Πλήγμα για την Ελλάδα ενδέχεται να επιφέρει η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μείωση του προϋπολογισμού της Ε.Ε. στο χρονικό διάστημα 2021-2027, με μεγάλες περικοπές από τα διαρθρωτικά ταμεία και το Ταμείο Συνοχής. Σύμφωνα με την Κομισιόν, πρόκειται για την αναγκαία προσαρμογή του κοινοτικού προϋπολογισμού στη νέα πραγματικότητα που θα δημιουργήσει η αποχώρηση της Βρετανίας, καθώς στα ταμεία της Ε.Ε. θα προκύψει χρηματοδοτικό κενό 14 δισ. ευρώ ετησίως.
Η Ελλάδα έχει λάβει το τρίτο υψηλότερο ποσό από καθαρές εισφορές την περίοδο 2014-2016, που ανερχόταν ετησίως, κατά μέσον όρο, σε 4,8 δισ. ευρώ. Τα κονδύλια από το ΕΣΠΑ (διαρθρωτικά ταμεία και Ταμείο Συνοχής) για την περίοδο 2014-2020 ανέρχονται σε 25,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 20,4 δισ. ευρώ αποτελούν αμιγώς κοινοτική χρηματοδότηση. Από αυτά τα χρήματα έχουν χρηματοδοτηθεί υποδομές, μεγάλες οδικές αρτηρίες, έχουν δοθεί ενισχύσεις σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις και έχουν επιδοτηθεί θέσεις εργασίας σε προγράμματα του ΟΑΕΔ. Από το 2010 και μετά και την υπαγωγή της χώρας μας σε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, είναι προφανές ότι τα ποσά που διατίθενται ετησίως από το Ταμείο Συνοχής και τα διαρθρωτικά ταμεία της Ε.Ε. είναι πολύτιμα, όταν κάθε χρόνο ο προϋπολογισμός προβλέπει δαπάνες από 8 έως 10 δισ. ευρώ για το Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων, αλλά το ποσό μειώνεται διαρκώς λόγω έλλειψης πόρων.
Στο σχέδιο προϋπολογισμού που παρουσίασε χθες η Κομισιόν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν συμπεριλαμβάνει την Ελλάδα στις χώρες στις οποίες θα μπορούσε να διακοπεί κάθε χρηματοδότηση από τα διαρθρωτικά ταμεία. Προτείνει, ωστόσο, περικοπή των κονδυλίων των ταμείων κατά 95 δισ. ευρώ για το σύνολο της περιόδου 2021-2027. Κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με μείωση 8,7% των σημερινών κονδυλίων συνολικού ύψους 370 δισ. ευρώ. Στην περίπτωση αυτή η Κομισιόν επισημαίνει πως θα πρέπει να διακοπεί η χρηματοδότηση σε περιοχές χωρών με μικρότερα προβλήματα, σε Αυστρία, Βέλγιο, Δανία, Φινλανδία, Γερμανία, Ιρλανδία, Ολλανδία, Σουηδία, αλλά και σε περιοχές της Ιταλίας και της Ισπανίας.
Εξετάζει, όμως, παράλληλα και την προοπτική βαθύτερων περικοπών στα διαρθρωτικά ταμεία με μείωση των κονδυλίων κατά 124 δισ. ευρώ το ίδιο διάστημα. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να διακοπεί πλήρως η χρηματοδότηση από τα διαρθρωτικά ταμεία σε Ισπανία, Ιταλία, Ιρλανδία και Γαλλία. Σε ό,τι αφορά τη μελλοντική χρηματοδότηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, προτείνει την περικοπή των κονδυλίων κατά 60 έως 120 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί στο 15% με 30% των σημερινών κονδυλίων. Σημειωτέον ότι στον προϋπολογισμό της περιόδου 2014-2020 διατίθενται για την ΚΑΠ περίπου 400 δισ. ευρώ που διοχετεύονται σε μέτρα στήριξης της αγοράς, άμεσες πληρωμές σε αγρότες και προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει για τη χώρα μας πρόταση της Επιτροπής για αμυντικό προϋπολογισμό ύψους περίπου 150 δισ. ευρώ, με στόχο τη θωράκιση των εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε. με προσωπικό 100.000 ατόμων και εξοπλισμό ανάλογο των αντίστοιχων συστημάτων στις ΗΠΑ και στον Καναδά.
Μέριμνα για θωράκιση
Από τις προτάσεις της Κομισιόν δεν θα μπορούσε να απουσιάζει η μέριμνα για τη θωράκιση της Ευρωζώνης από νέες οικονομικές και χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Σύμφωνα με την Κομισιόν, θα απαιτηθούν 25 δισ. ευρώ για την προστασία των χωρών της Ευρωζώνης αλλά και τη χρηματοδότηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε χώρες εκτός Ευρωζώνης. Στόχος να διευκολυνθεί η σύγκλισή τους με τις χώρες της Ευρωζώνης, με απώτερο στόχο την ένταξή τους στο ευρώ. Υπενθυμίζεται πως από τις 27 χώρες της Ε.Ε. που θα παραμείνουν στους κόλπους της μετά την αποχώρηση της Βρετανίας το 2019, μόνον η Δανία έχει διασφαλίσει δικαίωμα εξαίρεσης από την προσχώρηση στο ευρώ.
Ενα καινοτόμο στοιχείο που εισάγει η Κομισιόν είναι η ιδέα της ότι μπορεί να αντλήσει έσοδα από την εταιρική φορολογία. Εν ολίγοις, ένα τμήμα των φορολογικών εσόδων που θα έχουν αντλήσει τα κράτη-μέλη από τη φορολόγηση των εταιρειών να διοχετεύεται από τα εθνικά στα κοινοτικά ταμεία. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της, θα μπορούσε να αντλήσει έτσι από 21 δισ. ευρώ έως 140 δισ. ευρώ, από το 2021 έως το 2027. Παράλληλα, εξετάζει τη δυνατότητα να διεκδικήσει τα χρήματα που αντλούν οι χώρες-μέλη, πουλώντας δικαιώματα στην εκπομπή καυσαερίων σε αεροπορικές εταιρείες, ενεργειακές ή άλλες βιομηχανίες που επιβαρύνουν το περιβάλλον.