Αντισυνταγματικό το ελάχιστο όριο αποζημίωσης των 10.000 ευρώ (Ν. 3471/2006) για αζήτητες τηλεφωνικές κλήσεις για σκοπούς διαφήμισης
Με την απόφαση 172/2018 το Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου επιδίκασε αποζημίωση ύψους 3.000 ευρώ ως αποζημίωση σε συνδρομητή για παραβίαση της νομοθεσίας περί τηλεφωνικών κλήσεων για σκοπούς απευθείας προώθησης υπηρεσιών για διαφημιστικούς σκοπούς.
Σύμφωνα με το ιστορικό της απόφασης, υπάλληλοι εταιρείας παροχής ηλεκτρικής ενέργειας πραγματοποίησαν κλήσεις προς τον τηλεφωνικό αριθμό του ενάγοντος, προκειμένου να του προωθήσουν τις εμπορικές υπηρεσίες της, παρά το γεγονός ότι ο ενάγων είχε ήδη ζητήσει, με αίτησή του τόσο στον προηγούμενο τηλεπικοινωνιακό του πάροχο την ένταξη του στο Μητρώο του άρθρου 11του Ν. 3471 /2006.
Το μητρώο αυτό αποτελεί τον ειδικό κατάλογο με τις τηλεφωνικές συνδέσεις των συνδρομητών που δεν επιθυμούν να δέχονται μη ζητηθείσες κλήσεις.
Οι κλήσεις συνεχίστηκαν παρά τις προφορικές αλλά και έγγραφες εκκλήσεις του προς τους εκπροσώπους της εταιρείας να μην τον ξαναενοχλήσουν, καθώς προξενούσαν του ψυχική αναστάτωση και απώλεια του προσωπικού και εργασιακού του χρόνου προκειμένου να απαντήσει στις κλήσεις της εναγομένης, καθόσον η διεύθυνση κατοικίας του αποτελεί και επαγγελματική έδρα του.
Το ζήτημα της ελάχιστης αποζημίωσης των 10.000 ευρώ
Όπως επισημαίνεται στην απόφαση του Δικαστηρίου, η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του ν. 3471 /2006 προβλέπει ως ελάχιστο όριο αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 10.000 ευρώ.
Ο καθορισμός με τη διάταξη αυτή ελάχιστου ποσού χρηματικής ικανοποίησης σκοπό έχει να διασφαλίσει την προστασία των πολιτών, από προσβολές της προσωπικότητας τους, και εντάσσεται στα μέτρα που λαμβάνει η Πολιτεία υλοποιώντας την επιβαλλόμενη από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος υποχρέωση της για σεβασμό και προστασία της αξίας του ανθρώπου.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ως άνω διάταξη ν. 3471/2006, ως προς το ελάχιστο χρηματικό όριο, είναι αντισυνταγματική για τους κάτωθι λόγους:
Με βάση τα κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας αξιολογείται και η παρεχόμενη από την διάταξη του άρθρου 26 παρ. l του Συντάγματος εξουσία του νομοθέτη να θέτει ελάχιστα ή ανώτατα όρια, κατ’ αφηρημένη αξιολόγηση, εντός των οποίων ο δικαστής προβαίνει στην εξειδίκευση του κανόνα δικαίου, βάσει των συγκεκριμένων περιστάσεων.
Στα πλαίσια της εξουσίας του αυτής, ο νομοθέτης μπορεί να προσδιορίζει τόσο τις προϋποθέσεις αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως όσο και το ελάχιστο ποσό στο οποίο αποτιμάται η προσβολή της τιμής και της υπολήψεως του αδικηθέντος.
Όμως, η ρύθμιση αυτή αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος και την θεσμοθετούμεvη με αυτήν αρχή της αναλογικότητας, καθόσον η καθιέρωση με την ως άνω διάταξη μόνο του στοιχείου της παραβίασης των διατάξεων των προσωπικών δεδομένων για τον καθορισμό του ελάχιστου ορίου χρηματικής ικανοποιήσεως στο, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ιδιαίτερα σημαντικό ποσό των 10.000 ευρώ, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, δεν είναι εν στενή εννοία αναλογική, διότι η βλάβη που προκαλείται με την υποχρέωση καταβολής αυτού του χρηματικού ποσού είναι, στις περιπτώσεις ελαφρών εξ απόψεως είδους και βαρύτητας προσβολών και αντιστοιχεί το εν λόγω κατώτατο όριο χρηματικής ικανοποιήσεως, δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόμενη ωφέλεια του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, η τιμή και η υπόληψη του οποίου προσβλήθηκε.
Επομένως το δικαστήριο, κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουργίας, πρέπει να ερευνά αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την επιδίκαση του προβλεπόμενου από το νόμο ελάχιστου ορίου χρηματικής ικανοποιήσεως, παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας αντίστοιχα.
Στην προκειμένη περίπτωση, το δικαστήριο έκρινε ότι με βάση το είδος του θιγομένου αγαθού, του μεγέθους και της έντασης της προσβολής, των συνθηκών τέλεσης αυτής, του βαθμού υπαιτιότητας της εναγομένης και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών, η καταβλητέα εύλογη χρηματική ικανοποίηση πρέπει να ορισθεί στο ποσό των 3.000 ευρώ.
Η απόφαση είναι διαθέσιμη στο dsanet.gr