Στην αφάνεια και τη σταδιακή εγκατάλειψη αναμένεται να βρεθεί ένα σημαντικό μέρος του σημερινού όγκου των απούλητων κατοικιών πανελλαδικά, τάση μάλιστα η οποία αναμένεται να επιταχυνθεί όταν η αγορά ξεκινήσει κάποια στιγμή τη σταδιακή της έξοδο από την κρίση.
Οπως αναφέρουν εκτιμητές ακινήτων, σήμερα υπολογίζεται ότι περί τις 150.000 – 180.000 κατοικίες βρίσκονται στα «αζήτητα», καθώς η ζήτηση είναι μηδαμινή. Το απόθεμα αυτό διαρκώς υποβαθμίζεται με τα χρόνια, με αποτέλεσμα ακόμα και αν η ζήτηση αρχίσει να ανακάμπτει, να εκτιμάται ότι αυτή θα αφορά κυρίως τα νεότερα και νεοανεγειρόμενα διαμερίσματα, παρά τα μεγαλύτερης ηλικίας, ακόμα κι αν οι τιμές τους είναι ελκυστικές.
Σύμφωνα με τον κ. Γιώργο Λίτσα, επικεφαλής της εταιρείας πιστοποιημένων εκτιμητών GLP Values, το ποσοστό των κατοικιών που σταδιακά εξέρχονται της αγοράς και δεν αναπληρώνονται όλο και αυξάνεται. Πέραν της διατήρησης της ζήτησης σε εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο, έχουν αυξηθεί και τα ακίνητα που περιέρχονται στο Δημόσιο, είτε λόγω κατασχέσεων είτε λόγω αποποιήσεων κληρονομιών, οι οποίες το 2013 ανέρχονται σε 6.079, ενώ το 2016 υπολογίζεται ότι εκτινάχθηκαν σε 10.500. Η φθορά στα εν λόγω ακίνητα θα είναι ακόμα μεγαλύτερη.
«Η δραματική μείωση των επενδύσεων σε κτίρια κατοικιών έχει ως αποτέλεσμα ο όγκος των αποσβέσεων (π.χ. λόγω παλαίωσης, φθοράς κτλ.) να είναι πολύ μεγαλύτερος, σε σχέση με τις νέες κατοικίες που ανεγείρονται», αναφέρει ο κ. Λίτσας. Ειδικότερα, αν ληφθεί υπόψη ότι η αξία του οικιστικού αποθέματος της χώρας το 2014 ήταν 400 δισ. ευρώ, όπως αναφέρει μια σχετική μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος και υποτεθεί ότι ετησίως «χάνεται» περί το 2% των κατοικιών, ήτοι 8 δισ. ευρώ, είναι προφανές ότι δημιουργείται ένα σημαντικό έλλειμμα. Αυτό γιατί το σημερινό ύψος των επενδύσεων για την ανέγερση νέων κατοικιών δεν ξεπερνάει τα 2 δισ. ευρώ, επομένως οι ετήσιες απώλειες κατοικιών (περιέρχονται σε αχρηστία) υπολογίζεται ότι διαμορφώνονται στο 1,5% του συνολικού αριθμού κατοικιών.
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι επενδύσεις για την ανέγερση νέων κατοικιών στην Ελλάδα έχουν καταγράψει συνολική πτώση της τάξεως του 95% κατά το διάστημα από το 2007 μέχρι το τέλος του δεύτερου τριμήνου του έτους, ενώ η πτώση της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας κατά την περίοδο από το 2005 έως το τέλος του πρώτου φετινού εξαμήνου αγγίζει το 93% (με βάση την επιφάνεια). Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επενδύσεις σε κατοικίες, ως ποσοστό του ΑΕΠ, μειώθηκαν από το 10,8% το 2007 σε μόλις 0,8% το 2015. Φέτος μάλιστα, η εικόνα είναι ακόμα χειρότερη, καθώς κατά την περίοδο του οκταμήνου Ιανουαρίου – Αυγούστου, ολοκληρώθηκαν μόλις 4.853 νέες κατοικίες, όταν κατά το αντίστοιχο διάστημα του 2007 είχαν κατασκευαστεί 71.936 κατοικίες. Ως εκ τούτου, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο φετινός αριθμός νέων κατοικιών δεν θα ξεπεράσει τις 7.500 – 8.000 νέες κατοικίες και μάλιστα το νούμερο αυτό θα καταστεί εφικτό, μόνον αν επιταχυνθεί αισθητά ο ρυθμός κατασκευής σε σχέση με τους τελευταίους μήνες.
Στην πράξη, όπως τονίζει ο κ. Λίτσας, η φθορά που έχουν υποστεί τα ακίνητα που βρίσκονται στην αγορά επί σειρά ετών, σημαίνει ότι ακόμα κι αν η αγορά εισέλθει σε τροχιά ανάκαμψης, η ζήτηση για τα συγκεκριμένα κτίρια θα παραμείνει σε χαμηλό επίπεδο, επιταχύνοντας ακόμα περισσότερο τη διαδικασία απαξίωσής τους. «Στη φάση της ανάκαμψης, τα νέα κτίρια που θα κατασκευάζονται θα πωλούνται σε αυξανόμενες τιμές, παρότι θα υπάρχουν ήδη πολλά διαθέσιμα κενά, ή δημευμένα από το Δημόσιο ακίνητα, μέσω κατασχέσεων ή αποποιήσεων κληρονομιών», αναφέρει ο ίδιος. Εφόσον λοιπόν επιβεβαιωθεί κάτι τέτοιο, οι ανάγκες για νέα ακίνητα θα είναι μεγαλύτερες στο μέλλον, εξέλιξη που μπορεί να οδηγήσει τον κλάδο, στο σύνολό του, σε ταχύτερη ανάκαμψη, καθώς θα πρέπει να αυξηθούν αντίστοιχα και οι επενδύσεις σε νέες κατοικίες.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