Περίληψη:
Ανθρωποκτονία από αμέλεια. Σωματική βλάβη από αμέλεια. Λόγοι αναιρέσεως: 1) Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων, 2) απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω συνεκτιμήσεως εγγράφων τα οποία δεν αναγνώσθηκαν και εγγράφων των οποίων δεν προσδιορίζεται η ταυτότητα, ως και η από την ακυρότητα αν τη έλλειψη δημοσιότητας στο ακροατήριο. 3) απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω παραβιάσεως υπερασπιστικών τον δικαιωμάτων, 4) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της περί ενοχής αποφάσεως και 5) εσφαλμένη εφαρμογή εκ πλαγίου των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων.
Αριθμός 1238/2011
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως και σύμφωνα με τη με αριθμό 101/21.7.2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια – Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή, Βασίλειο Φράγγο, σύμφωνα με τη με αριθμό 56/21.3.2011 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, για συμπλήρωση της συνθέσεως και Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Απριλίου 2011, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Κ. Μ. του Γ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Στρίμπερη, για αναίρεση της με αριθμό 4058/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με συγκατηγορούμενους τους: 1) Ε. Π. του Α. και 2) Κ. Δ. του Δ..
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Δεκεμβρίου 2011, αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 100/2011.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 302 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι όποιος από αμέλεια προκαλεί το θάνατο άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και του άρθρου 314 παρ. 1 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών προς τη διάταξη του άρθρου 28 του ίδιου Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν, συνάγεται ότι για τη θεμελίωση των εγκλημάτων της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, και της σωματικής βλάβης από αμέλεια, απαιτούνται τα ακόλουθα στοιχεία: α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ’ αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία ο μέσος συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματος του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσήκουσας προσοχής, δηλαδή σε μία παράλειψη. Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και της σωματικής βλάβης από αμέλεια ως εγκλημάτων που τελούνται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του Ποινικού Κώδικα, στο οποίο ορίζεται ότι, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκληση του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη, συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση εφαρμογής της, είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) νομικής υποχρεώσεως του υπαιτίου προς παρεμπόδιση του εγκληματικού αποτελέσματος. