Αριθμός 214/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Ομαδικές απολύσεις. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν 1387/1983, που φέρει τον τίτλο “έλεγχος ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 του Ν.2874/2000 και εκδόθηκε για να προσαρμοστεί το ελληνικό δίκαιο προς την 75/129 Οδηγία του Συμβουλίου της ΕΟΚ “περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις”, τέτοιες απολύσεις θεωρούνται όσες γίνονται από επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν περισσότερους από είκοσι εργαζόμενους για λόγους που δεν αφορούν στο πρόσωπο των απολυομένων και υπερβαίνουν κάθε ημερολογιακό μήνα τους 6 εργαζόμενους, αν πρόκειται για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν 20-150 άτομα και ποσοστό 5% του προσωπικού και μέχρι 30 άτομα, αν πρόκειται για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν πάνω από 150 εργαζόμενους. Κατά το άρθρο 2 παρ. 2γ’ του ίδιου νόμου, όπως ίσχυε πριν από την κατάργηση του εδ. γ’ από το Ν 2736/1999, οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται στους εργαζόμενους που απολύονται λόγω διακοπής των εργασιών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης μετά από πρωτόδικη δικαστική απόφαση. Με τα άρθρα 3 και 4 του ίδιου νόμου προβλέπεται η υποχρέωση του εργοδότη πριν προχωρήσει σε ομαδικές απολύσεις, να προσέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, με σκοπό να διερευνηθεί η δυνατότητα αποφυγής ή μείωσης των απολύσεων και των δυσμενών συνεπειών τους. Το άρθρο 5 του ίδιου νόμου ορίζει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθεί για την πραγματοποίηση των ομαδικών απολύσεων. Ειδικότερα, στο άρθρο 5 του Ν. 1387/1983, ορίζονται τα εξής: “1. Η προθεσμία των διαβουλεύσεων μεταξύ των εργαζομένων και του εργοδότη είναι είκοσι ημερών και αρχίζει από την πρόσκληση του εργοδότη για διαβουλεύσεις στους κατά το προηγούμενο άρθρο εκπροσώπους των εργαζομένων. Το αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων διατυπώνεται σε πρακτικό που υπογράφεται από τα δύο μέρη και υποβάλλεται από τον εργοδότη στο Νομάρχη ή τον Υπουργό Εργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 3. 2. Εάν υπάρξει συμφωνία των μερών, οι ομαδικές απολύσεις πραγματοποιούνται σύμφωνα με το περιεχόμενο της συμφωνίας και ισχύουν αφού περάσουν δέκα ημέρες από την ημερομηνία υποβολής του σχετικού πρακτικού στο Νομάρχη ή τον Υπουργό Εργασίας κατά περίπτωση. 3. Εάν δεν υπάρξει συμφωνία των μερών, ο Νομάρχης ή ο Υπουργός Εργασίας, με αιτιολογημένη απόφαση που εκδίδεται μέσα σε δέκα ημέρες από την ημερομηνία υποβολής του παραπάνω πρακτικού και αφού λάβει υπόψη τα στοιχεία του φακέλου και συνεκτιμήσει τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, την κατάσταση της επιχείρησης καθώς και το συμφέρον της εθνικής οικονομίας, μπορεί είτε να παρατείνει για είκοσι ακόμη ημέρες τις διαβουλεύσεις ύστερα από αίτηση ενός των ενδιαφερομένων μερών, είτε να μην εγκρίνει την πραγματοποίηση του συνόλου ή μέρους των σχεδιαζόμενων απολύσεων. Πριν από την έκδοση της παραπάνω απόφασης ο Νομάρχης ή ο Υπουργός Εργασίας, μπορούν να ζητούν τη γνώμη της Επιτροπής Υπουργείου Εργασίας, που εδρεύει σε κάθε νομό, ή του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας, αντίστοιχα. Τα γνωμοδοτικά αυτά όργανα, ο Νομάρχης ή ο Υπουργός Εργασίας, μπορούν να καλούν και να ακούουν τόσο τους κατά το άρθρο 4 εκπροσώπους των εργαζομένων και τον ενδιαφερόμενο εργοδότη, όσο και πρόσωπα που διαθέτουν ειδικές γνώσεις πάνω σε επί μέρους τεχνικά θέματα.4.0 εργοδότης μπορεί να πραγματοποιήσει ομαδικές απολύσεις στην έκταση που καθορίζει η απόφαση του Νομάρχη ή του Υπουργού Εργασίας. Εάν δεν εκδοθεί τέτοια απόφαση μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες, οι ομαδικές απολύσεις πραγματοποιούνται στην έκταση που δέχτηκε ο εργοδότης κατά τις διαβουλεύσεις. 