτέον δεν προσκομίζεται το συμβόλαιο πώλησής του. Τέλος, ο εναγόμενος, το έτος 2003 αγόρασε ένα Ι.Χ.E. αυτοκίνητο µάρκας Ρενώ Μεγκάν 1.600 κ.εκ., αντί 17.000 ευρώ, η αξία του οποίου κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου τους ανέρχονταν στο ποσό των 5.000 ευρώ, λόγω της παλαιότητάς του και όχι στο ως άνω ποσό που αναφέρει η ενάγουσα (17.000 ευρώ), το οποίο αφορά καινούργιο αντίστοιχο αυτοκίνητο. Οπότε, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου κατά τη διάρκεια του γάμου του με την ενάγουσα, κατά το χρόνο γέννησης της επίδικης αξίωσής της (αµετάκλητη λύση του γάµου), αλλά και η εκτίμησή της κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής, ανέρχεται στο ποσό των 169.576,38 ευρώ (39.576,38 + 60.000 + 65.000 + 5.000 ευρώ), και όχι στο ποσό που ισχυρίζεται η ενάγουσα με την αγωγή της. Όσον αφορά, δε, στο ποσό των μισθωμάτων που εισέπραττε ο εναγόμενος, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, όσο διαρκούσε ο γάμος τους, από τις προαναφερθείσες οριζόντιες ιδιοκτησίες των δύο ισογείων καταστηµάτων, της θέσης στάθµευσης και του διαµερίσµατος του Α’ ορόφου της ως άνω οικοδοµής του στον Κορυδαλλό Αττικής, ανερχόμενα συνολικά, στο ποσό των 185.550,55 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύονται στην αγωγή, αυτά, πέραν του ότι το ύψος τους δεν αποδεικνύεται από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επαύξησαν την περιουσία του, διότι αναλώνονταν κάθε μήνα για τις δαπάνες διαβίωσης της οικογένειας των διαδίκων, ούτε προκύπτει ότι σώζονται σε κάποιο τραπεζικό λογαριασμό του εναγόμενου. Τα ως άνω περιουσιακά στοιχεία, πλην του ήδη αναφερθέντος ως άνω ακινήτου στο …., αποκτήθηκαν κυρίως από στεγαστικά και άλλα δάνεια που έλαβε ο εναγόμενος, τα οποία μετά τη λύση του γάμου των διαδίκων, συνεχίζει να αποπληρώνει, αλλά και από τα εισοδήματα των διαδίκων κατά τη διάρκεια γάμου τους. Πιο συγκεκριμένα, η ενάγουσα εργαζόταν πριν το γάμο, από το Σεπτέμβριο του 1987 έως τον Οκτώβριο του 1990, στην εταιρία «……» ως στέλεχος πωλήσεων, αντί μηνιαίου μισθού περ. 75.000 δρχ μηνιαίως, όπως προκύπτει από το σχετικό εκκαθαριστικό φορολογίας εισοδήματος της του έτους 1990, που προσκομίζει ο εναγόμενος και όχι 150.000 μηνιαίως όπως αναφέρει στην αγωγή της, ενώ κατά τη διάρκεια του γάμου τους, εργάστηκε κατά τα έτη 1993 έως 1996 στην ως άνω εταιρία. Το έτος 2006, άρχισε να λειτουργεί, στο όνομα της ενάγουσας, στο ισόγειο κατάστημα της προαναφερθείσας οικοδομής επί της οδού ΄……., επιχείρηση παραγωγής και πώλησης άρτου, γλυκισμάτων και συναφών ειδών, η οποία τελικά σταμάτησε τη λειτουργία της το έτος 2012, λόγω της οικονομικής κρίσης. Κατά τα έτη που λειτούργησε η ως άνω επιχείρηση, απέφερε, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, κέρδη ύψους 1.200 ευρώ μηνιαίως, κατά μέσο όρο, και όχι 2.500 ευρώ που υποστηρίζει η ενάγουσα τα οποία με βάση τις επικρατούσες συνθήκες