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει κυρίως: α) από ρητή διάταξη νόμου, β) από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη θέση του υπόχρεου, γ) από ειδική σχέση που θεμελιώθηκε, είτε συνεπεία συμβάσεως, είτε απλώς από προηγούμενη ενέργεια, από την οποία ο υπαίτιος της παραλείψεως αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή κινδύνων στο μέλλον, δ) από προηγούμενη πράξη του υπαιτίου (ενέργεια ή παράλειψη), συνεπεία της οποίας δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 78 του Π.Δ. 1073 της 12/16 Σεπτεμβρίου 1981 “Περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν εργασιών σε εργοτάξια οικοδομών και πάσης φύσεως έργων αρμοδιότητος πολιτικού μηχανικού”, η οποία περιλαμβάνεται στο τμήμα V: Ηλεκτροδότηση Εργοταξίων”, και ειδικότερα στο Κεφάλαιο Α αυτού “Δια την πρόλειψιν ατυχημάτων, από άμεσον ή έμμεσον επαφήν ή προσέγγισιν προς δίκτυο ή λοιπά στοιχεία ηλεκτρικών εγκαταστάσεων υπό τάσιν, πρέπει ειδικώτερον… β) αι μεταφοραί, χειρωνακτικοί ή μη, σιδηροπλισμού σωλήνων, κιγκλιδωμάτων κ.α. και οι εγκαταστάσεις μηχανημάτων, τροχιών, αναβατορίων, πυραύλων κ.α. ως και αι προσεγγίσεις αντλιών σκυροδέματος, να πραγματοποιούνται μακράν από ηλεκτροφόρους αγωγούς ασχέτως τάσεως”. Σε περιοχές που υπάρχουν εναέρια ηλεκτρικά δίκτυα ή εγκαταστάσεις, εφόσον εργάζονται ή κινούνται υψηλά οχήματα, γερανοί, εκσκαφείς κλπ. λαμβάνονται πέραν των ως άνω και μετά από έγγραφη έγκριση της ΔΕΗ, πρόσθετα μέτρα ασφαλείας. Οποιαδήποτε απαιτούμενη επέμβαση στα δίκτυα της ΔΕΗ όπως ανύψωση, διακοπή ρεύματος κλπ. πραγματοποιείται μόνο από αυτή, μετά από έγγραφη αίτηση του ενδιαφερομένου, Αν πλησίον εργοταξίου διέρχονται αγωγοί ηλεκτρικού ρεύματος, ειδοποιείται εγγράφως από τον εκτελούντα το έργο, πριν την έναρξη των εργασιών, η αρμόδια υπηρεσία της ΔΕΗ. Τα μέτρα ασφαλείας τα οποία πρέπει να ληφθούν εξετάζονται από κοινού από τη ΔΕΗ, εκτελούντα το έργο και τον επιβλέποντα τούτο μηχανικό. Μετά δε την έγγραφη έγκριση της αρμόδιας υπηρεσίας της ΔΕΗ λαμβάνονται όλα τα κατά περίπτωση ενδεικνυόμενα περαιτέρω προστατευτικά μέτρα. Κατά δε το άρθρο 111 του ίδιου Π.Δ. “Δια την διαρκή επίβλεψιν και επιμέλειαν της εφαρμογής του παρόντος ως και του Π.Δ/τος 778/80 “περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών εργασιών” εις τας οικοδομικός και εν γένει εργοταξιακάς εργασίας, παρίσταται, ανελλιπώς καθ’ όλην την διάρκειαν της ημερησίας εργασίας οι νόμω υπόχρεοι εργοδόται ή οι εκπρόσωποι τούτων”. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σε αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά να περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε από καθένα. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, περιλαμβάνεται, κατά το άρθρο 178 περ. γ’ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο ή από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέως. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου η πραγματογνωμοσύνη, πρέπει προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη, όπως αυτό συμβαίνει, όχι μόνο όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της αποφάσεως ότι τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης έγιναν δεκτά από το δικαστήριο και σε κάθε περίπτωση δεν είναι αντίθετα με αυτά. