Με εγκύκλιο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων κοινοποιούνται οι φορολογικές διατάξεις του νέου νόμου 4820/21, που περιγράφουν αναλυτικά τις προϋποθέσεις αλλά και τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία οι οφειλές θα χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης και θα διαγράφονται.
Από το μικροσκόπιο των αρχών θα περνά η περιουσιακή κατάσταση όλων των φορολογουμένων που έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το δημόσιο, προκειμένου οι φορολογικές αρχές να ξεχωρίσουν τις οφειλές που είναι ανεπίδεκτες είσπραξης από αυτές που μπορούν να εισπραχθούν και είναι δυνατή η διαγραφή τους.
Με εγκύκλιο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων κοινοποιούνται οι φορολογικές διατάξεις του νέου νόμου 4820/21, που περιγράφουν αναλυτικά τις προϋποθέσεις αλλά και τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία οι οφειλές θα χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης και θα διαγράφονται.
Ειδικότερα:
1. Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι κάτωθι προϋποθέσεις:
α. Έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες με βάση τα εκάστοτε πρόσφορα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα της φορολογικής διοίκησης και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων ή απαιτήσεων αυτών έναντι τρίτων ή διαπιστώθηκε η καθ’ οποιονδήποτε τρόπο εκποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων που δεν υπόκειται σε ακύρωση ή σε διάρρηξη και διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών, ακινήτων ή απαιτήσεων του οφειλέτη με επίσπευση του Δημοσίου ή τρίτων ή με διαδικασία εκκαθάρισης και η παύση των εργασιών της πτώχευσης, εφόσον πρόκειται για πτωχό.
β. Έχει υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης, ή δεν είναι δυνατή η υποβολή της.
γ. Έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά οριζόμενο ελεγκτή της αρμόδιας φορολογικής ή τελωνειακής αρχής, ο οποίος πιστοποιεί, με βάση ειδικά αιτιολογημένη έκθεση ελέγχου, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των προηγούμενων περιπτώσεων και ότι είναι αντικειμενικά αδύνατη η είσπραξη των οφειλών. Προκειμένου για εταιρείες που τελούν υπό κρατικό έλεγχο ή στις οποίες ασκείται κρατική εποπτεία και οι οποίες τελούν υπό εκκαθάριση ή πτώχευση, απαιτείται η αναγγελία του Δημοσίου στις ανωτέρω διαδικασίες εκκαθάρισης ή πτώχευσης .
2. Οι πράξεις του χαρακτηρισμού των επιδεκτικών ή ανεπίδεκτων είσπραξης και της καταχώρισης των απαιτήσεων σε ειδικά βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης γίνονται με απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων σύμφωνα με τις διατάξεις που τη διέπουν.
Εφόσον πρόκειται για οφειλές άνω του 1,5 δις ευρώ, οι πράξεις αυτές κοινοποιούνται στην Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου που είναι αρμόδια για τον έλεγχο των δημόσιων εσόδων, από την οποία και ελέγχονται. Αν κρίνεται αναγκαίο, έλεγχος μπορεί να διενεργηθεί και στις πράξεις της παρούσας που αφορούν συνολική βασική οφειλή κατώτερη του ως άνω ποσού.
3. Από την καταχώριση της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης και για χρονικό διάστημα 10 ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώριση:
α) αναστέλλεται αυτοδικαίως η παραγραφή της,
β) δεν χορηγείται στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για οποιαδήποτε αιτία ούτε άλλο νομίμως προβλεπόμενο πιστοποιητικό για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, εκτός εάν πρόκειται για είσπραξη χρημάτων που θα διατεθούν για την ικανοποίηση του Δημοσίου ή για εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, το προϊόν των οποίων θα διατεθεί για τον ίδιο σκοπό,
γ) δεσμεύονται στο σύνολο τους οι τραπεζικοί και επενδυτικοί λογαριασμοί και το περιεχόμενο των θυρίδων σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα των παραπάνω προσώπων .
Το Δημόσιο διατηρεί ακέραιο το δικαίωμά του για την είσπραξη της οφειλής ή συμψηφισμό και μετά την καταχώρισή της στα ειδικά βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης.
4. Οφειλή που έχει καταχωρισθεί, κατά τα ανωτέρω, ως ανεπίδεκτη είσπραξης επαναχαρακτηρίζεται ως εισπράξιμη, εάν πριν από την παραγραφή της, διαπιστωθεί ότι υπάρχει δυνατότητα μερικής ή ολικής ικανοποίησής της είτε από τον οφειλέτη είτε από συνυπόχρεο πρόσωπο. 5. Με απόφαση που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο Διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων μπορεί να εκχωρεί τις αρμοδιότητές του και να ρυθμίζει τον ειδικότερο τρόπο και τη διαδικασία καταχώρισης των οφειλών στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης, να ορίζει κάθε σχετικό θέμα με τη διαχείριση και την παρακολούθηση αυτών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Με όμοια απόφαση, που εκδίδεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη της πλήρους Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τα ζητήματα 20, μπορεί να μεταβάλλονται τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις καταχώρισης των οφειλών στα βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης, καθώς και του επαναχαρακτηρισμού τους ως εισπράξιμων και να ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με τις συνέπειες και τα χρονικά όρια ισχύος των συνεπειών της καταχώρισης.