κρίνονται υπερβολικά αλλά ούτε και 600 ευρώ που υποστηρίζει ο εναγόμενος. Η ενάγουσα, ακόμη, ισχυρίζεται ότι επί ένα εξάμηνο μετά την τέλεση του γάμου τους εργάστηκε ως δακτυλογράφος – διορθώτρια – κειμενογράφος κατ΄ αποκοπή, σε διάφορους πελάτες, αποκομίζοντας 120.000 δρχ. μηνιαίως, πράγμα, όμως, που δεν αποδεικνύεται από κάποιο εκκαθαριστικό φορολογικής δήλωσης, αλλά ούτε κι από κάποιο άλλο έγγραφο. Άλλωστε, τον Οκτώβριο του 1991, γεννήθηκε η πρώτη κόρη των διαδίκων, ενώ τον Ιούνιο του 1997, που υποστηρίζει ενάγουσα ότι επίσης άρχισε να εργάζεται με την παραπάνω ιδιότητα, γεννήθηκε η δεύτερη κόρη τους, την κύρια φροντίδα των οποίων είχε η ενάγουσα, όπως και η ίδια αναφέρει, οπότε ήταν δύσκολο να εργαστεί. Σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά στα μη δηλούμενα εισοδήματα που επικαλείται η ενάγουσα, ότι αποκόμιζε ως κειμενογράφος- δακτυλογράφος, κατά τα ως άνω διαστήματα, αυτά αληθή υποτιθέμενα, δεν αλλάζουν, τουλάχιστον σημαντικά, την αναλογία των εισοδημάτων των διαδίκων, καθώς και ο εναγόμενος, εκτός από την κύρια εργασία του σε φροντιστήριο, πραγματοποιούσε και ιδιαίτερα μαθήματα, όπως θα αναφερθεί παρακάτω, τα εισοδήματα από τα οποία επίσης δεν καταγράφονται στις φορολογικές δηλώσεις. Ειδικότερα, ο εναγόμενος άρχισε να εργάζεται από το Νοέμβριο του 1991, καθώς κατά το προηγούμενο διάστημα υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία και μέχρι τον Οκτώβριο του 1991 η ενάγουσα φιλοξενείτο στο σπίτι τη μητέρας της. Ο εναγόμενος εργάστηκε από το Νοέμβριο του 1991, όπως προαναφέρθηκε, ως καθηγητής μέσης εκπαίδευσης το φροντιστήριο ‘’……….’’ στον Πειραιά. Κατά το διάστημα δε τω ετών 1999-2000 εργάστηκε ταυτόχρονα και σε ιδιωτικό σχολείο και συγκεκριμένα τη …….. στον Άλιμο με πλήρες ωράριο, ενώ κατά καιρούς παρέδιδε και ιδιαίτερα μαθήματα φυσικής χημείας και μαθηματικών. Ειδικότερα, τα εισοδήματα των διαδίκων, όπως προκύπτουν από τις προσκομιζόμενες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, ανέρχονται συνολικά για τα έτη 1993 έως 2002 σε 31.137.209 δρχ για τον εναγόμενο και 7.593.890 δρχ. για την ενάγουσα, ενώ για τα έτη 2003 έως 2011, που λύθηκε ο γάμος τους, σε 104.016,82 ευρώ για τον εναγόμενο και 37.632 ευρώ για την ενάγουσα. Δεν προέκυψε δε, ότι η ενάγουσα έλαβε οικονομική βοήθεια από τον πατέρα της, καθώς δεν προσκομίζεται κάποιο αποδεικτικό στοιχείο γι΄ αυτό (π.χ αποδεικτικό σχετικής κατάθεσης στον κοινό λογαριασμό των διαδίκων κλπ). Αντίθετα, προκύπτει από σχετικές καταθέσεις, ότι οι γονείς του εναγόμενου ενίσχυαν οικονομικά την οικογένειά του. Οπότε, με βάση τα ως άνω εισοδήματα, καθένα από τους διαδίκους, δεν αποδείχθηκε ότι η συνεισφορά της ενάγουσας στην επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου, κατά τη διάρκεια του γάμου τους, ξεπερνούσε το τεκμαιρόμενο ποσοστό του 1/3, δεδομένου ότι, τα προαναφερθέντα εισοδήματά της δεν ξεπερνούν το ποσοστό αυτό.