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας Ειδικώς προκειμένου περί αντιφάσεως, αυτή μπορεί να υπάρχει είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, γιατί προκειμένου να κριθεί η ύπαρξη αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και το δεύτερο πρέπει να στηρίζει το πρώτο. Περαιτέρω λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας συνιστά η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και αναφέρεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 5080/2008 απόφαση του δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που κατ’ είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα παρακάτω περιστατικά: “Την 6.2.2003 κατασκευάζετο έργο στο οικόπεδο της Θ. Μ., που ευρίσκετο στο …, για το οποίο είχε εκδοθεί η … οικοδομική άδεια της Πολεοδομίας Σύρου. Η οικοδομή αποτελείτο από πέντε αυτοτελείς οικίες, την δε παραπάνω ημερομηνία γινόντουσαν εργασίες στο πέμπτο ακίνητο. Ο δεύτερος κατηγορούμενος Ε. Π., εργολάβος οικοδομών με δραστηριότητα κυρίως στη νήσο Κέα Κυκλάδων, είχε αναλάβει κατόπιν προφορικής συμφωνίας με την ιδιοκτήτρια του Οικοπέδου Θ. Μ. με σύμβαση έργου την κατασκευή – καλούπωμα του σκελετού της ισόγειας οικίας, η οποία (κατασκευή) γινόταν με βάση μελέτη και σχέδια που εκπόνησε ο πρώτος κατηγορούμενος Μ. Κ., πολιτικός μηχανικός, ο οποίος είχε και την επίβλεψη του όλου έργου. Το έργο της εκχύσεως σκυροδέματος στον σκελετό της πιο πάνω οικοδομής ανέλαβε κατόπιν συνεννοήσεως με τον ανωτέρω εργολάβο – δεύτερο κατηγορούμενο Ε. Π. και την ιδιοκτήτρια του οικοπέδου Θ. Μ., υπό τις εντολές και οδηγίες των δύο πρώτων κατηγορουμένων η εταιρεία με την επωνυμία “ΚΕΑ ΠΡΟΜΠΕΤΟΝ ΑΕ”, η οποία είχε ως αντικείμενο τη μεταφορά και έγχυση ετοίμου σκυροδέματος και διαθέτει για το σκοπό αυτό ειδικά μηχανήμτα έργων (πρέσες- αντλίες μπετόν). Την 6.2.2003 η εν λόγω εταιρεία διέθεσε για την εκτέλεση του ανωτέρω έργου (έγχυση σκυροδέματος) το μηχάνημα έργων (πρέσα – αντλία μπετόν) με αριθμό αδείας … και χειριστή τον τρίτο κατηγορούμενο Κ. Δ., υπάλληλο και μέτοχο αυτής, ο οποίος στο συνεργείο του απασχολούσε ως εργάτη και τον 32χρονο Αλβανό υπήκοο Α. Χ.. Την 6.2.2003 ο εν λόγω εργάτης ξεκίνησε την εργασία του στις 08.00′ το πρωΐ και απασχολείτο υπό τις οδηγίες και εντολές του εργολάβου και εργοδότη του Ε. Π. (β’ κατηγορούμενο) μαζί με άλλους τέσσερις συναδέλφους του με το καλούπωμα πλάκας σε υδατοδεξαμενή, δίπλα στην οικοδομή εντός του ιδίου οικοπέδου της ανωτέρω ιδιοκτήτριας Θ. Μ.. Περί ώρα 12.30′ εισήλθε στο χώρο του εργοταξίου η προαναφερόμενη πρέσσα, για την έγχυση του σκυροδέματος στα θεμέλια του ισογείου της οικοδομής. Τότε όλοι οι εργάτες της οικοδομής μεταξύ των οποίων και ο Α. Χ. (θανών) κλήθηκαν από το χειριστή της πρέσσας να συνδράμουν στην έγχυση του σκυροδέματος και ανέλαβαν εκ περιτροπής να κρατούν το σωλήνα μεταφοράς του σκυροδέματος, τους χειρισμούς του οποίου είχε αναλάβει με τηλεχειριστήριο ο προαναφερόμενος χειριστής – οδηγός