Διαγραφή των οφειλών προς το Δημόσιο
1. Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους που έχουν χαρακτηριστεί ως ανεπίδεκτες είσπραξης, δύνανται να κριθούν διαγραπτέες και να διαγραφούν και πριν από την παρέλευση της προθεσμίας, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις:
α. έχουν ολοκληρωθεί οι προβλεπόμενες ενέργειες για τον χαρακτηρισμό τους ως ανεπίδεκτων είσπραξης,
β. έχουν ολοκληρωθεί οι σχετικές ενέργειες για την ανταλλαγή των πληροφοριών και των διαδικασιών αναγκαστικής είσπραξης για τα κράτη με τα οποία υφίστανται αντίστοιχες συμφωνίες και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον με τα κράτη μέλη της Ε.Ε.,
γ. έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες στην αλλοδαπή κατόπιν αξιοποίησης πληροφοριών και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή απαιτήσεων αυτού έναντι τρίτων, δ. έχει ολοκληρωθεί η ποινική διαδικασία σε βάρος των οφειλετών εφόσον προβλέπεται, με την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.
2. Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους που δεν έχουν χαρακτηριστεί ανεπίδεκτες είσπραξης μπορούν να διαγραφούν, εφόσον εμπίπτουν αποκλειστικά και μόνο στις ακόλουθες κατηγορίες οφειλών: α. οφειλές αποβιωσάντων που δεν καταλείπουν οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο και των οποίων οι κληρονόμοι αποποιήθηκαν την επαχθείσα κληρονομιά, β. οφειλές ανά φορολογούμενο μικρότερες του ποσού του εκάστοτε ελάχιστου ποσού φόρου από την καταβολή του οποίου απαλλάσσεται ο φορολογούμενος. 3. Η διαγραφή των απαιτήσεων και η καταχώρισή τους σε ειδικά βιβλία διαγραφών γίνονται με απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, σύμφωνα με τις διατάξεις που τη διέπουν. Οι πράξεις αυτές κοινοποιούνται στην Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που είναι αρμόδια για τον έλεγχο των δημόσιων εσόδων από την οποία και ελέγχονται.
Ασφαλιστική-Φορολογική Ενημερότητα
Επιτρέπεται στον Υπουργό Οικονομικών να διατάσσει την ενέργεια προκαταβολών από τον λογαριασμό του Δημοσίου, στις εξής περιπτώσεις:
α. Σε νομικά πρόσωπα ή ειδικούς λογαριασμούς, έναντι των εισπράξεων που ενεργούνται υπέρ αυτών δια του προϋπολογισμού.
β. Για προσωρινές ενισχύσεις πάγιων προκαταβολών.
γ. Για επιδοτήσεις ή συγκεντρώσεις προϊόντων.
δ. Για νομοθετημένες επιχορηγήσεις.
ε. Για υποχρεώσεις προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους διεθνείς οργανισμούς.
στ. Για προμήθεια καταναλωτικών αγαθών.
ζ. Για την εξόφληση υποχρεώσεων του Ελληνικού Δημοσίου προς τρίτους που προέρχονται από αποφάσεις Διεθνών Δικαστηρίων.
η. Για την εξόφληση υποχρεώσεων του Ελληνικού Δημοσίου που προκύπτουν από καταπτώσεις εγγυήσεων σε πιστωτικά ιδρύματα εσωτερικού ή εξωτερικού από δάνεια που χορηγήθηκαν σε δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς, καθώς και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις ή σε φυσικά πρόσωπα.
θ. Για τη συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου επιχειρήσεων, στο μετοχικό κεφάλαιο των οποίων μετέχει.
ι. Για την εξόφληση υποχρεώσεων του Ελληνικού Δημοσίου που προκύπτουν κατά τη διαδικασία αποκρατικοποίησης επιχειρήσεων
ια. Για ειδικές περιπτώσεις που οι συνθήκες επιβάλλουν την άμεση εκταμίευση ποσών ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ή κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και των συναρμόδιων Υπουργών. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις εκτάκτων γεγονότων που επιβάλλουν την άμεση καταβολή των προκαταβολών επιτρέπεται, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού και εφόσον πληρούνται οι λοιπές διατάξεις περί φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας, το ποσό της παρακράτησης να ανέρχεται σε ποσοστό 10% επί της προκαταβολής για τους δικαιούχους, των οποίων οι οφειλές έχουν υπαχθεί σε καθεστώς ρύθμισης τμηματικής καταβολής εν ισχύ ή σε δικαστικά επικυρωμένη συμφωνία εξυγίανσης και αποπληρώνονται βάσει αυτής. Αν στη δικαστικά επικυρωμένη συμφωνία εξυγίανσης προβλέπεται ειδικότερος όρος για το ποσοστό παρακράτησης κατά τη χορήγηση του αποδεικτικού ενημερότητας, τότε εφαρμόζεται ο σχετικός όρος της δικαστικής απόφασης. Σε περιπτώσεις ύπαρξης ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τη φορολογική διοίκηση και τα ασφαλιστικά ταμεία που δεν έχουν υπαχθεί σε καθεστώς ρύθμισης τμηματικής καταβολής εν ισχύ ή σε δικαστικά επικυρωμένη συμφωνία εξυγίανσης και αποπληρώνονται βάσει αυτής, το ποσό της παρακράτησης που καθορίζεται με την απόφαση του παρόντος ανέρχεται σε ποσοστό 30% επί της προκαταβολής.