Περαιτέρω, όμως, δεν πρόεκυψε ότι η ενάγουσα δεν είχε καμία συμβολή στην παραπάνω επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου, ήτοι ούτε την τεκμαρτή του 1/3, γεγονός για το οποίο φέρει πλέον το βάρος απόδειξης ο εναγόμενος, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα δεν συνέβαλε καθόλου τις οικογενειακές ανάγκες. Αντίθετα, προέκυψε ότι η τελευταία, συμμετείχε σε αυτές με τα εισοδήματα που αποκέρδαινε από την ως άνω, κατά καιρούς, εργασία της, αλλά και την απασχόλησή της με τις οικιακές εργασίες και τη φροντίδα των παιδιών, που επέτρεπε στον εναγόμενο να εξοικονομεί χρήματα για την αποπεράτωση και αγορά των ως άνω ακινήτων αλλά και για να αποπληρώνει τα δάνεια τα οποία έλαβε για την αγορά τους, όπως θα αναφερθεί αναλυτικότερα παρακάτω. Επομένως, το δικαστήριο εκτιμά, με βάση τις προαναφερθείσες περιστάσεις, ότι η συμβολή της ενάγουσας στην επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου, ανέρχεται στο τεκμαρτό ποσοστό του 1/3, καθώς, κατά τα προαναφερθέντα, δεν αποδείχθηκε από αυτήν μεγαλύτερη συμβολή της, αλλά ούτε μικρότερη συμβολή της, από αυτό, απορριπτομένης της αγωγής ως προς την κύρια βάση της σχετικά με το μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής, και γενομένης εν μέρει δεκτής κι ως ουσιαστικά βάσιμης ως προς την επικουρική βάση της. Συνολικά δηλ. η αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου κατά τη διάρκεια του γάμου του με την ενάγουσα κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του αλλά και άσκησης της αγωγής, είτε ως περιουσιακά στοιχεία αυτούσια, είτε ως τίμημα του ως άνω πωληθέντος αγροτεμαχίου, ανέρχεται, κατά τα ανωτέρω, στο ποσό των 169.576,38 ευρώ (39.576,38 ευρώ, που αποτελεί την επαύξηση της αξίας της παραπάνω οικοδομής + 60.000 η αξία του οικοπέδου στην Κεφαλληνία + 65.000 το τίμημα του ως άνω πωληθέντος ακινήτου στο …… + 5.000 ευρώ η αξία του ως άνω αυτοκινήτου). Από το ποσό αυτό πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 98.634,75 ευρώ που αποτελεί, κατά τον κρίσιμο χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου, ανεξόφλητο υπόλοιπο δανείου που έλαβε ο εναγόμενος από την Τράπεζα Πειραιώς (με την υπ΄αρ. ……… σύμβαση) αρχικού ποσού 110.000 ευρώ, για την αποπληρωμή στεγαστικού δανείου και επισκευής οικίας, όπως φαίνεται από τη σχετική καρτέλα πληρωμών της ως άνω τράπεζας, που προσκομίζει ο εναγόμενος, αλλά και το ήμισυ του ποσού των 20.657,13 ευρώ (ήτοι 10.328,56 ευρώ), ως ανεξόφλητο, επίσης, ποσό δανείου, αρχικού ποσολυ 25.657,13 ευρώ, που έλαβαν από την ίδια τράπεζα οι διάδικοι (αρ. σύμβασης ………..), προς αποπεράτωση της ως άνω οικοδομής, αγοράς του οικοπέδου στην Κεφαλληνία κλπ, συνολικού ύψους 119.191,88 ευρώ. Την ύπαρξη των δανείων αυτών και το ανεξόφλητο ως άνω υπόλοιπό τους, πέραν του ότι προκύπτει από σχετικά έγγραφα της ως άνω τράπεζας που προσκομίζει ο εναγόμενος, δεν αμφισβητεί ειδικά και η εναγόμενη. Το ποσό αυτό των (98.634,75 ευρώ + 10.328,56 =) 108.963,31 ευρώ, ως παθητικό της περιουσίας του εναγόμενου θα πρέπει να αφαιρεθεί από το ως άνω ποσό του ενεργητικού αυτής (βλ. σχετικά και ΑΠ 1357/2015, ΑΠ 202/2014, ο.