Κ. Δ. (γ’ κατηγορούμενος). Πρέπει να σημειωθεί ότι η εταιρία ΠΡΟΜΠΕΤΟΝ δεν διέθετε, όπως καλά γνώριζε ο εργολάβος του έργου Ε. Π. (β’ κατηγορούμενος), που σε συνεννόηση μαζί της είχε παραγγείλει για λογαριασμό του έργου το οπλισμένο σκυρόδεμα, εργάτες δικούς της για τη ρήψη του μπετόν και χρησιμοποιούσε τους δικούς του εργάτες, γιαυτό και αυτοί προσέτρεξαν και όχι με δική τους πρωτοβουλία, απορριπτομένης της ένστασης του β’κατηγορουμένου περί οικείου πταίσματος του θανόντος. Εντός της περιμετρικής διάταξης των θεμελίων της ισόγειας οικοδομής υπήρχε στύλος της ΔΕΗ μέσης τάσης 15 KV, από τον οποίο δεν είχε διακοπεί το ρεύμα, όπως προαπαιτείται, προ της έναρξης των εργασιών. Η ιδιοκτήτρια του έργου είχε υποβάλει προς τη ΔΕΗ την 72/18.11.2002 σχετική αίτηση μετατόπισης του στύλου της ΔΕΗ, χωρίς όμως να έχει πραγματοποιηθεί η μετατόπιση αυτή, όπως γνώριζαν οι υπεύθυνοι του έργου (πολιτικός μηχανικός και εργολάβος) αφού ο εν λόγω στύλος ήταν ορατός από τον καθένα. Κατά τη διαδικασία εκχύσεως σκυροδέματος ο τρίτος κατηγορούμενος Κ. Δ. βρισκόταν στο αριστερό μπροστινό τμήμα της αντλίας – πρέσσας και κρατούσε στο χέρι του το τηλεχειριστήριο για τους χειρισμούς του σωλήνα μεταφοράς και εκχύσεως σκυροδέματος καθοδηγώντας παράλληλα τους εργάτες, οι οποίοι κρατούσαν το συγκεκριμένο σωλήνα, στο δε σωλήνα μεταφοράς και εκχύσεως σκυροδέματος ήταν ο εργάτης A. H. (θανών), ο οποίος μαζί με το συνάδελφό του J. D. του N., εναλλασσόταν στο κράτημα του πυλώνα. Κατά τη διάρκεια των παραπάνω εργασιών τεχνικό συνεργείο της ΔΕΗ Κέας αποτελούμενο από δύο τεχνικούς, το Φ. Σ. και Π. Β., διαπίστωσε εντελώς τυχαία και χωρίς κανένας εκ των υπευθύνων της οικοδομής να ειδοποιήσει ως όφειλε τη ΔΕΗ, ότι οι εργασίες γινόταν χωρίς την προηγούμενη λήψη των αναγκαίων προστατευτικών μέτρων και με κίνδυνο να προκληθεί ατύχημα. Συνέστησαν την άμεση διακοπή των εργασιών μέχρι να γίνει απομόνωση του δικτύου. Ο χειριστής όμως Κ. Δ. (γ’ κατηγορούμενος) μετά την αναχώρηση του συνεργείου της ΔΕΗ, προκειμένου αυτό να προβεί στις εργασίες απομόνωσης του δικτύου από ηλεκτρικό ρεύμα, αγνοώντας τη σαφή προειδοποίηση των τεχνικών της ΔΕΗ, συνέχισε μαζί με τους εργάτες του εργοταξίου τις πιο πάνω εργασίες. Περί ώρα 12.55′, ενώ είχε αναλάβει το σωλήνα μεταφοράς και εκχύσεως σκυροδέματος ο A. H., από πιθανό άστοχο χειρισμό ή μετακίνηση όλης της πρέσας επί του λασπώδους εδάφους, ο βραχίονας της πρέσας ήλθε σε επαφή με τους διερχόμενους ηλεκτροφόρους αγωγούς της ΔΕΗ, με αποτέλεσμα να υποστεί ηλεκτροπληξία ο ανωτέρω εργάτης A. H. και να επέλθει ο θάνατός του καθώς και να τραυματιστεί σοβαρά ο ως άνω χειριστής της πρέσας Κ. Δ., ο οποίος υπέστη εγκαύματα δεξιού κάτω άκρου 3ου βαθμού και ακρωτηριασμού μέσου δακτύλου αριστεράς άκρας χειρός. Ο ισχυρισμός του τρίτου κατηγορουμένου ότι οι εν λόγω υπάλληλοι της ΔΕΗ του γνωστοποίησαν ότι έκοψαν το ρεύμα και ότι έχει δέκα (10) λεπτά περιθώριο για να ολοκληρώσει τη σκυροδέτηση, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού εκτός του ότι οι ίδιοι οι υπάλληλοι τον διαψεύδουν δεν αποδεικνύεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, λαμβάνοντας υπόψη επί πλέον ότι ο χρόνος των δέκα (10) λεπτών κρίνεται πολύ λίγος να ολοκληρωθεί το έργο, ενώ περίμενε και άλλο αυτοκίνητο – μπετονιέρα για τη ρήψη σκυροδέματος, εργασία που απαιτούσε συνολικά μεγαλύτερο από 10 λεπτά χρόνο. