ΑΠ 813/2014 (Ποιν): Ναρκωτικά: Εφαρμογή του επιεικέστερου για τον τοξικομανή νόμου 4139/2013. Παύση ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής.«Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 514 και 511 εδ. τελ. ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι στην περίπτωση που μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως που προσβάλλεται, μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς, όσον αφορά την αξιόποινη πράξη ή και την επιβληθείσα ποινή, το δικαστήριο εφαρμόζει αυτεπάγγελτα, κατ’ άρθρο 2 απρ 1 του ΠΚ, τον επιεικέστερο νόμο παρά την ερημοδικία του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, αν η αναίρεση είναι παραδεκτή και αφού προχωρήσει στην εκδίκαση της υποθέσεως, εφαρμόζειτον επιεικέστερο νόμο. Κατά την έννοια δε του άρθρου 2 παρ 1 του ΠΚ, που προβλέπει την αναδρομική ισχύ του ηπιότερου νόμου, όταν από την τέλεση της πράξεως έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, ως ηπιότερος νόμος θεωρείται εκείνος, ο οποίος, όπως ίσχυσε, περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή με την εφαρμογή, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επέρχεται ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων αυτών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμιά απ’ αυτές. Εάν από τη σύγκριση προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυσε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά ο νεότερος επιεικέστερος νόμος.
Συνεπώς, ο αυτουργός των εγκλημάτων του άρθρου 20, όταν φέρει την ιδιότητα του τοξικομανούς δεν δύναται να καταδικαστεί και ως υπότροπος και στην περίπτωση αυτή τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 παρ 4 περ β του νέου νόμου 4139/2013, σε βαθμό πλημμελήματος με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους. Από την αντιπαραβολή των προαναφερομένων διατάξεων καθίσταται πρόδηλο ότι ο νόμος 4139/2013 ενσωματώνει επιεικέστερες διατάξεις για τον κατηγορούμενο που στο πρόσωπό του συντρέχει η ιδιότητα του τοξικομανούς, αφού σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί πλέον και υπότροπος και να τιμωρηθεί με τις αντίστοιχες περί υπότροπων δραστών, διατάξεις.
Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ, το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου για πλημμελήματα είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν από τρία χρόνια για τα πλημμελήματα.
Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ 1 εδ β, 370 εδ β και 511 εδ β ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση αυτής, υποχρεούται να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως γίνει δεκτή. Μετά απ’ αυτά, αφού οι ανωτέρω αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα κατέστησαν με το ν 4139/2013 πλημμελήματα και φέρουν χρόνο τελέσεως την 29-6-2005, έκτοτε δε και μέχρι τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως (14-2-2014) παρήλθεν χρόνος πλέον της οκταετίας, εξαλείφθηκε με παραγραφή το αξιόποινο των πράξεων αυτών. Επομένως, αφού κατά τα άνω εκτεθέντα, κατέστη αναιρετέα η προσβαλλόμενη, λόγω εφαρμογής του παραπάνω επιεικέστερου νόμου, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά της κατηγορουμένης για τις ως άνω πράξεις, λόγω παραγραφής». (areiospagos.gr)