π), γενομένου δεκτού του σχετικού ισχυρισμού του τελευταίου ως ουσιαστικά βάσιμου. Οπότε, η τελική αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου, διαρκούντος του γάμου του με την ενάγουσα ανέρχεται σε 60.613,07 ευρώ (169.576,38 – 108.963,31 ευρώ). Η ενάγουσα τεκμαίρεται δε ότι συνέβαλε στην αύξηση αυτή, όπως προεκτέθηκε, κατά 1/3, αφενός μεν με τα ως άνω εισοδήματά της, αφετέρου δε με την παροχή των υπηρεσιών της στο συζυγικό οίκο, αποτιμωμένων σε χρήμα, οι οποίες υπερβαίνουν την επιβαλλόμενη, από τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς της στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών. Ειδικότερα, ήταν αυτή που κυρίως φρόντιζε για την ανατροφή των τέκνων τους, ασχολείτο με το μαγείρεμα, το καθάρισμα της συζυγικής οικίας, τον εφοδιασμό με τρόφιμα, το πλύσιμο και το σιδέρωμα των ρούχων, κ.α, έτσι ώστε ο εναγόμενος έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην προαναφερθείσα επαύξηση της περιουσίας του. Τη συμμετοχή δε της ενάγουσας την κάλυψη των οικογενειακών αναγκών και της οικιακής φροντίδας δεν αρνείται κι ο εναγόμενος, ο οποίος υποστηρίζει ότι η περιουσία του δεν επαυξήθηκε αλλά παρουσιάζει παθητικό, πράγμα, όμως, που δεν προέκυψε κατά τα προαναφερθέντα. Επομένως, οφείλεται στην ενάγουσα από τον εναγόμενο, σύμφωνα με τα παραπάνω, για την ως άνω αιτία, το ποσό των 20.204,36 ευρώ (60.613,07 ευρώ Χ 1/3). Το δικαστήριο δε, σταθμίζοντας τα συμφέροντα αμφοτέρων των διαδίκων, δεν κρίνει ότι συντρέχουν ιδιαίτερες συνθήκες, τις οποίες, άλλωστε, δεν επικαλείται κι η ενάγουσα, ώστε να διαταχθεί η απόδοση του ως άνω μέρους της συμβολής της ως δικαιούχου συζύγου στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου (εναγόμενου), με αυτούσια παροχή, όπως ζητεί (η ενάγουσα) ως προς το ακίνητο της οδού ΄…… και το οικόπεδο στην Κεφαλληνία, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεδομένου ότι η αξίωση είναι ενοχική και πρέπει να επιδικασθεί ως χρηματική ποσότητα .
Κατόπιν τούτων, πρέπει, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση. Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ΄ ουσία, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως προς την επικουρική της βάση περί του τεκμαρτού από το νόμο ποσοστού της συμβολής της ενάγουσας (1/3) στην αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου, κατά τη διάρκεια του γάμου τους και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, να καταβάλει στην ενάγουσα, το ως ποσό των 20.204,36 ευρώ, ενώ δεν θα επιδικαστούν τόκοι, ελλείψει σχετικού αγωγικού αιτήματος. Πρέπει, τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών κι ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας εις βάρος του εναγόμενου, όπως προσδιορίζονται στο διατακτικό, καθώς επίσης να διαταχθεί η απόδοση στην εκκαλούσα των κατατεθέντων από αυτήν παραβόλων (άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την έφεση αντιμωλία των διαδίκων .
Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ.1560/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία .
Κρατεί την υπ’αρ. κατάθεσης …… αγωγή.
Δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.
Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς την επικουρική της βάση, όπως αναφέρθηκε στο σκεπτικό .
Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι χιλιάδων, διακοσίων τεσσάρων ευρώ και τριανταέξι λεπτών (20.204,36 ευρώ).
Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας – εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος του εναγόμενου – εφεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό (1.100) ευρώ.
Διατάσσει να αποδοθούν στην εκκαλούσα, τα κατατεθέντα από αυτήν παράβολα.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 21 Μαρτίου 2019 , απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