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά υπεύθυνοι του θανάτου του εργαζομένου στο ως άνω έργο A. H. είναι οι 1ος, 22ος και 3ος κατηγορούμενοι και της σωματικής βλάβης του Κ. Δ. οι 1ος και 2ος κατηγορούμενοι, οι οποίοι από συγκλίνουσα αμέλειά τους, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που μπορούσαν και ήταν υποχρεωμένοι από το επάγγελμά τους να καταβάλουν δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη τους. Ειδικότερα ο πρώτος κατηγορούμενος Κ. Μ., ως επιβλέπων μηχανικός της υπό ανέγερση οικοδομής, ενώ είχε θέσει ο ίδιος την υπογραφή του επί της προαναφερθείσας άδειας οικοδομής και είχε την επίβλεψη του έργου, όχι μόνο δεν έλαβε τα μέτρα ασφαλείας που ορίζει ο νόμος, ούτε μερίμνησε για την εφαρμογή τους, μολονότι γνώριζε ότι εκτελούνταν εργασίες πλησίον εναερίων ηλεκτρικών δικτύων και στύλων της ΔΕΗ μέσης τάσεως 15.000 volt που υπήρχε στη μέση της ανεγειρόμενης οικοδομής και δημιούργησε αυξημένη επικινδυνότητα και επιπλέον δεν ανέμενε την μετατόπιση του στύλου αν και είχε υποβληθεί στη ΔΕΗ η 72/18.11.2002 σχετική αίτηση της ιδιοκτήτριας του έργου Θ. Μ. (άρθρο 790 Π.Δ. 1073/1981). Ο ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να προβλέψει ούτε να αποφύγει το θάνατο του A. H., καθόσον οι εργασίες στη εν λόγω οικοδομή την 6.2.2003 έγιναν χωρίς να έχει ειδοποιηθεί ο ίδιος, ο οποίος την ημέρα εκείνη εισήχθη εκτάκτως στην κλινική Αθηνών “Θ.Κ. ΕΠΕ”, όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική αφαίρεση αιμορραγικών πολυπόδων ρινός, κατά δε τις προηγούμενες ημέρες δεν εκτελέσθηκε λόγω δυσμενών συνθηκών κανένα δρομολόγιο από και προς το Λιμένα Λαυρίου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, εφόσον αποδείχθηκε ότι αυτός γνώριζε και επέτρεψε τη συνέχιση των εργασιών παρά την επικινδυνότητα λόγω του στύλου της ΔΕΗ μέσης τάσης 15000 v. Η ασθένειά του δεν αναιρεί τα παραπάνω, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι αν δεν είχε αρρωστήσει θα επέβλεπε πραγματικά το έργο μεταβαίνοντας στην Κέα. Περαιτέρω οι δεύτερος και τρίτος κατηγορούμενοι εργολάβος του έργου και χειριστής της μπετονιέρας αντίστοιχα αν και είχαν υποχρέωση κατά την εκτέλεση του έργου να λάβουν όλα τα μέτρα ασφαλείας και να τηρούν τις οδηγίες του επιβλέποντος μηχανικού σχετικά με τους κινδύνους από εναέριους αγωγούς διοχέτευσης ηλεκτρικού ρεύματος, προχώρησαν στην εκτέλεση του σταδίου αυτού του έργου (έγχυση σκυροδέματος με αντλία – πρέσσα), παραλείποντας να αναμείνουν και λάβουν σχετικές οδηγίες από τον επιβλέποντα μηχανικό του έργου και να βεβαιωθούν με κάθε τρόπο ότι είχε διακοπεί η διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος από τους αγωγούς μέσης τάσης που διέρχονταν από τον προαναφερόμενο στύλο.
