ΑΠΟΦΑΣΗ
Β.Τ. κατά Ρωσίας της 19.03.2024 ( αριθ. προσφ. 15284/2019)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων, αστυνομικός ζήτησε γονική άδεια μετά την γέννηση της κόρης του. Η μητέρα του παιδιού, που νοσηλευόταν, αρνήθηκε την φροντίδα του βρέφους και ο προσφεύγων έμεινε ως ο μόνος υπεύθυνος γονέας για την φροντίδα του παιδιού. Οι εγχώριες αρχές απέρριψαν το αίτημα για χορήγηση γονικής άδειας, χωρίς έλεγχο αναλογικότητας μεταξύ του θεμιτού σκοπού της διατήρησης της επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας της αστυνομίας και της διαφορετικής μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών και χωρίς να λάβουν υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του νεογέννητου παιδιού.
Κατά το ΕΔΔΑ, όσον αφορά τον ρόλο της φροντίδας του παιδιού κατά την περίοδο που αντιστοιχεί στη γονική άδεια, οι άνδρες και οι γυναίκες είναι «σε παρόμοια θέση», και δεν γίνονται δεκτά τα στερεότυπα που αφορούν το φύλο, όπως η αντίληψη των γυναικών ως κύριων φροντιστών παιδιών και των ανδρών ως πρωταρχικών βιοπαλαιστών. Το Δικαστήριο τόνισε ότι αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι συνιστούν επαρκή αιτιολόγηση για διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά το δικαίωμα γονικής άδειας.
Εν προκειμένω διαπίστωσε ότι οι αρχές , αρνούμενες να χορηγήσουν γονική άδεια στον προσφεύγοντα, δεν αναφέρθηκαν σε περιστάσεις που να δείχνουν ότι μια προσωρινή αποχώρηση με γονική άδεια θα υπονόμευε την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα της αστυνομίας. Ως εκ τούτου, οι αρχές δεν προέβησαν σε στάθμιση μεταξύ, αφενός, του έννομου συμφέροντος για τη διασφάλιση της επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας της αστυνομίας και, αφετέρου, του δικαιώματος του προσφεύγοντος να μην υφίσταται διακρίσεις λόγω φύλου όσον αφορά την πρόσβαση σε γονική άδεια.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 8,
Άρθρο 14
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, B.T., είναι Ρώσος υπήκοος που γεννήθηκε το 1982 και ζει στο Vladikavkaz (Ρωσία). Κατά τον επίδικο χρόνο ο B.T. ήταν αστυνομικός.
Η υπόθεση αφορούσε την άρνηση χορήγησης γονικής άδειας μετά τη γέννηση της κόρης του το 2017. Η μητέρα του παιδιού, η οποία νοσηλεύτηκε, αρνήθηκε να το αναθρέψει και έτσι έμεινε ως ο μόνος υπεύθυνος γονέας. Η γονική άδεια δεν χορηγήθηκε, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τον νόμο, μπορούσε να χορηγηθεί σε άνδρες εργαζόμενους πατέρες μόνον εάν ανατρέφουν μόνοι τους τα παιδιά, επειδή υπήρχαν αντικειμενικοί λόγοι για τους οποίους η μητέρα δεν μπορούσε να φροντίσει το παιδί.
Επικαλούμενος το άρθρο 14 (απαγόρευση διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), ο B.T. διαμαρτυρήθηκε ότι η άρνηση χορήγησης γονικής άδειας συνιστούσε διάκριση λόγω φύλου.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, όσον αφορά τη γονική άδεια και τα επιδόματα γονικής άδειας, οι άνδρες βρίσκονταν σε συγκρίσιμη κατάσταση με τις γυναίκες. Πράγματι, σε αντίθεση με την άδεια μητρότητας, σκοπός της οποίας ήταν να παράσχει στη γυναίκα τη δυνατότητα να αναρρώσει από τον τοκετό και να θηλάσει το μωρό της, εφόσον το επιθυμούσε, η γονική άδεια και τα επιδόματα γονικής άδειας αφορούσαν τη μεταγενέστερη περίοδο και είχαν ως σκοπό να παράσχουν στον οικείο γονέα τη δυνατότητα να παραμείνει στο σπίτι για να φροντίσει προσωπικά το βρέφος. Ενώ γνώριζε τις διαφορές που μπορεί να υπάρχουν μεταξύ της μητέρας και του πατέρα στη σχέση τους με το παιδί, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, όσον αφορά τον ρόλο της φροντίδας του παιδιού κατά την περίοδο που αντιστοιχεί στη γονική άδεια, οι άνδρες και οι γυναίκες βρίσκονται «σε παρόμοια θέση» .
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι για τους σκοπούς της γονικής άδειας ο προσφεύγων, αστυνομικός, βρισκόταν σε ανάλογη κατάσταση με εκείνη μιας γυναίκας αστυνομικού.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι, σε αντίθεση με τον πλήρη αποκλεισμό των ανδρών στρατιωτικών από το δικαίωμα γονικής άδειας, το ρωσικό δίκαιο προβλέπει ότι οι άνδρες αστυνομικοί δικαιούνται να υποβάλουν αίτηση για γονική άδεια εάν τα παιδιά τους μείνουν χωρίς μητρική φροντίδα για αντικειμενικούς λόγους. Επομένως, το δικαίωμα των ανδρών αστυνομικών σε γονική άδεια εξαρτάται από την έλλειψη μητρικής φροντίδας για τα παιδιά τους για αντικειμενικούς λόγους, ενώ οι αστυνομικοί δικαιούνται άνευ όρων τέτοια άδεια.
