Στον απόηχο των εκλογών που θα διεξαχθούν του χρόνου στην Ιταλία, η δέσμευση της χώρας για ιδιωτικοποιήσεις να μην πραγματοποιείται έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται δύσκολη η απομείωση του υπέρογκου δημοσίου χρέους της. Υπό αυτές τις συνθήκες, η ιταλική οικονομία καθίσταται πιο ευάλωτη και σε ενδεχόμενη αύξηση των επιτοκίων. Νωρίτερα το 2015, ο τότε πρωθυπουργός της χώρας Ματέο Ρέντσι, είχε δηλώσει ότι το επόμενο έτος το δημόσιο χρέος θα μειωνόταν για πρώτη φορά σε διάστημα οκτώ ετών. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί εν μέρει μέσω των ιδιωτικοποιήσεων που αντιστοιχούν στο 0,5% του ΑΕΠ της Ιταλίας. Τελικά, το κράτος κατάφερε να πουλήσει λιγότερο από το ένα πέμπτο του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων που είχε προορίσει να ιδιωτικοποιήσει. Λόγω αυτού, το δημόσιο χρέος της χώρας έφθασε σε νέα υψηλά επίπεδα και πλέον υπολογίζεται στο 133% του ΑΕΠ της, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη έπειτα από αυτό της Ελλάδας. Ο κ. Ρέντσι είχε θέσει τον ίδιο στόχο για την ιδιωτικοποίηση μέρους της δημόσιας περιουσίας για φέτος, πριν από την παραίτησή του λόγω της απόφασης των Ιταλών να μην υπερψηφίσουν την πρότασή του για συνταγματική αναθεώρηση νωρίτερα τον Δεκέμβριο.
Ωστόσο, η προοπτική της πώλησης της περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου δεν φαίνεται να ήταν στα σχέδια της κυβέρνησης. Με το Δημοκρατικό Κόμμα να έχει ήδη αποδυθεί στον αγώνα για τη νίκη στις επικείμενες εκλογές το 2018, ανώτερα στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος συμπεριλαμβανομένου και του κ. Ρέντσι, εξέφρασαν πρόσφατα τις αμφιβολίες τους για τις ιδιωτικοποιήσεις, εκτιμώντας ότι οι πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων δεν είναι καλή ιδέα. Σύμφωνα με τον Τζιανλουίτζι Μαντρουζάτο, επικεφαλής οικονομολόγος της τράπεζας BSI, που αποτελεί μέρος του τραπεζικού κολοσσού EFG International, «ενόψει των επικείμενων εκλογών, οι ιδιωτικοποιήσεις δεν φαίνεται να απασχολούν ιδιαίτερα την κυβέρνηση».
Η λίστα των ιδιωτικοποιήσεων περιλαμβάνει την πώληση της εταιρείας σιδηροδρομικών μεταφορών, η οποία είναι αμιγώς κρατική και το ιταλικό ταχυδρομείο, ένα μέρος του οποίου έχει ήδη πουληθεί σε ιδιώτες από το 2015, με αποτέλεσμα το ποσοστό που διαθέτει το κράτος να έχει μειωθεί στο 65%. Ωστόσο, απέτυχε η πώληση ενός άλλου μέρους των ιταλικών ταχυδρομείων το 2016, λόγω των μη ευνοϊκών όρων αγοράς.
Η εικόνα της Ιταλίας στις διεθνείς αγορές φαίνεται να βελτιώνεται, με το Χρηματιστήριο του Μιλάνου να ενισχύεται κατά 5% φέτος, αφού νωρίτερα το 2016 είχε υποχωρήσει κατά 10%. Εντούτοις, διαφαίνεται ότι δεν υπάρχει καμία πολιτική βούληση για την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων. Ο υπουργός Υποδομών της Ιταλίας, Γκραζιάνο Ντέλριο, παραδέχθηκε πρόσφατα ότι έχουν ανακύψει προβλήματα κατά τη διαδικασία πώλησης των σιδηροδρομικών μεταφορών. Αντίστοιχα, ο Αντόνιο Τζιακομέλι, υφυπουργός Βιομηχανίας, μίλησε για τους κινδύνους που θα προκύψουν σε περίπτωση που το ταχυδρομείο της Ιταλίας πέσει στα χέρια ξένων επενδυτικών τραπεζών που θα μπορούσαν να κλείσουν καταστήματα και να διώξουν προσωπικό. Σύμφωνα με τον Στέφανο Μικόσι, καθηγητή οικονομικών και γενικό διευθυντή της Assonime, της εταιρείας που περιλαμβάνει όλες τις ιταλικές εταιρείες που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, «οι ανησυχίες των πολιτικών προσώπων υπερισχύουν των ανησυχιών σε οικονομικό επίπεδο, οπότε οι ιδιωτικοποιήσεις δεν βρίσκονται ακόμη στον ορίζοντα». Ο ίδιος προσθέτει ότι «υπάρχει μεγάλη αντίσταση από το Δημοκρατικό Κόμμα αλλά και από την ίδια την κυβέρνηση». Η κρατική εταιρεία σιδηροδρομικών μεταφορών υποτίθεται ότι θα πωλήσει μέχρι τον Ιούλιο σε θυγατρική της τα τρένα υψηλής ταχύτητας που καλύπτουν μεγάλες αποστάσεις, με στόχο αυτή να ιδιωτικοποιηθεί μέχρι το τέλος του έτους.
Από οικονομικής άποψης, όμως, τα έσοδα που θα προκύψουν από τις ιδιωτικοποιήσεις δεν μπορούν παρά μόνο σταδιακά να μειώσουν το δημόσιο χρέος, το οποίο θα φθάσει σε εξίσου υψηλό επίπεδο τη φετινή χρονιά σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ο κ. Μαντρουζάτο είπε ότι η μετατόπιση του στόχου για τις ιδιωτικοποιήσεις «δεν αποτελεί καλό νέο σε επίπεδο δεσμεύσεων και αξιοπιστίας».