Συνεπώς πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι όλοι οι κατηγορούμενοι για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια του Αλβανού υπηκόου Α. Χ., και οι 1ος και 2ος κατηγορούμενοι της σωματικής βλάβης από αμέλεια του Κ. Δ., σύμφωνα με το κατηγορητήριο”. Με τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα για τις αξιόποινες πράξεις της ανθρωποκτονίας από αμέλεια (ασυνείδητη) και της σωματικής βλάβης, πράξεις οι οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρ4ων 1, μ14, 15, 26 παρ. 1, 27, 28, παρ. 2αβ, 302 παρ. 1, 314 – 315 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, σε συνδυασμό με τα άρθρα 78, 79 του Π.Δ. 1073/1981 και άρθρα 3 έως 8, 9 Ν.1396/1983, επέβαλε δε σ’ αυτόν συνολική ποινή φυλακίσεως δεκαέξι (16) μηνών, με τριετή αναστολή. Με αυτά που δέχτηκε το Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί στο αιτιολογικό, συμπληρούμενο με το διατακτικό, αναφέρει, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, για το οποίο καταδίκασε τον κατηγορούμενο, τις αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές παραπάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Αναφορικά με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να λεχθεί ότι το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του την από 20 Μαρτίου 2003 αυτοψία – πραγματογνωμοσύνη των υπαλλήλων της ΔΕΗ Ε. Κ. και Κ. Δ., τη οποία ανέγνωσε και εκτίμησε ως έγγραφο, διότι δεν διενεργήθηκε υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 183 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αλλά κατ’ εντολή του Διευθυντή των ως άνω υπαλλήλων. Αναφορικά δε με τις ιατροδικαστικές εκθέσεις και την τοξικολογική έκθεση, που συντάχθηκαν κατά παραγγελία των Αστυνομικών Τμημάτων Κέας και Αμαρουσίου και των οποίων η ανάγνωση δεν αμφισβητείται, ανεξάρτητα αν αυτές δεν αναφέρονται πανηγυρικά στην έκθεση των αποδεικτικών μέσων, ως εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, αναμφιβόλως προκύπτει ότι το Δικαστήριο για τον σχηματισμό του αποδεικτικού πορίσματος, ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε και τα προαναφερόμενα ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα, αφού οι παραδοχές του Δικαστηρίου ως προς την αιτία του θανάτου του Α. H. και της σωματικής βλάβης του Κ. Δ. δεν είναι διαφορετικές από το πόρισμα των προαναφερθεισών ιατροδικαστικών εκθέσεων. Περαιτέρω, εξειδικεύεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του αναιρεσείοντος που πηγάζει από τις διατάξεις των άρθρων 78 και 79 του Π.Δ. 1073/1981 και η διαπιστωθείσα παράλειψη της υποχρεώσεως τηρήσεως αυτών, αναφορικά με το αποτέλεσμα που επήλθε. Επισημαίνεται ότι η τήρηση τω ν ως άνω διατάξεων του Π.Δ. 1073/1981 ήταν στη συγκεκριμένη περίπτωση υποχρεωτική και για τον αναιρεσείοντα, η υποχρέωση του δε αυτή υπήρχε έναντι όλων των εργαζομένων στην οικοδομή. Επίσης προσδιορίζεται το είδος της αμέλειας του αναιρεσείοντος και παρατίθενται όλα τα επί μέρους περιστατικά, που συγκροτούν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς αυτού και του αποτελέσματος που επήλθε, δηλαδή του θανάτου από ηλεκτροπληξία του εργάτη Α. H. και της σωματικής βλάβης του χειριστή της πρέσας – αντλίας εγχύσεως μπετόν, Κ. Δ.. Αναφέρεται επίσης στην απόφαση ότι ο κατηγορούμενος – αναιρεσείων είχε τη νόμιμη υποχρέωση να λαμβάνει όλα τα επιβαλλόμενα μέτρα, ώστε να αποκλείεται η προσέγγιση εργαζομένων σε ηλεκτροφόρους αγωγούς ή στοιχεία ανεξάρτητα από την τάση τους και την υποχρέωση του αυτή παραβίασε, με τα παραπάνω αποτελέσματα. Επομένως, η υποχρέωση αυτού δεν εξαντλείται στο να μη παραβιαστούν οι αποστάσεις ασφαλείας που καθορίζει η ΔΕΗ από τους ηλεκτροφόρους αγωγούς και τα όσα αυτός υποστηρίζει, για έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του επελθόντος αποτελέσματος και της παραλείψεως των αναγραφόμενων μέτρων ασφαλείας προβάλλονται αλυσιτελώς. Επίσης αλυσιτελώς προβάλλονται και οι αιτιάσεις για την ύπαρξη ευθύνης της ιδιοκτήτριας και του εργολάβου, αφού η τυχόν ευθύνη αυτών δεν αίρει τη στηριζόμενη στις πιο πάνω διατάξεις ευθύνη του αναιρεσείοντος, που εστιάζεται σε οφειλόμενες ενέργειες του σε προγενέστερο χρόνο από εκείνο της ρίψεως του σκυροδέματος και τα όσα προβάλλει είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Αβάσιμη εξάλλου είναι και η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι το Δικαστήριο έπρεπε να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα τον προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό του περί της απουσίας του από την Κέα, κατά την ημέρα που έλαβαν χώρα οι παραπάνω αξιόποινες πράξεις, διότι ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι αυτοτελής. Άλλωστε αλυσιτελώς προβάλλεται, αφού κατά τις παραδοχές του Δικαστηρίου η ευθύνη του εδράζεται σε παραβιασθείσες οφειλόμενες από τον νόμο ενέργειες του σε χρόνο προγενέστερο από τη ρίψη του σκυροδέματος.