Το Δικαστήριο επανέλαβε, πρώτον, ότι τα στερεότυπα που αφορούν το φύλο, όπως η αντίληψη των γυναικών ως κύριων φροντιστών παιδιών και των ανδρών ως πρωταρχικών βιοπαλαιστών, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι συνιστούν επαρκή αιτιολόγηση για διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά το δικαίωμα γονικής άδειας. Η διαπίστωση αυτή ισχύει τόσο για το αστυνομικό προσωπικό όσο και για το στρατιωτικό προσωπικό.
Όσον αφορά το επιχείρημα ότι οι αστυνομικοί, υπογράφοντας σύμβαση αστυνομικής υπηρεσίας, αποδέχονται τους περιορισμούς των δικαιωμάτων τους που προβλέπει ο νόμος, αυτό ισοδυναμεί κατ’ ουσίαν με ένδειξη παραίτησης. Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι, λαμβανομένης υπόψη της θεμελιώδους σημασίας της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω φύλου, καμία παραίτηση από το δικαίωμα του προσώπου να μην υποβάλλεται σε διακρίσεις για τέτοιους λόγους δεν μπορεί να γίνει δεκτή, καθώς θα ήταν αντίθετο σε σημαντικό δημόσιο συμφέρον.
Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η διατήρηση της επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας της αστυνομίας αποτελεί θεμιτό στόχο. Αυτό μπορεί να δικαιολογήσει ορισμένους περιορισμούς των δικαιωμάτων του προσωπικού της αστυνομίας. Ωστόσο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών αστυνομικών.
Το Δικαστήριο σημείωσε εν προκειμένω την επίκληση από το Συνταγματικό Δικαστήριο του άρθρου 1 της Σύμβασης αριθ. 111 της ΔΟΕ σχετικά με τις διακρίσεις όσον αφορά την απασχόληση και το επάγγελμα, σύμφωνα με το οποίο οποιαδήποτε διάκριση, αποκλεισμός ή προτίμηση σε σχέση με μια συγκεκριμένη θέση εργασίας με βάση τις εγγενείς απαιτήσεις της δεν θεωρείται διάκριση. Ωστόσο, δεν είναι πείστηκε ότι ο αποκλεισμός από το δικαίωμα γονικής άδειας στην υπό κρίση υπόθεση μπορεί να θεωρηθεί ότι στηρίζεται σε εγγενή απαίτηση της αστυνομικής υπηρεσίας. Πράγματι, οι αστυνομικοί δικαιούνται άνευ όρων γονική άδεια και ο περιορισμός αφορά μόνο τους αστυνομικούς.
Είναι σημαντικό ότι το δικαίωμα γονικής άδειας εξαρτάται από το φύλο του αστυνομικού προσωπικού και όχι από τη θέση του στην αστυνομία, τη διαθεσιμότητα αντικαταστάτη ή οποιαδήποτε άλλη περίσταση που σχετίζεται με την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα της αστυνομίας.
Οι ανωτέρω διαπιστώσεις που αφορούν, ειδικότερα, το απαράδεκτο της επίκλησης στερεοτύπων φύλου και το ειδικό καθεστώς της αστυνομίας για τη δικαιολόγηση της διαφορετικής μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών αστυνομικών όσον αφορά το δικαίωμα γονικής άδειας, ισχύουν πλήρως στην υπό κρίση υπόθεση. Λόγω της αυστηρής και μεροληπτικής ερμηνείας του υπό όρους δικαιώματος των ανδρών αστυνομικών σε γονική άδεια – υπό την προϋπόθεση της έλλειψης μητρικής φροντίδας για αντικειμενικούς λόγους – το αίτημα του προσφεύγοντος για γονική άδεια απορρίφθηκε παρά τις ιδιαίτερες περιστάσεις της οικογενειακής του κατάστασης που δείχνουν σαφώς την απουσία μητρικής φροντίδας για το νεογέννητο παιδί του σε καθημερινή βάση. Δεν ελήφθη καθόλου υπόψη το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού.
Το πιο σημαντικό, οι εγχώριες αρχές αρνούμενες να χορηγήσουν γονική άδεια στον προσφεύγοντα, δεν αναφέρθηκαν σε περιστάσεις που να δείχνουν ότι μια προσωρινή αποχώρηση με γονική άδεια αστυνομικών που κατέχουν θέσεις παρόμοιες με αυτές του προσφεύγοντος (επικεφαλής της τροχαίας) θα υπονόμευε την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα της αστυνομίας. Ως εκ τούτου, οι αρχές δεν προέβησαν σε στάθμιση μεταξύ, αφενός, του έννομου συμφέροντος για τη διασφάλιση της επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας της αστυνομίας και, αφετέρου, του δικαιώματος του προσφεύγοντος να μην υφίσταται διακρίσεις λόγω φύλου όσον αφορά την πρόσβαση σε γονική άδεια.
Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ αστυνομικών ανδρών – γυναικών όσον αφορά το δικαίωμα γονικής άδειας δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη, εύλογη και αντικειμενική. Δεν υπήρχε εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ του θεμιτού σκοπού της διατηρήσεως της επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας της αστυνομίας και της αμφισβητούμενης διαφορετικής μεταχειρίσεως. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή η διαφορετική μεταχείριση, της οποίας ο προσφεύγων ήταν θύμα, ισοδυναμούσε με διάκριση λόγω φύλου.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 14 της Σύμβασης σε συνδυασμό με το άρθρο 8.
Δίκαιη ικανοποίηση(άρθρο 41): Ο προσφεύγων δεν υπέβαλε αίτημα για αποζημίωση