5. Σε ομαδικές απολύσεις που προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, κατόπιν δικαστικής αποφάσεως, δεν εφαρμόζονται οι παράγραφοι 1,2,3 και 4 του παρόντος”. Στο άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 15 παρ. 1 του ανωτέρω Ν 2736/1999 παρ. 5 που είχε ως εξής: “Η διαδικασία ομαδικών απολύσεων του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται στους εργαζόμενους που απολύονται λόγω διακοπής των εργασιών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, κατόπιν πρωτόδικης δικαστικής απόφασης”, ενώ με το άρθρο 16 παρ. 6 του τελευταίου αυτού νόμου καταργήθηκε η παρ. 2γ’ του άρθρου 2 του Ν 1387/1983. Στη συνέχεια η πιο πάνω παρ. 5, που είχε προστεθεί με το άρθρο 15 του Ν 2736/1999, τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 του Ν 2874/2000 ως εξής: “Σε ομαδικές απολύσεις, που προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, κατόπιν δικαστικής απόφασης, δεν εφαρμόζονται οι παρ. 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου”. Με τον πιο πάνω Ν 1387/1983 έγινε προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 75/129/ΕΟΚ, η οποία τροποποιήθηκε με τη νεότερη Οδηγία 92/56/ΕΟΚ και στη συνέχεια η Οδηγία 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου της 20.7.1998 κωδικοποίησε σε ένα ενιαίο κείμενο το περιεχόμενο των δύο προηγούμενων Οδηγιών, οι δε τροποποιήσεις που επέφερε η τελευταία μεταφέρθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη με τους νόμους 2736/1999 και 2874/2000. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η κοινοτική Οδηγία βασίζει την προστατευτική της παρέμβαση στο πεδίο των ομαδικών απολύσεων στη θέσπιση τριών βασικών εργοδοτικών υποχρεώσεων: α) την υποχρέωση διαβούλευσης με τους εκπροσώπους του προσωπικού, β) την υποχρέωση έγγραφης ενημέρωσης αυτών και γ) την παράλληλη υποχρέωση ενημέρωσης της δημόσιας αρχής σχετικά με τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις σε συνδυασμό με την υποχρέωση αναμονής του εργοδότη για κάποιο ολιγόχρονο χρονικό διάστημα (30 ημερών) πριν από την πραγματοποίηση των ομαδικών απολύσεων. Επιπλέον, από τις ως άνω διατάξεις του προαναφερόμενου νόμου προβλέπεται και η παρέμβαση της δημόσιας αρχής μετά από την περάτωση της διαδικασίας των διαβουλεύσεων, με την πρόβλεψη της δυνατότητας του Νομάρχη ή του Υπουργού Εργασίας να μην εγκρίνουν τις σχεδιαζόμενες απολύσεις. Όπως σαφώς προκύπτει από τις ως άνω διατάξεις, μεταξύ των διατυπώσεων, που πρέπει να τηρηθούν, για το νομότυπο ομαδικών απολύσεων, είναι και 1) η υποβολή του σχετικού πρακτικού διαβούλευσης, που έγινε μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων, στον αρμόδιο Νομάρχη ή τον Υπουργό Εργασίας και β) η καταγγελία εκ μέρους του εργοδότη των συμβάσεων να γίνει μετά την πάροδο της δεκαήμερης προθεσμίας , μέσα στην οποία, τα ως άνω δημόσια όργανα, έχουν το δικαίωμα να εκδώσουν απόφαση, με την οποία, είτε θα παρατείνουν την εικοσαήμερη προθεσμία διαβουλεύσεων είτε να εγκρίνουν ή να μην εγκρίνουν τις προτεινόμενες από τον εργοδότη ομαδικές απολύσεις. Αυτό ισχύει και για την περίπτωση, κατά την οποία οι προτεινόμενες ομαδικές απολύσεις προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, καθόσον ο νόμος δεν διακρίνει. Μόνο σε μια περίπτωση, δεν έχει εφαρμογή η ως άνω διαδικασία ομαδικών απολύσεων: Όταν οι απολύσεις αυτές γίνονται “λόγω διακοπής των εργασιών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, κατόπιν πρωτόδικης δικαστικής απόφασης”. Το τελευταίο μπορεί να συμβεί, λ.χ., στην περίπτωση πτωχεύσεως ή λύσεως της επιχειρήσεως, με δικαστική απόφαση. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ιδίως δε όταν η οριστική διακοπή των δραστηριοτήτων της οικείας επιχειρήσεως αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη και θεμελιώνεται σε εκτιμήσεις οικονομικής φύσεως ή άλλες, οι πιο πάνω υποχρεώσεις του εργοδότη παραμένουν στο ακέραιο. Επομένως, είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι από τις διατάξεις του ισχύοντος (εθνικού) δικαίου δεν προβλέπεται η προηγούμενη έκδοση δικαστικής αποφάσεως στην περίπτωση οριστικής διακοπής της λειτουργίας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, που αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη (ΑΠ 1541/2011, ΑΠ 1681/2007).
Τέλος, κατά την διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 του Ν. 1387/1983 ομαδικές απολύσεις που γίνονται κατά παράβαση του νόμου αυτού είναι άκυρες.
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσία (ΑΠ 58/2015).