Συνεπώς οι πρώτος, τέταρτος και πέμπτος λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας είναι αβάσιμοι ουσία. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι, η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσεως του, σε σχέση με την ενοχή του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν είναι βέβαιο ότι αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, από την οποία ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α’ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος της δυνατότητας να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο του εγγράφου δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, όπως δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται ο συντάκτης του εγγράφου και η χρονολογία του. Είναι, όμως, αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητα του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου, είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας, ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει, κατά το άρθρο 358 ΚΠΔ τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του, σε σχέση με το περιεχόμενο του εγγράφου. Διαφορετικά, αν δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται με επάρκεια, υπάρχει η ίδια ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι μεταξύ άλλων εγγράφων που φέρονται ότι αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, περιλαμβάνονται και τα εξής έγγραφα, που προσδιορίζονται με την αναφορά, 1) το με αρίθμηση 7 έγγραφο “την άδεια οικοδομής”, 2) το με αρίθμηση 12 έγγραφο “άδεια μηχανοδηγού – χειριστή μηχανημάτων” 3) το με αρίθμηση 16 έγγραφο “προτάσεις προς το μονομελές Πρωτοδικείο”, 4) το με αρίθμηση 17 έγγραφο “φάκελος ασφάλειας και υγείας”, 5) το με αρίθμηση 19 έγγραφο “αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών”, 6) το με αρίθμηση 26 έγγραφο “κατασκευαστικό σχέδιο”, 7) το με αρίθμηση 27 έγγραφο “καρτέλα πελάτη προμπετόν” και ν8) το με αρίθμηση 30 έγγραφο “απόδειξη καταβολής και είσπραξης ποσού”. Υπό τα αναφερόμενα ως άνω στοιχεία, τα παραπάνω έγγραφα, που φέρονται στα πρακτικά ως αναγνωσθέντα, ενόψει και της αριθμήσεως τους επαρκώς προσδιορίζονται κατά την ταυτότητα τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, αφού ειδικότερα με την ανάγνωση του κειμένου τους κατέστησαν γνωστά και κατά το περιεχόμενο τους στον αναιρεσείοντα, οπότε αυτός είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο καθενός από τα έγγραφα αυτά, γεγονός που δε εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης, ενόψει και του ότι δεν υπήρχαν άλλα έγγραφα με τα στοιχεία αυτά. Άλλωστε προκύπτει από τα πρακτικά του Δικαστηρίου ότι ο αναιρεσείων δεν προέβαλε καμία αντίρρηση για την ανάγνωση των ως άνω εγγράφων. Ως εκ τούτου το Εφετείο ορθώς έλαβε υπόψη του και τα πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, δεύτερος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, ως προς το πρώτο σκέλος του, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Επίσης και κατά το δεύτερο σκέλος του είναι αβάσιμος, διότι με αριθμό 72/18.11.2002 αίτηση της Θ. Μ. προς τη ΔΕΗ, αφ’ ενός μεν αναφέρεται διηγηματικώς στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αφ’ ετέρου δε προκύπτει από το σκεπτικό της πρωτόδικης αποφάσεως αλλά και από την απολογία του αναιρεσείοντος ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου, ειπόντος ότι “οι συστάσεις που είχα κάνει ήταν να γίνει η αίτηση για την απομάκρυνση της κολώνας, όπως και έγινε”. Ωσαύτως, λόγω της αβασιμότητας του ως άνω προβαλλόμενου λόγου της απόλυτης ακυρότητας είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και ο εξαιτίας της απόλυτης ακυρότητας από το άρθρο 51° παρ. 1 στοιχ. Γ’ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγος της ελλείψεως δημοσιότητας στο ακροατήριο.
Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 366 παρ. 1 εδ. γ’ και δ’ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αφού τελειώσει η απολογία, μπορούν να γίνουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο από εκείνο που διευθύνει τη συζήτηση, τον εισαγγελέα ή τον δημόσιο κατήγορο και τους δικαστές. Οι υπόλοιποι διάδικοι, καθώς και οι συνήγοροι τους επιτρέπεται να υποβάλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μόνο με τη μεσολάβηση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι α) ο συνήγορος του κατηγορουμένου δεν έχει δικαίωμα να απευθύνει ερωτήσεις προς τον κατηγορούμενο μετά την απολογία του ούτε με τη μεσολάβηση του διευθύνοντος τη συζήτηση, β) ο συγκατηγορούμενος του απολογουμένου, είτε ο ίδιος είτε ο συνήγορος του, επιτρέπεται να υποβάλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μόνο με τη μεσολάβηση του διευθύνοντος τη συζήτηση, πλην όμως για να συμβεί αυτό πρέπει να υποβληθεί απ’ αυτούς σχετικό αίτημα και γ) αν παρά την υποβολή του αιτήματος αυτού δεν επιτραπεί στον συγκατηγορούμενο του απολογουμένου ή στον συνήγορο του να υποβάλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μετά την απολογία του τελευταίου, προκαλείται απόλυτη ακυρότητα, διότι παραβιάζονται οι διατάξεις που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα λόγος αναιρέσεως. Στην κρινόμενη υπόθεση, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων αιτιάται ότι η Διευθύνουσα τη συζήτηση, μετά το τέλος των απολογιών των παρόντων κατηγορουμένων, ενώ έδωσε τον λόγο στον Εισαγγελέα και τους δικαστές για να υποβάλουν ερωτήσεις προς τους κατηγορουμένους, αν είχαν, δεν έδωσε τον λόγο στον συνήγορο του, που τον εκπροσωπούσε στο Δικαστήριο, για να υποβάλει ερωτήσεις στους συγκατηγορουμένους του, με τους οποίους είχε χωριστή υπεράσπιση, με συνέπεια να στερηθεί του δικαιώματος της υπερασπίσεως του και έτσι να λάβει χώρα απόλυτη ακυρότητα. Ο λόγος αυτός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας είναι αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή από τον Άρειο Πάγο επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν υποβλήθηκε από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του αίτημα για υποβολή ερωτήσεων προς τους συγκατηγορουμένους του μετά την απολογία του και έτσι δεν δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα.
Επειδή, μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει, την από 27 Δεκεμβρίου 2010 αίτηση του Κ. Μ. του Γ. για αναίρεση της 4058/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας τα οποία ανέρχονται σε διακόσια πενήντα ευρώ (250 €).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου 2011.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 25 Ιουλίου 2011.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